Αλμα 38% των ενοικίων στην Αττική σε 6 χρόνια

Ενα μέσο διαμέρισμα 80 τ.μ. απαιτεί πλέον πάνω από 800 ευρώ τον μήνα - Η κρίση οδήγησε σε μείωση της ιδιοκατοίκησης

Φόρτωση Text-to-Speech...

Με αυξήσεις που φθάνουν έως το 54,2% την περίοδο από το 2019 έως το 2025 είναι προφανές ότι οι ζητούμενες τιμές ενοικίων λειτουργούν ως το μεγαλύτερο «βαρίδι» στα οικονομικά των νοικοκυριών που δεν έχουν δική τους στέγη. Με βάση τα στοιχεία από τον δείκτη τιμών SPI του Spitogatos.gr προκύπτει ότι από το δεύτερο τρίμηνο του 2019 μέχρι και το φετινό δεύτερο τρίμηνο η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης στο σύνολο του λεκανοπεδίου Αττικής έχει αυξηθεί κατά 37,8% κατά μέσον όρο, από 7,4 ευρώ/τ.μ. σε 10,2 ευρώ/τ.μ. σήμερα. Ετσι, ένα μέσο διαμέρισμα 80 τ.μ., που οριακά καλύπτει τις ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας, απαιτεί πλέον πάνω από 800 ευρώ τον μήνα κατά μέσον όρο, «πριονίζοντας» την αγοραστική δύναμη του νοικοκυριού και καθιστώντας το ευάλωτο σε τυχόν έκτακτα έξοδα και δαπάνες.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πηγές της αγοράς σημειώνουν ότι αν δεν ακολουθήσουν σύντομα και αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται τα «φέσια» στην αγορά, καθώς θα αυξηθεί ο αριθμός εκείνων που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν.

Το πρόβλημα καθίσταται ακόμη δυσκολότερο από κοινωνικής πλευράς λόγω του ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις των ενοικίων τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί στις πιο προσιτές περιοχές. Δηλαδή, τα σημεία που επέλεξαν άνθρωποι χαμηλότερων εισοδημάτων, ώστε να βρουν πιο χαμηλές τιμές ενοικίασης, είναι κι εκείνα που έχουν καταγράψει τον μεγαλύτερο ρυθμό αυξήσεων. Στα δυτικά προάστια η μέση ζητούμενη τιμή έχει αυξηθεί κατά 54,2% από το 2019 μέχρι σήμερα, από 5,77 ευρώ/τ.μ. σε 8,9 ευρώ/τ.μ. Ετσι, ένα σπίτι 80 τ.μ. απαιτεί πλέον πάνω από 700 ευρώ, από 450 ευρώ το 2019. Την ίδια περίοδο το κύμα ακρίβειας και ο υψηλός πληθωρισμός αντιστάθμισαν σε μεγάλο ποσοστό τις αυξήσεις των εισοδημάτων που σημειώθηκαν, με αποτέλεσμα πολλά νοικοκυριά να έχουν καταγράψει επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσής τους παρά την οικονομική ανάπτυξη που έχει μεσολαβήσει.

Αντίστοιχα, στα προάστια του Πειραιά (π.χ. Κερατσίνι, Δραπετσώνα κ.τ.λ.), που κατά κανόνα συγκεντρώνουν τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και τις πιο προσιτές τιμές ενοικίασης, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης έχει πλέον φθάσει στα 8,65 ευρώ/τ.μ., 52,5% υψηλότερα σε σχέση με το 2019. Αύξηση κατά 41% καταγράφουν και τα βόρεια προάστια, καθώς η μέση ζητούμενη τιμή ξεπερνάει τα 11,4 ευρώ/τ.μ., χωρίς να αποκλείονται και νέες αυξήσεις, με δεδομένο ότι η προσφορά κατοικιών είναι εξαιρετικά χαμηλή.

Αν δεν αυξηθούν οι μισθοί, θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται τα «φέσια» στην αγορά, λένε παράγοντες του κλάδου.

Αντιθέτως, ηπιότερη είναι η αύξηση στο κέντρο της Αθήνας και στα νότια προάστια κατά την περίοδο 2019-2025. Ειδικότερα, στο κέντρο οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 19% σε 11,3 ευρώ/τ.μ. και στα νότια κατά 24% σε 13 ευρώ/τ.μ., που είναι και η υψηλότερη τιμή στην Αττική.

Ο λόγος βέβαια δεν είναι η έλλειψη ζήτησης ή η υψηλή προσφορά, αλλά το γεγονός ότι σε αμφότερες αυτές τις περιοχές τα ενοίκια αυξήθηκαν νωρίτερα, ήδη από τις αρχές του 2017, έχοντας ολοκληρώσει έναν πρώτο κύκλο ανόδου μέχρι το 2019.

Με δεδομένο ότι μεσολάβησε και το διάστημα 2020-2021, όταν οι τιμές των ενοικίων διόρθωσαν λόγω της πανδημίας, είναι πιθανό να σημειωθούν κι άλλες αυξήσεις τους επόμενους μήνες, παρότι ήδη το κόστος ενοικίασης είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Spitogatos.gr, κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12μήνου οι μεγαλύτερες αυξήσεις των ζητούμενων τιμών ενοικίασης έχουν σημειωθεί στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη (28,6%), στην Πετρούπολη (19,6%), στην περιοχή Γκάζι – Μεταξουργείο – Βοτανικός (19,3%) και στην Αγία Βαρβάρα (16,8%).

Η κρίση οδήγησε σε μείωση της ιδιοκατοίκησης

Το πρόβλημα των υψηλών ενοικίων δεν θα ήταν το ίδιο έντονο αν δεν είχε σημειωθεί δομική μεταβολή στην αγορά κατοικίας. Σήμερα η πλειονότητα των νέων νοικοκυριών, ιδίως αν μένουν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, δεν έχει την οικονομική άνεση να αποκτήσει ιδιόκτητο ακίνητο. Η οικονομική αντοχή του οικογενειακού περιβάλλοντος έχει εξαντληθεί μετά την οικονομική κρίση, αδυνατώντας να προσφέρει οικονομική στήριξη για αγορά ακινήτου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις πουλήθηκαν ακίνητα για την κάλυψη χρεών.

Ετσι έχει μειωθεί το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης και αυξάνεται σταθερά ο αριθμός των ανθρώπων που στρέφονται εξ ανάγκης στην ενοικίαση κατοικίας έναντι της αγοράς, όπως ίσχυε για πολλούς τη δεκαετία πριν από την οικονομική κρίση. Ετσι, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το πλήθος των ενοικιαστών ως ποσοστό επί του συνόλου του πληθυσμού έχει αυξηθεί από το 25% που ήταν το 2015 σε 30,3% στο τέλος του 2024. Αυτές οι πέντε ποσοστιαίες μονάδες μεταφράζονται σε περίπου 500.000 περισσότερους ενοικιαστές, σε μια περίοδο που η προσφορά κατοικιών βαίνει συνεχώς μειούμενη, εντείνοντας έτσι τη στεγαστική κρίση και εκτοξεύοντας τις τιμές των ενοικίων.

Οι αντοχές της οικογένειας εξαντλήθηκαν και αδυνατεί να στηρίξει την αγορά ακινήτου για τα παιδιά της.

Παράλληλα, ακόμη και όσοι νοικιάζουν καλούνται να αντεπεξέλθουν σε συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που αποτελεί ακόμη μία ένδειξη επιδείνωσης της στεγαστικής κρίσης. Αυτό προκύπτει εξετάζοντας τον δείκτη συνωστισμού (overcrowding rate) μεταξύ όσων νοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο μένουν. Με βάση την ορολογία της Eurostat, σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται όσοι άνθρωποι μένουν σε σπίτι όπου αντιστοιχεί λιγότερο από ένα δωμάτιο για κάθε ενήλικο ή ζευγάρι κι ένα δωμάτιο για κάθε ζευγάρι παιδιών ηλικίας έως 12 ετών. Ουσιαστικά δηλαδή, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ενοικίων, όλο και περισσότεροι ενοικιαστές καλούνται να συμβιβαστούν με ακίνητα μικρότερης επιφάνειας.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σήμερα σε 33%, δηλαδή ένας στους τρεις ενοικιαστές υποχρεούται να μένει σε σπίτι που θεωρείται μικρότερο από τις πραγματικές ανάγκες του. Το σχετικό μέγεθος είναι πρακτικά αμετάβλητο από το 2014, κάτι όμως που δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη, με δεδομένη την οικονομική ανάπτυξη που έχει μεσολαβήσει και την έξοδο της οικονομίας από τη βαθιά κρίση.

Εν τω μεταξύ, παρά τη θέσπιση μιας σειράς μέτρων για την άμβλυνση των συνεπειών της στεγαστικής κρίσης, όπως προκύπτει από την πορεία των τιμών, αυτά δεν έχουν κατορθώσει να αποφέρουν καρπούς ενισχύοντας με άμεσο τρόπο την προσφορά ώστε να πιεστούν προς τα κάτω οι τιμές. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα του κέντρου της Αθήνας, όπου οι τιμές έχουν συνεχίσει να αυξάνονται παρά την «εκδίωξη» των επενδυτών μέσω του προγράμματος «χρυσή βίζα» ήδη από το 2023, αλλά και πιο πρόσφατα με την απαγόρευση της λειτουργίας νέων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στα τρία πρώτα διαμερίσματα του Δήμου Αθηναίων. Αντίστοιχα, ελάχιστοι ιδιοκτήτες έχουν κάνει χρήση της τριετούς φοροαπαλλαγής που δίνεται στην περίπτωση κατά την οποία ενοικιαστεί κάποιο σπίτι που ήταν κλειστό τα προηγούμενα τρία χρόνια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT