Το «μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες» έγινε «μέσα σε δύο ημέρες», καθώς οι ΗΠΑ χτύπησαν πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν το Σαββατοκύριακο. Η αρχική αντίδραση στις αγορές ήταν αρκετά συγκρατημένη και το πώς θα κινηθούν στη συνέχεια εξαρτάται από το εάν το ιρανικό καθεστώς μετατρέψει το πετρέλαιο σε όπλο και, ειδικότερα, αν επιδιώξει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, όπου διακινείται καθημερινά πάνω από το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου και περίπου το 20% του παγκόσμιου εμπορίου LNG, αν και το Ιράν δεν έχει ποτέ στο παρελθόν τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο. Οι αναλυτές επισημαίνουν πως σίγουρα αυξάνονται οι βραχυπρόθεσμοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μιας ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και οι τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να παραμείνουν υψηλές, ωστόσο εκτιμούν ότι μια παρατεταμένη διαταραχή των ενεργειακών ροών φαίνεται απίθανη. Ολα συνεπώς εξαρτώνται από το εάν κλείσουν τα Στενά και το πόσο θα διαρκέσει αυτό το κλείσιμο. Στο ακραίο σενάριο ενός παρατεταμένου κλεισίματος, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το πετρέλαιο θα εκτοξευθεί βραχυπρόθεσμα πάνω από τα 100 ή και στα 150 δολάρια το βαρέλι, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα ξεπεράσουν τα 100 ευρώ.
Το αν η εμπλοκή των ΗΠΑ αποτελεί την κορύφωση της κρίσης Ισραήλ – Ιράν ή την αρχή μιας ευρύτερης σύγκρουσης είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Η Τεχεράνη μπορεί να επιλέξει είτε να αποκλιμακώσει τις εντάσεις, πιθανώς με στοχευμένα, συμβολικά και προαναγγελθέντα πλήγματα εναντίον αμερικανικών στρατιωτικών στόχων στην περιοχή, είτε να εξαπολύσει ολοκληρωτικό πόλεμο, πιθανώς και αποσταθεροποιώντας τις ναυτιλιακές οδούς στα Στενά του Ορμούζ.
Δεδομένης αυτής της αβεβαιότητας, οι τιμές του Brent εκτινάχθηκαν τη Δευτέρα αρχικά γύρω στα 80/βαρέλι πριν υποχωρήσουν κάτω από τα 72 δολ., ενώ από την έναρξη των συγκρούσεων στις 13 Ιουνίου έχουν σκαρφαλώσει κατά 10% περίπου.
Κρίσιμο ενεργειακό πέρασμα
Τα Στενά του Ορμούζ είναι ανάμεσα στον Περσικό Κόλπο και τον Κόλπο του Ομάν, έχουν μήκος περίπου 150 χιλιόμετρα και το πλάτος τους κυμαίνεται από 96 χιλιόμετρα έως 39 χιλιόμετρα. Αυτό το μικρό πέρασμα είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, επειδή παρέχει τη μόνη θαλάσσια διαδρομή για τα πλοία που διέρχονται από τον Περσικό Κόλπο προς τον ανοιχτό ωκεανό. Περίπου το 20% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, 21 εκατ. βαρέλια την ημέρα και το ένα πέμπτο της παγκόσμιας προσφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) διέρχονται από αυτό. Η Σαουδική Αραβία είναι η πιο εκτεθειμένη στο κλείσιμο, καθώς μεταφέρει περισσότερα από 7 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα μέσω αυτού, ακολουθούμενη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία εξάγουν περίπου 4 εκατ. βαρέλια την ημέρα μέσω αυτής της θαλάσσιας οδού. Περίπου 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα προμήθειας πετρελαίου από το Ιράν διακινούνται μέσω αυτής της οδού.
Δεδομένου του πόσο πιεσμένη είναι η οικονομία του Ιράν μετά δεκαετίες δυτικών κυρώσεων, το κόστος της απώλειας εσόδων από αυτές τις εξαγωγές λόγω της αποσταθεροποίησης της περιοχής θα ήταν αρκετά υψηλό για το ιρανικό καθεστώς, εκτιμούν οι αναλυτές. Οπως σημειώνει η Berenberg, «έπειτα από δεκαετίες διακυβέρνησης μουλάδων με έναν ολοένα και αυξανόμενο ρόλο για τους κλεπτοκρατικούς Φρουρούς της Επανάστασης, το Ιράν έχει γίνει ένα σχεδόν αμελητέο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Το μερίδιό του στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει καταρρεύσει από έναν μέσο όρο 1,6% στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε μόλις 0,4% το 2024». Κατά τον οίκο, το Ιράν θα μπορούσε να επιχειρήσει να προκαλέσει σημαντική ζημιά στην παγκόσμια οικονομία κλείνοντας τα Στενά του Ορμούζ, θα ήταν όμως μια στρατηγική υψηλού κινδύνου για την Τεχεράνη. Πιθανότατα θα αναστάτωνε την Κίνα και πολλές άλλες χώρες που συνήθως δεν τάσσονται με τις ΗΠΑ. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν από κοινού να καταστείλουν μια τέτοια προσπάθεια με τη βία. Με την αποδυναμωμένη άμυνά του, το Ιράν μπορεί να μην είναι σε θέση να αντέξει μια τέτοια πίεση για πολύ.
Η διέλευση μέσω των Στενών του Ορμούζ δεν έχει κλείσει ποτέ μέχρι στιγμής – ακόμη και αν στρατιωτικές αψιμαχίες μεταξύ του Ιράν και περιφερειακών παραγόντων (καθώς και τις ΗΠΑ) έχουν συμβεί συχνά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Τάνκερ τη δεκαετία του ’80 ή σε απάντηση στις δυτικές κυρώσεις το 2012 και το 2018, η Τεχεράνη απείλησε να κλείσει την πλωτή οδό, αλλά πάντα απέφευγε να το πράξει.
Οπως αναφέρει η UniCredit, προς το παρόν, δεν υπάρχουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις για τη μεταφορά πετρελαίου. Τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και τα Ην. Αραβικά Εμιράτα διαθέτουν αγωγούς πετρελαίου (τον αγωγό αργού πετρελαίου Ανατολής – Δύσης και τον αγωγό πετρελαίου Χαμπσάν – Φουτζάιρα, αντίστοιχα) που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παράκαμψη των Στενών. Η συνδυασμένη χωρητικότητά τους, ωστόσο, είναι περίπου 6,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σημαντικά χαμηλότερη από τα σχεδόν 11 εκατ. βαρέλια την ημέρα συνδυασμένης προσφοράς που εξάγουν σήμερα αυτές οι δύο χώρες μέσω θαλάσσης. Επίσης, το Ιράν διαθέτει αγωγό που εκτείνεται στον Κόλπο του Ομάν με χωρητικότητα περίπου 300.000 βαρέλια την ημέρα – η οποία είναι και πάλι πολύ χαμηλότερη από τα 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα που εξάγει η Τεχεράνη μέσω των Στενών. Οι άλλες χώρες δεν έχουν εναλλακτικούς τρόπους εξαγωγής των βαρελιών πετρελαίου τους.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι σίγουρα αυξάνονται οι βραχυπρόθεσμοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, ωστόσο εκτιμούν πως μια παρατεταμένη διαταραχή των ενεργειακών ροών φαίνεται απίθανη.
Πού θα πάνε οι τιμές
Η επίθεση των ΗΠΑ ενδέχεται να επιδεινώσει τους βραχυπρόθεσμους γεωπολιτικούς κινδύνους μιας ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, εκτιμά η Berenberg.
Οι τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να παραμείνουν υψηλές εν μέσω αβεβαιότητας σχετικά με το πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση και κατά πόσον οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από την περιοχή του Κόλπου θα μπορούσαν να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό. Μια παρατεταμένη διαταραχή, ωστόσο, τέτοιων ενεργειακών ροών φαίνεται απίθανη και εκτιμά ότι οι τιμές της ενέργειας θα υποχωρήσουν κοντά στα προ της σύγκρουσης επίπεδα μέχρι το φθινόπωρο, και ενδεχομένως και πριν από αυτό.
Κατά την ING, πάντως, σε ένα επιτυχημένο κλείσιμο των Στενών, το Brent θα εκτιναχθεί βραχυπρόθεσμα στα 120 δολάρια το βαρέλι, ενώ εάν το κλείσιμο συνεχιστεί έως το τέλος του 2025, οι τιμές μπορεί να ξεπεράσουν και τα 150 δολάρια, φτάνοντας σε νέο ρεκόρ.
Η Deutsche Bank προβλέπει πως το κλείσιμο των Στενών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε περίπου 120 δολάρια/βαρέλι, τη στιγμή που οι αγορές τοποθετούσαν χθες την πιθανότητα κλεισίματος πριν από τον Ιούλιο στο 32%, από περίπου 10% την Παρασκευή, αλλά πολύ κάτω από το 52% το απόγευμα της Κυριακής.
Ενώ η Goldman Sachs εξακολουθεί να εκτιμά ότι δεν θα υπάρξουν σοβαρές διαταραχές στην προσφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί. Εξετάζει δύο τύπους σεναρίων: 1) Μειώσεις μόνο στην προσφορά του Ιράν και 2) ευρύτερη διαταραχή της περιφερειακής παραγωγής ή μεταφοράς πετρελαίου.
Εάν η προσφορά μειωνόταν μόνο από το Ιράν κατά 1,75 εκατ. βαρέλια την ημέρα, εκτιμά ότι το Brent θα έφτανε έως τα 90 δολάρια, ωστόσο στη συνέχεια θα υποχωρούσε στα 60 δολ. το 2026 καθώς η προσφορά του Ιράν ανακάμπτει.
Εάν η ροή πετρελαίου μέσω των Στενών του Ορμούζ μειωνόταν κατά 50% για ένα μήνα και στη συνέχεια παρέμενε μειωμένη κατά 10% για άλλους 11 μήνες, το Brent θα εκτοξευόταν προσωρινά στα 110 δολάρια, πριν υποχωρήσει στα 95 δολ. στο δ΄ τρίμηνο του 2025.
Η Goldman αναμένει ότι οι ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου (TTF) και LNG θα τιμολογήσουν επίσης μια υψηλότερη πιθανότητα μεγάλης διαταραχής της προσφοράς, με το TTF να αυξάνεται πλησιάζοντας τα 74 ευρώ/MWh, ένα επίπεδο που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στη ζήτηση φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης του 2022. Μια υποθετική, διαρκής και πολύ μεγάλη διαταραχή της διαμετακόμισης του ενεργειακού εφοδιασμού μέσω των Στενών του Ορμούζ θα ωθούσε τις τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου πάνω από τα 100 ευρώ/MWh. Η Goldman, πάντως, πιστεύει ότι τα οικονομικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων αυτών των ΗΠΑ και της Κίνας, για να αποτραπεί μια διαρκής και πολύ μεγάλη διαταραχή των Στενών του Ορμούζ, θα ήταν ισχυρά.
Σε εύθραυστη στιγμή για τη διεθνή οικονομία το χτύπημα των ΗΠΑ στο Ιράν
Τα αμερικανικά χτυπήματα στις τρεις κύριες πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν έρχονται σε μια εύθραυστη στιγμή για την παγκόσμια οικονομία και οι προοπτικές εξαρτώνται πλέον από το πόσο δυναμικά θα αντιδράσει η Ισλαμική Δημοκρατία.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν υποβαθμίσει τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη τους τελευταίους μήνες. Οποιαδήποτε σημαντική αύξηση στις τιμές του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου ή κάποια διαταραχή στο εμπόριο λόγω μιας περαιτέρω κλιμάκωσης της σύγκρουσης, θα λειτουργούσε σαν ένα ακόμα βαρίδι για την παγκόσμια οικονομία.
«Θα δούμε πώς θα αντιδράσει η Τεχεράνη, αλλά η επίθεση πιθανότατα θέτει τη σύγκρουση σε μια κλιμακούμενη πορεία», έγραψαν σε έκθεση οι αναλυτές του Bloomberg Economics. «Για την παγκόσμια οικονομία, μια διευρυνόμενη σύγκρουση ενισχύει τον κίνδυνο υψηλότερων τιμών πετρελαίου και μιας ώθησης στον πληθωρισμό».

Ο αυξημένος γεωπολιτικός κίνδυνος έρχεται την ώρα που τις επόμενες εβδομάδες αναμένεται και μια πιθανή κλιμάκωση των δασμών, καθώς λήγει η περίοδος χάριτος που έδωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για τους λεγόμενους «αμοιβαίους» δασμούς του.
Σύμφωνα με το Bloomberg, ο μεγαλύτερος οικονομικός αντίκτυπος από μια παρατεταμένη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή πιθανότατα θα γίνει αισθητός μέσω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις. Το Bloomberg Economics βλέπει τρεις επιλογές για την απάντηση του Ιράν:
Μια διευρυνόμενη σύγκρουση ενισχύει τον κίνδυνο υψηλότερων τιμών ενέργειας και κάποιας ώθησης στον πληθωρισμό.
– Επιθέσεις σε προσωπικό και περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ στην περιοχή.
– Στόχευση περιφερειακών ενεργειακών υποδομών.
– Κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ με υποβρύχιες νάρκες ή παρενόχληση των πλοίων που διέρχονται από εκεί.
Στο ακραίο σενάριο του αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ, το πετρέλαιο θα μπορούσε να εκτοξευθεί πάνω από τα 130 δολάρια ανά βαρέλι, σύμφωνα με το Bloomberg Economics. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό των ΗΠΑ κοντά στο 4% το καλοκαίρι, ωθώντας τη Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες να αναβάλουν τις μειώσεις των επιτοκίων.
Οι ΗΠΑ είναι καθαρός εξαγωγέας πετρελαίου, αλλά εάν οι τιμές της ενέργειας εκτοξευτούν, οι προκλήσεις που ήδη αντιμετωπίζει η αμερικανική οικονομία θα ενταθούν. Η Fed υποβάθμισε πρόσφατα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη των ΗΠΑ φέτος στο 1,4% από 1,7%, λόγω των επιπτώσεων που έχουν στις τιμές και την ανάπτυξη οι δασμοί του Τραμπ.
Ως μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού πετρελαίου, η Κίνα θα αντιμετωπίσει τις πιο προφανείς συνέπειες από οποιαδήποτε διαταραχή στη ροή πετρελαίου, αν και τα τρέχοντα αποθέματά της μπορεί να προσφέρουν κάποια ανάπαυλα. Οποιαδήποτε διαταραχή στη ναυτιλία μέσω των Στενών του Ορμούζ θα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το Κατάρ, το οποίο ευθύνεται για το 20% του παγκόσμιου εμπορίου LNG, χρησιμοποιεί αυτή την οδό για εξαγωγές και δεν έχει εναλλακτική διέλευση. Αυτό θα άφηνε την παγκόσμια αγορά LNG εξαιρετικά σφιχτή, ωθώντας τις τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου σημαντικά υψηλότερα, σημειώνει το Bloomberg Economics.
«Οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή αποτελούν ένα ακόμη δυσμενές σοκ για μια ήδη αδύναμη παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο Ben May της Oxford Economics, σε έκθεση πριν από την τελευταία κλιμάκωση. «Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και η σχετική αύξηση του πληθωρισμού θα προκαλούσαν στις κεντρικές τράπεζες έναν μεγάλο πονοκέφαλο».

