Τα μνημόνια μπορεί να αποτελούν παρελθόν εδώ και επτά χρόνια, όμως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας παραμένει μεγάλο. Το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα, ως προς αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, από άλλες χώρες και μάλιστα της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Μεσογείου βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας 2025 (με έτος αναφοράς το 2024) που καταρτίζει το IMD (International Institute for Management Development) η Ελλάδα υποχώρησε στη σχετική κατάταξη κατά τρεις θέσεις και βρέθηκε στην 50ή θέση, μεταξύ 69 οικονομιών, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της τελευταίας πενταετίας.
Το χειρότερο ίσως δεν είναι η ακόμη χαμηλότερη θέση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά οι επισημάνσεις που κάνει το IMD σχετικά με τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία. Ποιες είναι αυτές; Επενδύσεις σε τομείς που δημιουργούν πολλές, νέες και σταθερές θέσεις εργασίας, όπως είναι ο μεταποιητικός τομέας, προκειμένου η οικονομία να είναι πιο ανθεκτική, ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης προκειμένου να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα εργατικού δυναμικού σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, μείωση των διοικητικών εμποδίων για τις επιχειρήσεις, εισαγωγή πολιτικών που διευκολύνουν την ψηφιακή και την «πράσινη» μετάβαση των επιχειρήσεων.
Πρόκειται, όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος, όχι για τωρινές προκλήσεις, αλλά για πάγιες, η μη αντιμετώπιση των οποίων καταλήγει να είναι δομική αδυναμία. Δείχνει δε ότι, παρά την οικονομική κρίση που προηγήθηκε και τα σκληρά μέτρα δημοσιονομικής εφαρμογής που αυτή προκάλεσε, ούτε το πολιτικό σύστημα, αλλά ούτε και το οικονομικό πήραν το μάθημά τους.
Ετσι, μπορεί η Ελλάδα να σημειώνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη –κάτι αναμενόμενο βεβαίως μετά την επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή– αλλά εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα, το οποίο έως ένα βαθμό αποτυπώνεται και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και στον χαμηλό βαθμό παραγωγικών επενδύσεων και στην ύπαρξη ακόμη μεγάλου βαθμού ευκαιριακής επιχειρηματικότητας και βεβαίως στη μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό.
Η υποχώρηση της Ελλάδας κατά τρεις θέσεις στην κατάταξη του IMD προέκυψε από τις αρνητικές επιδόσεις στις τρεις από τις τέσσερις επιμέρους κατηγορίες δεικτών που μετράει ο οργανισμός. Ετσι, η Ελλάδα υποχώρησε κατά 9 θέσεις ως προς την «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα» και βρέθηκε στην 53η θέση από την 44η θέση πέρυσι, κατά μία θέση ως προς την «Οικονομική Αποδοτικότητα» και ως προς την «Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα», ενώ παρέμεινε στην ίδια θέση με πέρυσι ως προς τις «Υποδομές».
Τα πλέον αδύνατα σημεία της ελληνικής οικονομίας, όπως προέκυψε από την ανάλυση του IMD, είναι το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, το κόστος κεφαλαίου, η μη επαρκής στήριξη των επιχειρήσεων από τις τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, αλλά και το συνεχιζόμενο «brain drain».
Η Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα (η Πορτογαλία είναι στην 37η θέση, η Ισπανία στην 39η, η Ιταλία στην 43η θέση και η Κύπρος στην 44η θέση), ενώ υπολείπεται σε ανταγωνιστικότητα και βαλκανικών χωρών και χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, η Τσεχία κατατάσσονται σε υψηλότερες θέσεις από την Ελλάδα, με κάποιες μάλιστα από αυτές τις χώρες να κάνουν άλματα μέσα σε μία χρονιά, όπως η Ουγγαρία που ανέβηκε 6 θέσεις και η Τσεχία 4 θέσεις.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της φετινής επετηρίδας του IMD, η κ. Λουκία Σαράντη, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), που είναι ο εθνικός εκπρόσωπος του IMD στην Ελλάδα, τόνισε μεταξύ άλλων: «Για τον ΣΒΕ, απαραίτητη προϋπόθεση για την επαύξηση της ανταγωνιστικότητας –που είναι συνώνυμη με τη βιωσιμότητα της παραγωγικής δυναμικής της Ελλάδας– είναι η εντατικοποίηση του μεταρρυθμιστικού έργου, με στόχο τη δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και τη στρατηγική μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο η βιομηχανία θα κατέχει εξέχοντα ρόλο».

