Εως και 67% αυξήθηκαν οι αποζημιώσεις που κατέβαλαν το 2024 οι ασφαλιστικές εταιρείες για τα παλιά ισόβια νοσοκομειακά προγράμματα, ενώ συνολικά οι αποζημιώσεις για το σύνολο των προγραμμάτων –ισόβια και ετησίως ανανεούμενα– αυξήθηκαν κατά 23,8% και ανήλθαν στα 612,7 εκατ. ευρώ. Η άνοδος του κόστους των αποζημιώσεων ερμηνεύει και τις σημαντικές αυξήσεις που επιχείρησαν να κάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στις αρχές του χρόνου που έφτασαν το 14%, τις οποίες υποχρεώθηκαν τελικά να ανακαλέσουν μετά τις αντιδράσεις και τις καταγγελίες που υπήρξαν από ασφαλισμένους.
Οι αντιδράσεις προκάλεσαν την παρέμβαση του υπουργείου Ανάπτυξης, που δεσμεύτηκε ότι θα επανεξετάσει τον δείκτη υγείας, βάσει του οποίου διαμορφώνεται το ύψος των αυξήσεων κάθε χρόνο. Ετσι μετά την παρέμβαση οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεώθηκαν σε μονοψήφιες αυξήσεις έως 7% μεσοσταθμικά, αλλά το θέμα για το ύψος των αυξήσεων κάθε χρόνο παραμένει ανοιχτό εν αναμονή της διαμόρφωσης από την ΕΛΣΤΑΤ του νέου δείκτη υγείας, που θα λαμβάνει υπόψη το σύνολο των αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες κάθε χρόνο και όχι μόνο τις αποζημιώσεις για τα ισόβια προγράμματα.
Τα στοιχεία πάντως που δημοσίευσε η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος για την πορεία του κλάδου ζωής το 2024, στον οποίο εντάσσονται και τα ισόβια συμβόλαια υγείας, δεν επιτρέπουν αισιοδοξία, καθώς επιβεβαιώνουν ότι το κόστος των αποζημιώσεων αυξήθηκε με διπλάσιο ρυθμό από τα ασφάλιστρα, ενώ ειδικά για τα ισόβια προγράμματα το κόστος εκτινάχθηκε το 2024. Συγκεκριμένα, το σύνολο των ασφαλίστρων υγείας ανήλθε το 2024 στα 856,5 εκατ. ευρώ από 761,1 εκατ. ευρώ το 2023 (αύξηση 12,5%), από τα οποία τα 321 εκατ. ευρώ είναι συνδεδεμένα με κάποιο ασφαλιστήριο ζωής (σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται κυρίως τα ισόβια), ενώ άλλα 535,5 εκατ. ευρώ είναι τα ασφάλιστρα από αυτόνομα νοσοκομειακά προγράμματα, στα οποία εντάσσονται κυρίως τα ετησίως ανανεούμενα.
Το ύψος των αποζημιώσεων ειδικά για τα νοσοκομειακά προγράμματα που συνδέονται με κάποιο ασφαλιστήριο ζωής ανήλθε το 2024 στα 353,2 εκατ. ευρώ (αύξηση 67,1%), ενώ για τα προγράμματα που πωλούνται αυτόνομα μειώθηκε στα 236,2 εκατ. ευρώ (μείωση κατά 6,3%), περιορίζοντας το ποσοστό αύξησης στο 23,8%. Σύμφωνα με τις ασφαλιστικές, η αύξηση του κόστους των αποζημιώσεων είναι αποτέλεσμα της αυξημένης νοσηρότητας που εμφανίζουν τα παλιά ισόβια προγράμματα, καθώς οι ασφαλισμένοι αυτής της κατηγορίας είναι μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και του υψηλού κόστους νοσηλείας.
Το θέμα έχει προκαλέσει και την παρέμβαση της ΤτΕ, η οποία στην πρόσφατη έκθεσή της υπογράμμισε ότι το πρόβλημα του υψηλού κόστους νοσηλείας έχει να κάνει με τον τρόπο τιμολόγησης των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας από τα νοσηλευτικά ιδρύματα προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που βασίζεται στο μοντέλο της διακριτής τιμολόγησης κάθε υπηρεσίας. Σε αυτό οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και οι γιατροί αποζημιώνονται με βάση τον αριθμό και το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν, βάσει ενός αναλυτικού καταλόγου τιμών. Αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρεώνονται για κάθε εξέταση, διαδικασία και θεραπεία που παρέχεται κάθε φορά που ένας ασθενής νοσηλεύεται. Με τον τρόπο αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο πληρωμής «ανταμείβει τους γιατρούς και τα νοσηλευτικά ιδρύματα για τον όγκο και την ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και μεγαλύτερης διάρκειας νοσηλείες.

