Στο «σκαμνί» του ΔΝΤ η Δικαιοσύνη

Υπερτριπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων – Ποιες είναι οι αιτίες

«Στο εδώλιο» βάζει έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το ελληνικό δικαστικό σύστημα, καθώς, παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν στη χώρα, άλλες αναγκαστικά ως μνημονιακές υποχρεώσεις, άλλες κατ’ επιλογήν, αυτό εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά αργό, καθόλου σύγχρονο, λειτουργώντας ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων. Ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων είναι υπερτριπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με συνέπεια ο αριθμός των υποθέσεων που τελεσιδικούν να είναι σταθερά χαμηλότερος από αυτός των υποθέσεων που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο χρόνος διεκπεραίωσης των αστικών υποθέσεων στα πρωτοδικεία στην Ελλάδα φτάνει τις 746 ημέρες, όταν ο μέσος όρος στις 46 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι 239 ημέρες. Για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση σε ένα ελληνικό διοικητικό δικαστήριο μπορεί να περάσουν 1.239 ημέρες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 234 ημέρες.

Μήπως δεν επαρκούν οι δικαστές και για αυτό αργεί η εκδίκαση των υποθέσεων στα ελληνικά δικαστήρια; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ «Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα: κατευθύνσεις και επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη», στη χώρα μας καταγράφεται μια από τις υψηλότερες αναλογίες δικαστών ανά κάτοικο, ενώ το 2022 σε σύγκριση με το 2012 ο αριθμός των δικαστών αυξήθηκε κατά 60% και πλέον, που αποτελεί μια από τις υψηλότερες αυξήσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην Ελλάδα το 2022 αναλογούσαν 37,3 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, από 23,3 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους το 2012, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 17,6 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, όσο και το 2012.

Τι φταίει τότε; Η περιορισμένη διείσδυση εξωδικαστικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, ο χαμηλός βαθμός εκσυγχρονισμού, όπως για παράδειγμα η χρήση ψηφιακών μέσων, των ελληνικών δικαστηρίων, ο μικρός αριθμός προσωπικού, πέραν των δικαστών, που απασχολούνται στα ελληνικά δικαστήρια, το σύστημα που δεν επιτρέπει την εξειδίκευση των δικαστών π.χ. στις πτωχεύσεις, αλλά και τα χαμηλά, συγκριτικά, παράβολα, που δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για τους «δικομανείς» Ελληνες. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχει βελτίωση της νομοθεσίας, όπως για παράδειγμα η βελτίωση του πτωχευτικού κώδικα, αυτός, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, παραμένει αναποτελεσματικός λόγω των ανεπαρκειών του δικαστικού συστήματος.

«Αγκάθια», η περιορισμένη διείσδυση εξωδικαστικών μεθόδων επίλυσης διαφορών και ο χαμηλός βαθμός εκσυγχρονισμού.

Καθοριστική για την επιβάρυνση των ελληνικών δικαστηρίων με μεγάλο όγκο υποθέσεων ήταν η περίοδος της οικονομικής κρίσης, καθώς τα δικαστήρια κλήθηκαν να χειριστούν πολλές υποθέσεις πτωχεύσεων επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων (νόμος Κατσέλη) αλλά και πολλές προσφυγές κατά μνημονιακών νόμων. Η αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω COVID-19 για πολλούς μήνες το 2020 και το 2021 επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση.

Οσον αφορά ειδικά την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, παρότι υπάρχει σχετική νομοθεσία στην Ελλάδα από το 2010, με τον νόμο 3898/2010 να εισάγει τον θεσμό της διαμεσολάβησης, αυτή ήταν αρκετά ελλιπής μέχρι την αναμόρφωσή της με νόμους του 2018 και του 2019. Η διαμεσολάβηση ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζεται με αρκετή δυσπιστία. Πάντως, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης για το 2023, καταγράφηκαν 5.280 αιτήματα για Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ), ενώ συνολικά πραγματοποιήθηκαν 10.165 ΥΑΣΔ. Συνολικά, το 11,1% των υποθέσεων ΥΑΣΔ συνεχίστηκε με διαμεσολάβηση και το 7,7% κατέληξε σε συμφωνία, από 6% το 2022. Στην Ελλάδα υπάρχει επίσης ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης χρεών που στην αρχική του μορφή υπήρξε αρκετά αναποτελεσματικός, όμως πλέον, έπειτα από βελτιώσεις, έχει γίνει πιο ελκυστικός.

Η εξωδικαστική επίλυση διαφορών θα μπορούσε να ελαφρύνει τον όγκο υποθέσεων στα δικαστήρια, τα οποία μάλιστα έχουν λίγο προσωπικό. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, το 2022 υπήρχαν 44,7 υπάλληλοι στα δικαστήρια ανά 100.000 κατοίκους έναντι 57,9/100.000 κατοίκους που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Μάλιστα ο αριθμός στην Ελλάδα –απόρροια των μνημονιακών νόμων σχετικά με τις προσλήψεις στο Δημόσιο– έχει μειωθεί σε σύγκριση με το 2012, όταν η αντίστοιχη αναλογία ήταν 48,2/100.000 κατοίκους (54,8/100.000 κατοίκους ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).

Μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Πορτογαλία και αφορούσαν την αλλαγή της δομής των δικαστηρίων και την παροχή περισσότερων κινήτρων για τη χρήση της διαμεσολάβησης είχαν ως συνέπεια η διεκπεραίωση των υποθέσεων στα πρωτοδικεία να μειωθεί στις 200 ημέρες το 2019, από 400 ημέρες το 2013, ενώ αντίστοιχα αποτελέσματα είχαν οι μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα της Σλοβακίας.

ΔΝΤ: Λεφτά υπάρχουν, αλλά δεν κατανέμονται σωστά

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Η λανθασμένη κατανομή πόρων έχει κοστίσει πολύ στην ελληνική οικονομία, όπως τονίζει σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάνοντας μάλιστα λόγο για σημαντικές ευκαιρίες που χάθηκαν. Οπως επισημαίνει, η βασική αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας της Ελλάδας –το μεγάλο «αγκάθι» της οικονομίας– δεν είναι η έλλειψη πόρων αλλά η κακή κατανομή τους, κάτι που έχει περιορίσει σημαντικά την ανάπτυξη.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, από την κρίση του χρέους, και εν μέσω μεγάλης απομόχλευσης και χαμηλών επενδύσεων, η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας έχει παραμείνει στάσιμη, τη στιγμή που στην Ευρωζώνη η συνολική παραγωγικότητα (TFP) αυξήθηκε κατά 9,7% το ίδιο διάστημα. Ο «κύριος ένοχος» πίσω από την υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι η κακή κατανομή των πόρων, τονίζει το Ταμείο.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έχουν εφαρμοστεί πολλές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας, ωστόσο ο πραγματικός αντίκτυπος αυτών των μεταρρυθμίσεων στην παραγωγικότητα ήταν μεικτός. Ερευνες δείχνουν ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναφέρουν το ρυθμιστικό περιβάλλον στην Ελλάδα ως σημαντικό εμπόδιο στις επενδύσεις είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., ενώ εμπειρικά στοιχεία του ΔΝΤ υποδεικνύουν ατελείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών. «Το πιο σημαντικό είναι ότι η συνολική παραγωγικότητα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι περίπου 10% χαμηλότερη από ό,τι το 2009», σημειώνει το Ταμείο.

Το ΔΝΤ εξετάζει στοιχεία των ελληνικών επιχειρήσεων και διαπιστώνει ότι η κακή κατανομή των πόρων επιδεινώθηκε από το 2009 έως το 2020, ιδίως στους τομείς των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών –δηλαδή στις κατασκευές, στις επαγγελματικές υπηρεσίες και στις υπηρεσίες εστίασης και διαμονής–, και μεταξύ των μικρότερων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ταμείου, οι πόροι δεν έχουν κατευθυνθεί προς πιο παραγωγικές επιχειρήσεις.

Παράλληλα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων έχει γίνει πιο παραγωγικός και πολλές νέες επιχειρήσεις με υψηλό δυναμικό έχουν εισέλθει στην αγορά, δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά γρήγορα ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας. Αυτό οφείλεται και στην έλλειψη τραπεζικής πίστωσης, ενώ πολλές επιχειρήσεις ενδέχεται να επιλέγουν να παραμένουν μικρές, καθώς η μεγέθυνσή τους απαιτεί περισσότερο έλεγχο από τις ρυθμιστικές αρχές.

Οπως καταλήγει το ΔΝΤ, παρά τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας, τα ρυθμιστικά βάρη εξακολουθούν να επιβαρύνουν σημαντικά τις αποφάσεις των επιχειρήσεων να επενδύσουν και η αύξηση της παραγωγικότητας έχει παραμείνει στάσιμη τα τελευταία 15 χρόνια, λειτουργώντας ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Αυτή η υπερβολική ρύθμιση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα και εμποδίζει την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, οδηγώντας σε σημαντικού μεγέθους παραοικονομία, ενώ μπορεί να προκαλέσει περιττό κόστος ή άλλες επιπτώσεις στην καινοτομία και στον ανταγωνισμό.

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού περιβάλλοντος για την ενίσχυση του ανταγωνισμού θα βοηθούσε στη βελτίωση του δυναμισμού των επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και είναι συνεπώς «κλειδί» για τη βελτίωση της κατανομής των πόρων, τονίζει το Ταμείο. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρηματοδότηση θα πρέπει να κατανέμεται με προτεραιότητα στους κλάδους με τις σημαντικότερες ρυθμιστικές στρεβλώσεις, όπως ο τομέας των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Θα πρέπει να αποφεύγονται τα φορολογικά και ρυθμιστικά κίνητρα που βασίζονται στο μέγεθος της επιχείρησης, ενώ τα φορολογικά κίνητρα θα πρέπει να στοχεύουν στις επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη για την υποστήριξη νέων, καινοτόμων επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, καθώς και οι συνεχείς προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μειώσουν το κόστος του τραπεζικού δανεισμού και θα διευκολύνουν την ανάπτυξη μικρών και νέων επιχειρήσεων. Τέλος, η ανακατανομή πόρων σε πιο παραγωγικές επιχειρήσεις μπορεί να αυξήσει τη συνολική παραγωγή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT