Αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας, αλλά και του πληθυσμού που βιώνει υλικές και κοινωνικές στερήσεις λόγω οικονομικής αδυναμίας είναι το αποτέλεσμα της πληθωριστικής κρίσης διαρκείας που έπληξε την Ελλάδα από τα μέσα του 2021 και τουλάχιστον μέχρι και πέρυσι. Αν και το μέσο ετήσιο εισόδημα αυξήθηκε και μάλιστα κατά 7,3%, απόρροια της αύξησης των μισθών και της ενίσχυσης της απασχόλησης, οι υψηλές τιμές σε τρόφιμα, καύσιμα και η ραγδαία άνοδος των ενοικίων το «ροκάνισαν».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, όπως προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών έτους 2024, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2023, ήταν το 2024 26,9% από 26,1% το 2023 και 26,3% το 2022. Μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικά και οικογενειακά επιδόματα εν προκειμένω) το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας διαμορφώθηκε σε 19,6%, σημειώνοντας επίσης αύξηση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Το γεγονός δε ότι η πληθωριστική κρίση έπληξε σημαντικά όχι μόνο τα νοικοκυριά με πολύ χαμηλό εισόδημα, αλλά και τα μεσαίου εισοδήματος νοικοκυριά, αποτυπώνεται στο γεγονός ότι το 2024, σε σύγκριση με το 2013 ενισχύθηκε το ποσοστό του πληθυσμού με υλικές και κοινωνικές στερήσεις στο 14% από 13,5% το 2023 και 13,9% το 2022 και το 2021.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, διευρύνθηκε το ποσοστό του πληθυσμού σε σύγκριση με την περυσινή έρευνα που εμφανίζει αδυναμία κάλυψης κάποιων βασικών αναγκών. Ετσι, το ποσοστό του πληθυσμού που δυσκολεύεται να πληρώσει το ενοίκιο κύριας κατοικίας ή τη δόση δανείου για κύρια κατοικία αυξήθηκε πέρυσι σε 27,2% από 26% στην έρευνα του 2023. Η ραγδαία αύξηση των ενοικίων έπληξε περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά, με το 56,1% του φτωχού πληθυσμού από 43,5% το 2023 να δηλώνει αδυναμία πληρωμής. Αντιθέτως, υποχώρησε σε 19,2% από 21,9% το αντίστοιχο ποσοστό επί του μη φτωχού πληθυσμού. Πάνω από το 50% του συνολικού πληθυσμού και συγκεκριμένα το 56,50% αντιμετωπίζει δυσκολία στο να αντικαταστήσει φθαρμένα έπιπλα, για το 46% η πληρωμή διακοπών διάρκειας μιας εβδομάδας είναι μάλλον πολυτέλεια, ενώ ένα περίπου 44% δυσκολεύεται να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους 480 ευρώ περίπου.
Το ότι συνολικά μετά την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχουν φτωχύνει όλοι περισσότερο αποτυπώνεται σε ένα ακόμη στοιχείο της ΕΛΣΤΑΤ. Το ποσοστό του πληθυσμού, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σε κίνδυνο φτώχειας για το έτος 2024 υπολογιζόμενο, όμως, με το κατώφλι φτώχειας του 2008 εκτιμάται σε 31,2% (αντί για 19,6%). Δηλαδή κάποιος που με τα δεδομένα του 2008 θα θεωρείτο φτωχός, σήμερα δεν θεωρείται. Από την άλλη γενικά είμαστε σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με το 2019, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας του έτους 2019 εκτιμάται σε 12,8%. Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον δείκτη οικονομική ανισότητας, αυτός παρέμεινε σχετικά αμετάβλητος, στο 5,27 το 2024 από 5,28 το 2023, κάτι που σημαίνει ότι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,27 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.

