Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τεχνολογία, τρόφιμα και φάρμακα είναι οι κλάδοι που αναμένεται να πρωτοστατήσουν στις εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Ελλάδα το 2025, μια χρονιά κατά την οποία εκτιμάται ότι θα καταρριφθεί το ρεκόρ που σημειώθηκε το 2024. Ηδη, με το πρώτο τρίμηνο του 2025 να έχει μόλις κλείσει, έχουν υπογραφεί ή πρόκειται να ολοκληρωθούν μες στο προσεχές διάστημα συμφωνίες συνολικού ύψους άνω των 7,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,4 δισ. ευρώ αφορά ιδιωτικοποιήσεις. Αιτίες γι’ αυτή την επενδυτική «έξαρση»; Οπως επεσήμανε χθες ο Θανάσης Πανόπουλος, επικεφαλής του τμήματος Επιχειρηματικών Συμφωνιών (Head of Deals) της PwC Ελλάδος, είναι η συνέχιση της θετικής πορείας της ελληνικής οικονομίας, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το πρόσφορο, σε ορισμένους κλάδους, έδαφος για γρήγορη ανάπτυξη και φυσικά το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχει… εξαντληθεί ακόμη το περίφημο «ελατήριο» μετά την πολυετή οικονομική κρίση. Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει, εξάλλου, το γεγονός ότι πλέον οι συναλλαγές –είτε από τη θέση του πωλητή είτε από τη θέση του αγοραστή– έχουν ενσωματωθεί στη νοοτροπία των Ελλήνων επιχειρηματιών, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.
Το 2024 τα συνολικά κεφάλαια που προσείλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις άγγιξαν, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της PwC, τα 20,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 12,5 δισ. αφορούσαν 123 εξαγορές και συγχωνεύσεις. Σε ό,τι αφορά ειδικά τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, το 2024 καταγράφηκε ιστορικό υψηλό τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό συναλλαγών. Μέχρι τώρα ο μεγαλύτερος αριθμός συναλλαγών για εξαγορές και συγχωνεύσεις είχε καταγραφεί το 2023 (116), ενώ η μεγαλύτερη αξία συναλλαγών το 2022 (10,4 δισ. ευρώ). Πέρα από το παραπάνω ρεκόρ, το 2024 υπάρχει ένα σημαντικό ποιοτικό στοιχείο: ένας στους δύο επενδυτές προέβη σε συναλλαγές μεσαίας και μεγάλης αξίας και το 13,9% των συναλλαγών (17 συναλλαγές) ήταν πολύ μεγάλης αξίας – άνω των 150 εκατ. ευρώ. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2023 ήταν 5,17% ή έξι μόλις συναλλαγές. Από τα 12,5 δισ. ευρώ των συναλλαγών για εξαγορές και συγχωνεύσεις, το 1,4 δισ. ευρώ ή 11% αφορούσε συναλλαγές μειοψηφικών πακέτων.
Πέραν των εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν ακόμη 1,3 δισ. ευρώ ως εταιρικά ομόλογα, 0,7 δισ. ευρώ από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενώ καταγράφηκαν έσοδα 6,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, ποσό που επίσης αποτελεί ρεκόρ και οφείλεται κυρίως στη δημόσια εγγραφή του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος», στην παραχώρηση της Αττικής Οδού στη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και στην αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική Τράπεζα. Επιπλέον, οι συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά ανήλθαν σε 5,3 δισ. ευρώ λογιστικής αξίας.
Οι ΑΠΕ –και εν γένει ο ενεργειακός κλάδος– πρωτοστάτησαν από πλευράς συναλλαγών και αξίας (17 συναλλαγές ύψους 3,6 δισ. ευρώ), κάτι που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί για τα επόμενα δύο χρόνια. Σε 15 ανέρχονται οι συναλλαγές ύψους 1,9 δισ. ευρώ στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών –ΜΜΕ– τεχνολογίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κλάδοι της εκπαίδευσης και της ναυτιλίας. Μετά την πώληση το 2024 της Σχολής Μωραΐτη, του International Scool Of Athens, των Εκπαιδευτηρίων «Ο Πλάτων», των Εκπαιδευτηρίων «Δούκα» και μόλις πριν από μια εβδομάδα της Ελληνογερμανικής Αγωγής, αναμένονται και άλλες εξελίξεις το προσεχές διάστημα. Σε ό,τι αφορά τη ναυτιλία, κλάδος που δεν είχε παράδοση στις εξαγορές και συγχωνεύσεις, η αύξηση των κανονιστικών απαιτήσεων και η ζήτηση για ομοειδείς στόλους αλλάζουν τα δεδομένα.

