Μόλις το 36% των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων διέθεσε το 2024 εμπορεύματα ελληνικής προέλευσης, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί από το 2016 οπότε εξετάζει το σχετικό στοιχείο το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ). Το εν λόγω ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο όχι μόνο από το 71,6% που είχε καταγραφεί το 2020, απόρροια της μαζικής στροφής προς Ελληνες προμηθευτές τη χρονιά εκείνη εξαιτίας της διαταραχής των εισαγωγών, η οποία προκλήθηκε από την πανδημία. Είναι σημαντικά χαμηλότερη και από τα προ πανδημίας έτη, καθώς τότε πάνω από το 60% των εμπορικών επιχειρήσεων πωλούσε προϊόντα ελληνικής προέλευσης. Το αποκαλυπτικό αυτό εύρημα περιλαμβάνεται στην «Ετήσια Εκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2024» του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ, η οποία παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση, με τον υπουργό Ανάπτυξης λίγο νωρίτερα να επαναλαμβάνει τον σχεδιασμό της κυβέρνησης περί αλλαγής παραγωγικού μοντέλου.
«Το παραπάνω στοιχείο αποτελεί καμπανάκι χαμηλής ανταγωνιστικότητας, υποκρύπτει την ισχνή παραγωγική βάση της χώρας και ενισχύει την άποψη ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι μια ωρολογιακή βόμβα», υποστήριξε από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Σταύρος Καφούνης.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των επιχειρήσεων που προμηθεύεται τα εμπορεύματα όχι μόνο από την Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες, αλλά και το ποσοστό των επιχειρήσεων που προμηθεύεται προϊόντα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ετσι, ενώ το 2016 το 62% των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων προμηθευόταν προϊόντα κυρίως από την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 36% το 2024. Οκτώ χρόνια πριν το 22% είχε ως κύριο προμηθευτή κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε., ενώ πλέον το ποσοστό αυτό φτάνει στο 34,7%. Το 2016 μόνο το 10% είχε ως κύριο προμηθευτή κάποια ασιατική χώρα, ποσοστό που σήμερα έχει υπερδιπλασιασθεί.
Αύξηση κύκλου εργασιών σημείωσαν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στις μικρές οι πωλήσεις υποχώρησαν.
Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή, πέρα από την ισχνή παραγωγική βάση της Ελλάδας, φαίνεται ότι έχει διαδραματίσει η πληθωριστική κρίση που διαδέχθηκε την πανδημική. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών που επέφερε η ακρίβεια, αλλά και η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων ώθησε τις τελευταίες στην αναζήτηση φθηνότερων προϊόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2024 καταγράφηκε και το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων, 36%, από 25% το 2023 που διέκοψαν τη συνεργασία με κάποιον προμηθευτή.
Η εξασθένηση της αγοραστικής δύναμης είχε ως αποτέλεσμα τη μικρή αύξηση του τζίρου το 2024 σε σύγκριση με το 2023, αύξηση η οποία κυμάνθηκε κάτω από τον πληθωρισμό. Στο σύνολο των εμπορικών επιχειρήσεων η αύξηση ήταν 1,9% έναντι μέσου ετήσιου πληθωρισμού 2,7% το 2024. Αύξηση κύκλου εργασιών, μάλιστα, καταγράφηκε μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις (επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία) της τάξης του 3,5%, ενώ στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις (επιχειρήσεις με απλογραφικά βιβλία) οι πωλήσεις υποχώρησαν το 2024 σε σύγκριση με το 2023 κατά 3,3%.
Το παραπάνω λειτουργεί στην πραγματικότητα ως φαύλος κύκλος, καθώς μπροστά στην ανάγκη της επιβίωσης, κινήσεις που θα μπορούσαν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως οι επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό και πράσινη μετάβαση, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Οι τρεις κυριότερες προκλήσεις για τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις είναι η διαχείριση των ανατιμήσεων, οι οικονομικές υποχρεώσεις και η εξεύρεση ρευστότητας, με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση να βρίσκονται χαμηλά στη σχετική ιεράρχηση.

