ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Για την ενδεχόμενη απόσυρση της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας, τον ακρογωνιαίο λίθο της ανάσχεσης της σοβιετικής πυραυλικής απειλής στον Ψυχρό Πόλεμο, προετοιμάζονται σύμμαχοι των ΗΠΑ από το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, αλλά και από τη Σεούλ μέχρι το Τόκιο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Financial Times.
Η στροφή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς τη Μόσχα και η αμερικανική αναξιοπιστία έπεισαν τους συμμάχους της Ουάσιγκτον ότι μόνο με την κατοχή πυρηνικών όπλων μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλειά τους. Η συμφωνία περιορισμού των πυρηνικών όπλων όριζε ότι μόνο πέντε κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία και Βρετανία) μπορούσαν να κατέχουν τέτοια όπλα. Ινδία, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα και Πακιστάν, που ανέπτυξαν πυρηνικά όπλα, δεν υπέγραψαν ποτέ τη συνθήκη ή υπαναχώρησαν από αυτή.
Ερωτήματα εγείρονται για την ικανότητα της Γαλλίας να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ σε ρόλο εγγυήτριας ασφαλείας απέναντι στη Ρωσία.
Ο εν αναμονή καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, είπε τον περασμένο μήνα ότι η χώρα του πρέπει «να εξερευνήσει εάν ο διαμοιρασμός της δύναμης πυρηνικής αποτροπής με τη Βρετανία ή τη Γαλλία μπορεί να ισχύσει και για τη Γερμανία».
Η ιστορικής σημασίας έκκληση του Μερτς προκάλεσε έντονη συζήτηση, με Γερμανούς αναλυτές να αναρωτιούνται αν η χώρα πρέπει να εγκαταλείψει την αντιπολεμική της στάση αποκτώντας δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο. Γερμανοί αξιωματούχοι επισημαίνουν, όμως, ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν εκδηλώσει πρόθεση απόσυρσης της πυρηνικής ασπίδας τους από την Ευρώπη. Ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Ουάσιγκτον, Βόλφγκανγκ Ισινγκερ, λέει ότι κάθε σοβαρή συζήτηση εξοπλισμού της χώρας του με πυρηνικά όπλα θα προκαλέσει διπλωματικές αντιδράσεις πρωτόγνωρων διαστάσεων από τη Μόσχα, το Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης της Πολωνίας και άλλους γείτονες. «Κινδυνεύουμε να χάσουμε όλη την καλή θέληση που οικοδομήσαμε τις τελευταίες πέντε δεκαετίες», υποστηρίζει ο Ισινγκερ.
Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Τόρστεν Μπένερ, επικεφαλής ινστιτούτου μελετών στο Βερολίνο, ο οποίος επισημαίνει ότι η Γερμανία θα έπρεπε να επενδύσει σε υποδομές κατασκευής πυρηνικών όπλων. Η συζήτηση πηγάζει από τις ανησυχίες για την ενίσχυση ακραίων κομμάτων στη Γαλλία και στη Βρετανία και ειδικά από την υπαρκτή προοπτική εκλογικής νίκης της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2027 στη Γαλλία. «Η άκρα Αριστερά και η άκρα Δεξιά διακατέχονται από έντονο αντιγερμανικό πνεύμα και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην τηρήσουν κανενός είδους σύμφωνο πυρηνικής άμυνας», λέει ο Μπένερ. Την ιδέα για πυρηνικό εξοπλισμό της χώρας του παρουσίασε τον περασμένο μήνα ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, επιδιώκοντας συμμαχία με τη Γαλλία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Ο πολιτικός του αντίπαλος, πρόεδρος Αντρέι Ντούντα, καταδίκασε τα σχέδια του Τουσκ, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερο οι ΗΠΑ να μεταφέρουν αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές στην Πολωνία. Ο Ντούντα υποστηρίζει ότι η χώρα του θα χρειαστεί δεκαετίες για να αναπτύξει αυτόνομο πυρηνικό πρόγραμμα, κάτι με το οποίο συμφωνούν αμυντικοί αναλυτές.
Την ίδια στιγμή, ερωτήματα εγείρονται για την ικανότητα της Γαλλίας να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ σε ρόλο εγγυήτριας της πυρηνικής ισορροπίας απέναντι στη Ρωσία. Παρά την πρόθεση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να τοποθετήσει τη χώρα του στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού, η ικανότητα του γαλλικού στρατού να αντεπεξέλθει στην πρόκληση παραμένει αμφίβολη, παρότι η Γαλλία διαθέτει τον έβδομο ισχυρότερο στρατό στον κόσμο και τον μεγαλύτερο στην Ε.Ε. Ο γερουσιαστής Σεντρίκ Περέν, επικεφαλής της επιτροπής Αμυνας της Γερουσίας, παραδέχεται ότι η χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεων δεν επαρκεί για την ανάσχεση της ρωσικής απειλής. Τα αποθέματα πυρομαχικών της Γαλλίας βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα δεκαετιών. Το 2024 η χώρα παρήγαγε 100.000 βλήματα πυροβόλων 155 χιλιοστών, το κοινότερο διαμέτρημα βαρέος πυροβολικού του ΝΑΤΟ. Ο ουκρανικός στρατός, όμως, ξοδεύει 7.000 τέτοια βλήματα την ημέρα, με τις γαλλικές βιομηχανίες να διοχετεύουν μεγάλο όγκο της παραγωγής τους στο Κίεβο. Εκθεση της γαλλικής εθνοσυνέλευσης από το 2023 έδειξε ότι η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να αντισταθεί εξαιτίας έλλειψης πυρομαχικών πέρα από μία εβδομάδα απέναντι σε επίθεση του ρωσικού στρατού με συμβατικά όπλα.

