Η συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης στο Δημόσιο θα προταθεί από τη Ν.Δ. στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Συμπλήρωσε, μάλιστα, ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αξιολογούνται και από πολίτες. Πάντως, θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση στο Δημόσιο υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά επί της ουσίας δεν εφαρμόζεται.
Ο νόμος υπάρχει, η αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται
Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση στο Δημόσιο υπάρχει, ωστόσο στην ουσία αξιολόγηση δεν γίνεται. Επίσης, ήδη προβλέπεται ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αξιολογούνται και από τους πολίτες, αλλά προς το παρόν αυτό δεν εφαρμόζεται. Χθες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε στη Βουλή ότι «η θεσμική και συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης στο Δημόσιο θα προταθεί από τη Ν.Δ. στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση». Είναι, όμως, θέμα του Συντάγματος η εφαρμογή της αξιολόγησης;
«Πρόκειται για θέμα πολιτικό και όχι νομικό. Η αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται στην ουσία, γιατί το κράτος είναι ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης. Εχουμε 550.000 δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι συμβασιούχοι. Αν θεωρήσουμε ότι ο καθένας από αυτούς ανήκει σε μια οικογένεια, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σχέση με το Δημόσιο. Είναι ο βασικός ιστός της κοινωνίας. Ποιος θα συγκρουστεί με αυτό το εκλογικό σώμα. Είναι σαν να ζητάμε από το πολιτικό σύστημα να ακρωτηριάσει τον εαυτό του», απαντάει ο κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης, εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης, σύμβουλος ΑΣΕΠ. Να σημειωθεί πάντως ότι η αξιολόγηση του Δημοσίου αφορά στην πράξη περίπου 180.000 μόνιμους υπαλλήλους, με δεδομένο ότι από τη διαδικασία εξαιρούνται οι ένστολοι, οι εκπαιδευτικοί, οι κληρικοί και τα μέλη ΔΕΠ.
Οι δύο αλλαγές
Εδώ και δύο χρόνια εφαρμόζεται για τους υπαλλήλους του Δημοσίου ο νέος νόμος για την αξιολόγηση (4940/2022), ο οποίος αντικατέστησε τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ (4369/2016). Η αξιολόγηση για πρώτη φορά έχει συνδεθεί με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων για κάθε διεύθυνση και φορέα του Δημοσίου. Μέσα στα δύο χρόνια εφαρμογής του νέου συστήματος δεν άλλαξε, προφανώς, το Δημόσιο. Ωστόσο επιτεύχθηκαν δύο μεγάλες αλλαγές. Οι διευθύνσεις του Δημοσίου αναγκάστηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα ποια είναι η δουλειά που έχω να διεκπεραιώσω και έως πότε έχω προθεσμία για να την ολοκληρώσω, όπως εξηγεί η αρμόδια υφυπουργός Βιβή Χαραλαμπογιάννη. Οι προϊστάμενοι που πραγματοποίησαν την αξιολόγηση των υπαλλήλων τους το 2023 και το 2024 έκριναν ότι περίπου 50.000 ήταν «υπάλληλοι υψηλής απόδοσης». Ομως μέσω εργαλείου της ΑΙ που εφάρμοσε το υπουργείο Εσωτερικών αποδείχθηκε ότι τα κριτήρια που είχαν τεθεί τελικά πληρούσαν μόνο 5.000 υπάλληλοι. «Για να κριθεί ένας υπάλληλος “υψηλής απόδοσης” θα πρέπει να υπάρχουν πραγματικά και τεκμηριωμένα περιστατικά τα οποία να αποδεικνύονται», τονίζει η κ. Χαραλαμπογιάννη. Την τελική… αξιολόγηση του νέου συστήματος αξιολόγησης θα κάνει η ειδική επιτροπή, στην οποία συμμετέχει εκπρόσωπος του ΑΣΕΠ, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
Το νέο σύστημα αξιολόγησης είναι μια περίπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει μεγάλο γραφειοκρατικό φόρτο. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του, ο στόχος ήταν να καθοριστούν πολλές δικλίδες ασφαλείας, ώστε να εξασφαλιστεί η πραγματική εκτίμηση της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων.
«Εφόσον δεν μπορείς να απολύσεις έναν δημόσιο υπάλληλο ακόμη κι αν είναι ανεπαρκής, το σύστημα δεν έχει πραγματικό αντίκρισμα», αναφέρει ο κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης, σύμβουλος ΑΣΕΠ.
Εκείνοι που κυρίως αξιολογούνται είναι οι προϊστάμενοι των τμημάτων, οι οποίοι με βάση τρεις παραμέτρους μπορούν να λάβουν βαθμολογία από 1 έως 5. Την πόρτα της καθαίρεσης από τη θέση τους θα δουν όσοι πάρουν κάτω από 2. Ομως, στοιχεία για το πόσοι πήραν κακό βαθμό τον πρώτο χρόνο εφαρμογής δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί.
Οσον αφορά τους υπαλλήλους, όσοι έχουν χαμηλή αξιολόγηση σε τρεις από τις εννέα δεξιότητες που έχουν τεθεί ως κριτήρια, παραπέμπονται υποχρεωτικά σε σεμινάρια ή μετεκπαιδεύσεις. Ηδη έχουν πραγματοποιηθεί 110.000 εκπαιδεύσεις, λέει η κ. Χαραλαμπογιάννη. Επιπλέον, το σύστημα του μπόνους αναμένεται να φέρει κάποια αποτελέσματα. Παράλληλα, μέσα στο 2025 θα είναι έτοιμο και το σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων από τους πολίτες.
Ο κ. Καρκατσούλης πάντως δεν είναι καθόλου αισιόδοξος ότι θα αλλάξει δραστικά η απόδοση του Δημοσίου. «Εφόσον δεν μπορείς να απολύσεις έναν δημόσιο υπάλληλο ακόμη κι αν είναι ανεπαρκής, το σύστημα αξιολόγησης δεν έχει πραγματικό αντίκρισμα», τονίζει.
Ο μαγικός τρόπος
Η αξιολόγηση στο Δημόσιο δεν είναι καθόλου καινούρια ιδέα. Εχει θεσμοθετηθεί εδώ και δεκαετίες τυπικά και για την εφαρμογή της έχουν ψηφιστεί πολλοί νόμοι. Ομως σε όλες τις αξιολογήσεις με κάποιον μαγικό τρόπο στο αναποτελεσματικό Δημόσιο, με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο πολίτης, η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων λάμβανε υψηλή βαθμολογία, ενώ μόνο λίγες δεκάδες υπαλλήλων βρίσκονταν να περνούν κάτω από τον πήχυ. Το 97% των δημοσίων υπαλλήλων βαθμολογούνταν πάνω από 85 (με κλίμακα 1-100), ενώ μόνο το 0,24%, λιγότεροι από 300 άτομα, κρινόταν ανεπαρκές. Αλλά ακόμη κι έτσι, στην πράξη δεν υπήρχε κανένα πρακτικό αντίκρισμα, εφόσον το φύλλο με τη βαθμολογία απλώς καταχωριζόταν στον φάκελο του υπαλλήλου και η εργασιακή πραγματικότητα κυλούσε όπως και πριν.
Ο κ. Καρκατσούλης επισημαίνει ότι και το νέο σύστημα δεν θα φέρει αποτελέσματα. «Αλλωστε στην κορυφή των προϊσταμένων βρίσκονται κομματικά στελέχη, οι γενικοί γραμματείς, που δεν μπαίνουν στη διαδικασία αξιολόγησης. Ο ίδιος ο υπαλληλικός κώδικας είναι ένα κείμενο που δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Λέει ότι αυτό γίνεται και αυτό δεν γίνεται, αλλά από την άλλη υπό όρους μπορεί και να γίνει. Ολα είναι μπλεγμένα και θολά. Και όλη αυτή η συζήτηση για την αξιολόγηση γίνεται στο πλαίσιο της δημιουργίας άλλοθι, σε συμβολικό επίπεδο και όχι σε πραγματικό».
Ορια στη συνταγματική κατοχύρωση
Του Σταύρου Παπαντωνίου
«H Νέα Δημοκρατία θα εισηγηθεί να κατοχυρωθεί θεσμικά και συνταγματικά η αξιολόγηση στο Δημόσιο και από τους πολίτες που θα κάνουν χρήση των υπηρεσιών και θα ήθελα να δούμε τη θέση των κομμάτων που αντιδρούν σε κάθε αλλαγή». Η φράση που ειπώθηκε χθες από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ανοίγει εύλογα μια συζήτηση, η οποία πρέπει το επόμενο διάστημα να φωτιστεί, ώστε να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς θέλει να κάνει η κυβέρνηση.
Οσοι ασκούν κριτική στη χθεσινή εξαγγελία του κ. Μητσοτάκη θυμίζουν πως νόμος για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων υπάρχει, αλλά τις περισσότερες φορές δεν εφαρμόζεται. Η κυβέρνηση, προωθώντας τη συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης, θέλει προφανώς να ενισχύσει τον θεσμό και να στείλει μήνυμα πως η επωδός ότι «οι πάντες αξιολογούνται» δεν είναι τυπική, αλλά ουσιαστική.
Υπό συζήτηση
Την ίδια ώρα, πάντως, κυβερνητικές πηγές έλεγαν πως η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, που θα ξεκινήσει στα τέλη του χρόνου, μπορεί να περιλαμβάνει και άλλες εκπλήξεις. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είπε χθες στην ομιλία του πως ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης το κόμμα του θα προτείνει τόσο την αλλαγή του τρόπου επιλογής της Δικαιοσύνης όσο και την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Κυβερνητικές πηγές που ρωτήθηκαν από την «Κ» για αυτή την αποστροφή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ έλεγαν πως τα πάντα είναι υπό συζήτηση και δεν απορρίπτουν αλλαγές στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ευρώπη η κάθε χώρα έχει το δικό της σύστημα παραπομπής υπουργών, με συνολικά έξι χώρες να έχουν το ίδιο σύστημα με την Ελλάδα, δηλαδή η διαδικασία να γίνεται από τη Βουλή, ενώ άλλες χώρες παραπέμπουν απευθείας τους υπουργούς στον φυσικό δικαστή.
Σε κάθε περίπτωση, η νυν κυβέρνηση θα προσθέσει στη συνταγματική αναθεώρηση μία παράγραφο που θα περιγράφει την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, με την ακριβή ρύθμιση να προσδιορίζεται βεβαίως στη συνέχεια με νόμο από την εκάστοτε κυβέρνηση. Εάν λάβει 180 ψήφους, τότε χρειάζεται στην επόμενη Βουλή 151 για να οριστικοποιηθεί. Βασική λεπτομέρεια: η επόμενη κυβέρνηση είναι αυτή που θα ορίσει τη διατύπωση της παραγράφου ή ακόμη αν θέλει, μπορεί και να την αφαιρέσει εντελώς.
Αυτό είναι και το σημείο που ο πρωθυπουργός θα πιέσει πολιτικά την αντιπολίτευση: «Θέλετε ή δεν θέλετε την αξιολόγηση;», θα είναι η ερώτηση που θα θέτει διαρκώς, με τις πρώτες αντιδράσεις από τη χθεσινή συνεδρίαση στη Βουλή να δείχνουν πως η αντιπολίτευση δεν διάκειται θετικά, κάτι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται, εφόσον επιβεβαιωθεί, να τονίζει με κάθε ευκαιρία το επόμενο διάστημα.
Τέλος, από την κυβέρνηση επιμένουν πως τα πάντα είναι ανοιχτά και υπό συζήτηση και μέχρι να φθάσουμε στη συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να τεθούν κι άλλα θέματα στον δημόσιο διάλογο.
Οι προτάσεις και οι αντιδράσεις των εκπαιδευτικών
Του Απόστολου Λακασά
Σε δυνητική αργία ετέθη, όπως έγινε γνωστό χθες, εκπαιδευτικός με απόφαση του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη, καθώς τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορούν να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης. Τι έκανε ο εκπαιδευτικός; «Προκάλεσε αναστάτωση στους συναδέλφους του αλλά και στους μαθητές, με φωνασκίες, θόρυβο και συνθήματα, προκειμένου να παρεμποδίσει τη διαδικασία αξιολόγησης και την ομαλή λειτουργία της σχολικής μονάδας», αναφέρει η υπουργική απόφαση. Μπορεί το παραπάνω να αποτελεί ένα ακραίο περιστατικό, ωστόσο υποδηλώνει τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και των συνδικαλιστών κατά της αξιολόγησης. Παρότι σχετικοί νόμοι έχουν ψηφιστεί την τελευταία δεκαπενταετία, ή δεν έχουν εφαρμοστεί ή εφαρμόζονται μόνο για τα μάτια των… υπουργών.
Ειδικότερα, το 1982 αντικαταστάθηκε το σύστημα υπηρεσιακής εξέλιξης των εκπαιδευτικών και της επιλογής στελεχών διά της ατομικής αξιολόγησης, με την αυτόματη μισθολογική προαγωγή (αρχαιότητα) και την επιλογή τους επί θητεία σε θέσεις στελεχών από τα υπηρεσιακά συμβούλια, στα οποία οι συνδικαλιστές είχαν τον πρώτο λόγο. Για περίπου τέσσερις δεκαετίες δεν είχε γίνει καμία αποτίμηση του έργου στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το ελληνικό σχολείο προχωρούσε με τη δύναμη της αδράνειας.
Βέβαια, δεν έλειψαν οι απόπειρες για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, όπως συνέβη το 2011 επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου. Η έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), που παρουσίασε η «Κ» στις 3.1.2015, εξηγούσε: «Η νομοθέτηση αξιολογικών διαδικασιών –μετά την πλήρη απουσία τους για δεκαετίες– δεν προέκυπτε στη συνείδηση της εκπαιδευτικής κοινότητας ως πρωτογενής επιθυμία της πολιτικής ηγεσίας να ρυθμίσει θέματα σχετιζόμενα με τη διασφάλιση ποιότητας, αλλά ως “μνημονιακή” επιταγή σύνδεσης της αξιολόγησης του προσωπικού με ένα σύστημα προαγωγών και με στόχο τον περιορισμό των αμοιβών τους και ίσως την προώθηση διαδικασιών διαθεσιμότητας και απόλυσης». Και οι κυβερνώντες αδράνησαν. Η ΑΔΙΠΠΔΕ πρόσθετε: «Ενώ ο νόμος 4024/2011 προέβλεπε την έκδοση σχετικού Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, η έκδοση πραγματοποιήθηκε, ύστερα από συνεχείς αναβολές, τον Νοέμβριο του 2013, δηλαδή έπειτα από δύο έτη. Oλα αυτά αναδεικνύουν την αντίσταση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια αναγκαία εδώ και δεκαετίες αποτίμηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και βελτίωσή του μέσω της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και όχι μέσω τιμωρητικών μέτρων. Παράλληλα, η παντελής απουσία διαλόγου μεταξύ ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών δεν διασφάλισε τις συνθήκες για την υποστήριξη ενός συστήματος αξιολόγησης το οποίο θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα συναίνεσης, άμεσης εμπλοκής και δέσμευσης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη».
Αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2013-2014 μόνο για τους εκπαιδευτικούς των Προτύπων σχολείων, πριν καταργηθεί το σχετικό προεδρικό διάταγμα και παύσει η διαδικασία το 2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Παρότι σχετικοί νόμοι έχουν ψηφιστεί την τελευταία δεκαπενταετία, ή δεν έχουν εφαρμοστεί ή εφαρμόζονται μόνο για τα μάτια των… υπουργών.
Ο νόμος 4940
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον νόμο του 2011, το 2022 και κατά την πρώτη θητεία της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, ψηφίστηκε ο νόμος 4940 για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με πρώτη εφαρμογή στους νεοδιόριστους οι οποίοι έπρεπε να αξιολογηθούν στο τέλος της πρώτης διετίας τους στο σχολείο για να μονιμοποιηθούν. Ο ίδιος όρος υπήρχε και επί ΣΥΡΙΖΑ. Εκτοτε έχει αρχίσει μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο υπουργείο Παιδείας και στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες με διακύβευμα την αξιολόγηση. Η Διδασκαλική Ομοσπονδία, μάλιστα, είχε επιλέξει συνεχώς να προκηρύσσει απεργίες-αποχές από την αξιολόγηση και το υπουργείο προσέφευγε στη Δικαιοσύνη για να κηρυχθούν παράνομες και καταχρηστικές.
Κατά τη διαδικασία, ο σχολικός σύμβουλος – αξιολογητής επικοινωνεί με τον νεοδιόριστο εκπαιδευτικό – αξιολογούμενο και συμφωνούν την ημέρα της αξιολόγησης, καθώς και το περιεχόμενό της. Βέβαια, η διαδικασία πήγαινε με αργούς ρυθμούς εξαιτίας του φόρτου εργασίας των συμβούλων εκπαίδευσης. Τελικά, οι περισσότεροι των νεοδιόριστων (περί τους 25.000) αξιολογήθηκαν έως τώρα, διότι θέλουν να μονιμοποιηθούν και να εξασφαλίσουν το εργασιακό τους μέλλον – εκτός από περίπου 1.500 που αρνήθηκαν για πολιτικούς λόγους.
Ωστόσο, οι περίπου 140.000 μόνιμοι εκπαιδευτικοί δεν έχουν αξιολογηθεί, παρότι οι ατομικές αξιολογήσεις επρόκειτο να ξεκινήσουν τον Σεπτέμβριο του 2023.

