Οι άνθρωποι που έχουν περισσότερο και διαρκώς ανάγκη το σύστημα υγείας έχουν χαμηλή εμπιστοσύνη σε αυτό. Αυτό το έλλειμμα καταδεικνύει έρευνα, η οποία διεξήχθη στο πλαίσιο του διακρατικού προγράμματος PaRIS του ΟΟΣΑ: Μόλις το 36% των Ελλήνων με χρόνιες παθήσεις δηλώνουν ότι εμπιστεύονται το ΕΣΥ, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο μεταξύ των 19 χωρών που συμμετείχαν στη μελέτη, όπου ο μέσος όρος είναι 62%. Αιτίες; Η συνέχεια στη φροντίδα δεν διασφαλίζεται, δεν υπάρχει συντονισμός των παρεχόμενων υπηρεσιών και το σημαντικό εργαλείο του ηλεκτρονικού φακέλου υγείας δεν αξιοποιείται. Στην Ελλάδα, λιγότεροι από τους μισούς (47%) αισθάνονται ότι υπάρχει καλός συντονισμός των υπηρεσιών για τη φροντίδα τους, ενώ μόνο ένα στα τέσσερα (24%) άτομα με δύο ή και περισσότερες χρόνιες παθήσεις δηλώνει ότι έχει συστηματική και επαρκή παρακολούθηση. Και μόλις το 3% των πασχόντων παρακολουθείται από δομές που είναι σε θέση να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά ιατρικούς φακέλους, όταν το μέσο ποσοστό στις χώρες που συμμετέχουν στη μελέτη είναι 57%.
H PaRIS –το ελληνικό σκέλος της οποίας διενήργησε το Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας του ΕΚΠΑ– είναι η πρώτη διεθνής έρευνα που παρέχει εναρμονισμένους δείκτες για την καταγραφή των εμπειριών από τη φροντίδα που λαμβάνουν άτομα με χρόνιες παθήσεις. Oπως αναφέρουν οι συντάκτες της σχετικής έκθεσης, «σε όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και όχι μόνο, τα συστήματα υγείας βρίσκονται υπό έντονη πίεση να ενδυναμώσουν την ανθεκτικότητά τους ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19, αλλά και της ανάγκης να απαντήσουν σε νέες απαιτήσεις. Για να απαντήσουν σε αυτή την πίεση, χρειάζονται καλύτερες πληροφορίες και δεδομένα».
Στην έρευνα συμμετείχαν 107.000 πάσχοντες ηλικίας 45 ετών και άνω από 19 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ (Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Τσεχία, Γαλλία, Ελλάδα, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σαουδική Αραβία, Σλοβενία, Ισπανία, Ελβετία, Ουαλλία-Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ) που κάνουν χρήση υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Από την Ελλάδα συμμετείχαν 1.427 πάσχοντες που έχουν επισκεφθεί Κέντρο Υγείας ή συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ ιδιώτη γιατρό, και οι συχνότερες παθήσεις που ανέφεραν είναι υπέρταση (44% των συμμετεχόντων), αρθρίτιδα ή χρόνιο πρόβλημα με την πλάτη ή με τις αρθρώσεις (27%), σακχαρώδης διαβήτης (23%) και καρδιαγγειακές παθήσεις (22%).
Οι συμμετέχοντες από τη χώρα μας αξιολογούν θετικά την κατάσταση της υγείας τους σε σχετικά υψηλά ποσοστά. Ωστόσο, μόλις 37% των Ελλήνων πασχόντων –έναντι 59% που είναι ο μ.ό.- αισθάνονται σίγουροι να διαχειριστούν μόνοι τους την κατάσταση της υγείας τους, γεγονός που μπορεί να δείχνει έλλειμμα στις οδηγίες που λαμβάνουν. Αν και το 74% των πασχόντων στη χώρα μας αξιολογεί θετικά την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, γνωστές παθογένειες όπως μεγάλοι χρόνοι αναμονής για ένα ραντεβού, καθυστερημένη διάγνωση και αποσπασματική παροχή φροντίδας έχουν ως αποτέλεσμα μόνο το 36% να έχει εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας.
Από την επεξεργασία των απαντήσεων φάνηκε ότι οι πάσχοντες που ανέφεραν ότι ο γιατρός της ΠΦΥ ξοδεύει χρόνο μαζί τους, ήταν κατά 90% πιο πιθανό να εμπιστευθούν το σύστημα υγείας, σε σύγκριση με αυτούς που είχαν την εμπειρία μιας πολύ σύντομης επίσκεψης. Οι δε πάσχοντες που έχουν συναντήσει καταστάσεις όπως να μην μπορούν να κλείσουν ραντεβού την ώρα που θέλουν ή να έχουν λάβει μια λανθασμένη ή μια καθυστερημένη διάγνωση, ήταν κατά 1,6 φορές λιγότερο πιθανό να εμπιστευθούν το σύστημα υγείας σε σύγκριση με όσους δεν έχουν αντιμετωπίσει τέτοια θέματα.
«Η Ελλάδα είναι γεγονός ότι σε ορισμένους δείκτες είχε απόδοση κάτω από τους μέσους όρους και στα σημεία αυτά θα πρέπει να δώσουμε έμφαση προσπαθώντας να κατανοήσουμε σε βάθος τη φωνή των ασθενών», επισημαίνει στην «Κ» η Δάφνη Καϊτελίδου, καθηγήτρια διοίκησης υπηρεσιών Υγείας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του Οργανισμού για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ) και διευθύντρια του έργου PaRIS για την Ελλάδα. «Οι απαντήσεις των ασθενών, αποτυπώνουν χρόνιες παθογένειες της χώρας. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί ουσιαστικές προσπάθειες ενίσχυσης της ΠΦΥ».
«Στην Ελλάδα, το 40% των ατόμων άνω των 15 ετών και το 60% άνω των 65 ετών έχουν ένα ή περισσότερα χρόνια νοσήματα, γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά τόσο τη χρήση όσο και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας», αναφέρει στην «Κ» ο Γιάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής. Σχολιάζοντας τα ευρήματα, υπογραμμίζει ότι «τη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν το χαμηλό ποσοστό των χρόνιων ασθενών που εμπιστεύεται το σύστημα υγείας, το ακόμη πιο χαμηλό ποσοστό στο οποίο παρέχεται συστηματική και επαρκή παρακολούθηση, ενώ μόνο το 12% αναφέρει πρόσβαση σε συντονισμένες υπηρεσίες υγείας και μόλις το 3% χρήση ηλεκτρονικών αρχείων υγείας. Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν τη διαχρονική ανυπαρξία οργανωμένης ΠΦΥ στη χώρα μας».
Οι προτάσεις
Ο κ. Τούντας τονίζει την ανάγκη για νέο σύγχρονο πλαίσιο οργάνωσης και διοίκησης στην ΠΦΥ. «Οι προσπάθειες που καταβάλλει η πολιτεία για την ενίσχυση των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών του ΕΣΥ και, κυρίως, οι πιο πρόσφατες με τη θεσμοθέτηση του προσωπικού γιατρού, την αναβάθμιση των Κέντρων Υγείας, καθώς και η εξαγγελία της αρμόδιας υπουργού για τη μετατροπή των Τοπικών Μονάδων Υγείας σε κέντρα για χρόνιους ασθενείς, είναι θετικές αλλά δεν επαρκούν. Χρειάζεται άμεσα να τεθεί σε λειτουργία ο ηλεκτρονικός φάκελος υγείας, που καθυστερεί εδώ και χρόνια, και να θεσμοθετηθεί ένα σύγχρονο πλαίσιο οργάνωσης και διοίκησης της ΠΦΥ».
Ο Ελευθέριος Θηραίος, γενικός/οικογενειακός γιατρός διευθυντής ΕΣΥ, προϊστάμενος της γενικής διεύθυνσης του ΟΔΙΠΥ και πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, αναφέρει στην «Κ» πως «η διαχρονική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ΠΦΥ και της λειτουργικής διασύνδεσής της με τη δευτεροβάθμια φροντίδα και τις άλλες υπηρεσίες υγείας οδήγησε στην απουσία ολοκληρωμένης φροντίδας ανταποκρινόμενης στις ανάγκες των ασθενών. Παράλληλα, ανέδειξε το δύο χαρακτηριστικά του Ελληνα ασθενούς: Προσπαθεί χωρίς καθοδήγηση, να ζητήσει μόνος του πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και συγχρόνως είναι “ταξιδιώτης” καθώς αναζητάει τη φροντίδα στα μεγάλα αστικά και πανεπιστημιακά νοσοκομεία όπως υποδηλώνουν οι αυξημένες διαπεριφερειακές ροές. Σε ανάλογες μελέτες, οι ασθενείς απαντούν ότι θέλουν να γνωρίζουν ποιος γιατρός θα τους εξετάσει, να είναι σίγουροι ότι το ραντεβού τους θα τηρηθεί, ότι ο γιατρός έχει γνώση του φακέλου υγείας τους και τους παρέχει σαφείς οδηγίες». Ο κ. Θηραίος προσθέτει ότι «οι παρεχόμενες υπηρεσίες από το σύστημα υγείας είναι υψηλού επιπέδου, η αναγκαία ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών όμως θα πρέπει να υπηρετεί, παράλληλα με την αποτελεσματικότητα, και το κριτήριο της ισότιμης πρόσβασης».

