Μυαλά έχουμε, σχέδιο για την έρευνα δεν έχουμε – Δέκα κορυφαίοι επιστήμονες μιλούν στην «Κ»

Μυαλά έχουμε, σχέδιο για την έρευνα δεν έχουμε – Δέκα κορυφαίοι επιστήμονες μιλούν στην «Κ»

Δέκα διακεκριμένοι Ελληνες πανεπιστημιακοί εξηγούν γιατί παρά το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η Ελλάδα έχει γίνει ουραγός στη βασική έρευνα και προτείνουν θεσμικές αλλαγές, αλλά και διαφάνεια και αξιοκρατία.

1. Νικόλας Κτιστάκης. 2. Ανδρέας Μπουντουβής. 3. Πέτρος Κουμουτσάκος. 4. Χριστίνα Κουλούρη. 5. Νίκος Κυρπίδης. 6. Νεκτάριος Ταβερναράκης. 7. Ελίζα Κονοφάγου. 8. Ευθύμιος Καξίρας. 9. Γιώργος Παππάς. 10. Αργύρης Ευστρατιάδης. Στον απόηχο των ηχηρών παραιτήσεων από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει βασική έρευνα στην Ελλάδα. Κοινός παρονομαστής στις απαντήσεις των διακεκριμένων επιστημόνων είναι το διαχρονικό έλλειμμα στήριξης από την ελληνική πολιτεία.

O Πέτρος Κουμουτσάκος, πρόεδρος του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Χάρβαρντ, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ακούγεται συγκινησιακά φορτισμένος. Πριν από λίγες ώρες έστειλε στο υπουργείο Ανάπτυξης την επιστολή της παραίτησής του από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, όπως έκαναν την περασμένη Παρασκευή ο πρόεδρος του ΕΣΕΤΕΚ, καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας, και ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου Πρίνστον, καταγγέλλοντας την απουσία στρατηγικής εκ μέρους της κυβέρνησης στον τομέα της έρευνας.

To ΕΣΕΤΕΚ, το δεκαπενταμελές ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογία και την ανάπτυξη της καινοτομίας, συγκροτήθηκε το 2019 και το 2020 τη θέση του προέδρου ανέλαβε ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας. «Ο Σπύρος έφτιαξε μια εκπληκτική ομάδα. Ομως πέρα από τα δομικά προβλήματα, πέρα από τις αξιολογήσεις μας που δεν λαμβάνονταν υπόψη για τις χρηματοδοτήσεις των ερευνητικών κέντρων, καταλήξαμε να υπογράφουμε αιτήσεις και να περιμένουμε μήνες για μια υπογραφή. Η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι η έρευνα μπορεί να φέρει στη χώρα περισσότερα χρήματα από όσα ο τουρισμός και να συμβάλει στο να “φτιάξουμε” νέους ανθρώπους που θα δημιουργήσουν το αύριο του τόπου. Δυστυχώς, η βασική έρευνα στην Ελλάδα δεν αμείβεται. Οσοι ασχολούνται με αυτήν παίρνουν μισθούς πείνας. Χωρίς κίνητρα πώς να αναπτυχθεί; Επιπλέον, συνήθως δεν χαίρει εκτίμησης, συχνά μάλιστα πολεμιέται μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια. Και τα κίνητρα δεν είναι μόνο οικονομικά, είναι και ψυχολογικά», λέει στην «Κ» ο κ. Κουμουτσάκος.

Οι ηχηρές παραιτήσεις των διακεκριμένων επιστημόνων του εξωτερικού –σύμφωνα με τις πληροφορίες μας επίκεινται και άλλες– εξακολουθούν να προκαλούν αναταράξεις, εντός και εκτός Ελλάδας. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει βασική έρευνα στην Ελλάδα; «Υπάρχουν δεκάδες λόγοι που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη βασική έρευνα στη χώρα μας, από την πενιχρή χρηματοδότηση και τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία έως την έλλειψη ενός ουσιαστικού εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού. Ωστόσο, η ρίζα αυτής της αδυναμίας έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν αναγνωρίζει την αξία της. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1915, όταν ο Γεώργιος Παπανικολάου διαπίστωνε με πικρία ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν εκτιμά τους επιστήμονες αλλά αντίθετα, τους θεωρεί από άχρηστους έως και επικίνδυνους», επισημαίνει ο Νίκος Κυρπίδης, επικεφαλής του Τμήματος Επιστήμης Δεδομένων του Μικροβιώματος και διευθυντής του Προγράμματος Προκαρυωτικής Βιολογίας στο Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Berkeley των ΗΠΑ. «Ομως η βασική έρευνα δεν είναι πολυτέλεια. Χώρες που επένδυσαν σε αυτήν, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν δημιουργήσει πανίσχυρες οικονομίες βασισμένες στη γνώση. Η Ελλάδα πρέπει να δει την επιστήμη ως επένδυση για το μέλλον της, εξίσου ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της με την εθνική της άμυνα».

Μυαλά έχουμε, σχέδιο για την έρευνα δεν έχουμε – Δέκα κορυφαίοι επιστήμονες μιλούν στην «Κ»-1

Ο Ευθύμιος Καξίρας, καθηγητής Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Φυσικής και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ συμφωνεί ότι δεν έχει εμπεδωθεί στην Ελλάδα πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος της έρευνας στην ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας και, επομένως, πόσο σημαντικό είναι να οργανωθεί σωστά σε εθνικό επίπεδο και σε βάθος χρόνου. «Το τραγικό στην περίπτωσή μας είναι ότι οι δυνατότητές μας είναι μεγάλες. Μυαλά υπάρχουν! Αλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία, πρέπει να τα εισάγουν. Τι μπορεί να γίνει; Ενας φορέας –υπουργείο ή οργανισμός– που θα θέτει μακροπρόθεσμους στόχους και θα επιμελείται την επίτευξή τους, εποπτεύοντας τα ιδρύματα. Ιδανικά, η ηγεσία του πρέπει να έχει χαρακτήρα διαχρονικό, να μην επηρεάζεται από τις αλλαγές κυβερνήσεων ή υπουργών. Ονειρα θερινής νυκτός; Ισως. Αλλά αν δεν ονειρευτούμε σωστές λύσεις τώρα που η κρίση στον χώρο μας απαιτεί δραστικές αλλαγές, τότε πότε;».

«Ατμομηχανή» προόδου

Για τη Χριστίνα Κουλούρη, πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του ΕΣΕΤΕΚ, το πρόβλημα προέρχεται «από την κυρίαρχη ωφελιμιστική αντίληψη της γνώσης, που ερμηνεύει στρεβλά τη χρησιμότητα μιας έρευνας της οποίας τα αποτελέσματα δεν φαίνεται να έχουν άμεση εφαρμογή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα διεξαγωγής έρευνας σε τομείς των ανθρωπιστικών αλλά και των θετικών επιστημών (Μαθηματικά, Φυσική) που δεν έχουν πρακτική χρησιμότητα», τονίζει στην «Κ». «Το ελληνικό κράτος δεν έχει πεισθεί για τη σημασία της βασικής έρευνας, αντιλαμβανόμενο με λάθος όρους την καινοτομία, ορίζοντάς την δηλαδή με στενά οικονομικά κριτήρια αγοράς. Ωστόσο, πραγματική καινοτομία παράγεται μόνο μέσα από την πρωτότυπη επιστημονική σκέψη που είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης και της προόδου κάθε χώρας».

Για παρερμηνείες σχετικά με τον καθοριστικό ρόλο της έρευνας μιλάει ο Γιώργος Παππάς, καθηγητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Συστημάτων και αντιπρύτανης έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. «Συχνά η βασική επιστήμη θεωρείται πολυτέλεια στην Ελλάδα, αλλά οι χώρες που την υποτιμούν δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν σε τομείς υψηλής τεχνολογίας. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια εθνική στρατηγική που θα ενσωματώνει τη βασική έρευνα, την εφαρμοσμένη έρευνα και την καινοτομία ως αλληλένδετα μέρη ενός ενιαίου οράματος. Η υλοποίηση αυτού του οράματος απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια: στοχευμένες επενδύσεις, υποστηρικτικές πολιτικές και συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας, βιομηχανίας και κυβέρνησης».

Για τον Αργύρη Ευστρατιάδη, ομότιμο καθηγητή Γενετικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και συνεργαζόμενο ερευνητή του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, η έρευνα που γεννά εφαρμογές και φέρνει ανάπτυξη είναι η βασική έρευνα. «Αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση για άμεση αλλαγή νοοτροπίας και σοβαρή επένδυση, θα χάσουμε το τρένο την ώρα που η συσσώρευση γνώσης στις βασικές βιολογικές επιστήμες και οι βιοτεχνολογικές εφαρμογές της αυξάνονται ακατάπαυστα με ιλιγγιώδη ρυθμό σε παγκόσμια κλίμακα», επισημαίνει. «Υποδομές και μυαλά υπάρχουν. Εκείνο που δεν υπάρχει και απαιτείται άμεσα είναι η οργάνωση και ο στρατηγικός σχεδιασμός. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν κρίσιμες μάζες ερευνητών σε συμπληρωματικά πεδία βασικής έρευνας. Να καλλιεργηθούν γόνιμες συνεργασίες των βιοεπιστημόνων με βιοτεχνολογικές εταιρείες και με τη φαρμακοβιομηχανία. Να επιδιωχθεί με εστιασμένη προσπάθεια (και κίνητρο την κατάργηση φορολόγησης δωρεών) η εξεύρεση πόρων χρηματοδότησης από κοινωφελή ιδρύματα και από ιδιωτική πρωτοβουλία, που θα προστεθούν στους πόρους που διαθέτουν η πολιτεία και η Ευρωπαϊκή Eνωση. Να γίνονται επιχορηγήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, όχι όπως τώρα χωρίς προγραμματισμό. Να παταχθεί δραστικά η υδροκεφαλική γραφειοκρατία που αποτελεί τροχοπέδη για την έρευνα».

Κοινός παρονομαστής στις απαντήσεις των διακεκριμένων επιστημόνων με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» είναι το διαχρονικό έλλειμμα στήριξης της βασικής έρευνας από την ελληνική πολιτεία. «Δεν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια ερευνητικής πολιτικής. Ενώ δαπανώνται σημαντικά ποσά σε διάφορες ερευνητικές ή συνδεδεμένες με την έρευνα δραστηριότητες, δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός. Οι προσπάθειες συνήθως εξαντλούνται σε χρηματοδότηση φαινομενικά “χρησιμοθηρικών” ερευνητικών προγραμμάτων, χωρίς όμως, τις περισσότερες φορές, να έχει προηγηθεί αξιοκρατική αξιολόγηση και, το σημαντικότερο, αποτίμηση του αποτελέσματος αυτών των δράσεων», όπως εξηγεί ο Νεκτάριος Ταβερναράκης, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας. «Λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα είναι η πιο παγκοσμιοποιημένη ανθρώπινη δραστηριότητα, αν η χώρα μας δε μετέχει στο παγκόσμιο ερευνητικό γίγνεσθαι, είναι καταδικασμένη να παραμείνει ουραγός και να περιοριστεί σε ρόλο χρήστη τεχνολογίας που θα αναπτύσσεται αλλού…»

Ατροφική συνιστώσα

Στο ΕΣΕΤΕΚ δεσπόζει το «Κ», η Καινοτομία. Ομως, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες παραιτήσεις, δεν έχει εμπεδωθεί ότι η βασική έρευνα είναι εκείνη που κατά κύριο λόγο υπηρετεί την Καινοτομία. «Διαφορετικά, θα είχε υψηλή προτεραιότητα στη χάραξη ερευνητικής πολιτικής και δεν θα ήταν ο “φτωχός συγγενής” και η πλέον ατροφική συνιστώσα στο ελληνικό οικοσύστημα έρευνας-καινοτομίας», λέει ο Ανδρέας Μπουντουβής, καθηγητής της Σχολής Χημικών Μηχανικών και τέως πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. «Η χρηματοδότηση για την έρευνα στη χώρα μας είναι ισχνή αλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αποδοτική. Δεν είναι, όμως, κυρίως λόγω κερματισμού του ερευνητικού χώρου, ασυνέχειας, ανορθολογισμού και έλλειψης σχετικής παράδοσης. Συνακόλουθα, πλήττεται ισχυρά η βασική έρευνα γιατί αποδίδει μακροπρόθεσμα έναντι βραχυ/μεσοπρόθεσμων προτιμήσεων αλλά και γιατί χάνει από την έλλειψη βαθιάς αξιοκρατίας, ουσιαστικά ανταγωνιστικής αξιολόγησης προτάσεων καθώς και στοχευμένης υποστήριξης ομάδων αριστείας. Το ΕΣΕΤΕΚ θα μπορούσε να προτάξει την ενίσχυσή της. Αλλά διολίσθησε σε συμβούλιο-σφραγίδα λόγω εξάρτησης από την κυβερνητική γραφειοκρατία».

«Η έρευνα είναι ακριβή και χρειάζεται χρόνο για να επιτύχει, επομένως δεν προσφέρεται για πολιτική σκοπιμότητα, πόσο μάλλον σε μια χώρα που δεν την θεωρεί προτεραιότητα», θέτει μια άλλη παράμετρο ο Νικόλας Κτιστάκης, ερευνητής α΄ βαθμίδας στο Ινστιτούτο Babraham και το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. «Επίσης, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή της, αντί ενός ανεξάρτητου χρηματοδοτικού οργανισμού με καλό προϋπολογισμό και σταθερές προκηρύξεις ερευνητικών προγραμμάτων, στην Ελλάδα έχουμε παντού διάσπαρτα μικρά και μεσαία κονδύλια που συνήθως σπαταλώνται με κομματικά και άλλα κριτήρια. Τα περισσότερα υπουργεία διαχειρίζονται δικά τους κονδύλια χωρίς κεντρικό προγραμματισμό. Τελευταία ακούω ότι και οι περιφέρειες κάνουν το ίδιο με τρόπο που γεννά πολλά ερωτηματικά».

Εχέγγυο ανάπτυξης

«Tα καθοριστικά βήματα σε κάθε ερευνητική προσπάθεια είναι πρώτον μια καλή ιδέα και δεύτερον η απόδειξη ότι αυτή η ιδέα “στέκει” – κάτι που θα οδηγήσει στην υλοποίησή της. Σε ό,τι αφορά τις ιδέες, όλες οι χώρες του δυτικού κόσμου ξεκινούν από την ίδια σχεδόν αφετηρία και με τις ίδιες προϋποθέσεις, γιατί τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είναι παρόμοια. Διαφέρουν στην υλοποίηση, στο οικοσύστημα που αξιοποιεί τα επιστημονικά ταλέντα και τους προσφέρει τις υποδομές ώστε να ερευνούν και να αντεπεξέρχονται στον διεθνή ανταγωνισμό. Εκεί υστερεί η Ελλάδα», δίνει τη δική της εξήγηση η Ελίζα Κονοφάγου, καθηγήτρια Βιοϊατρικής Μηχανικής και Ραδιολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Υπερήχων και Ελαστικής Απεικόνισης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τι θα μπορούσε να γίνει προς μια θετική κατεύθυνση; «Κατ’ αρχάς η έρευνα να είναι παντελώς ανεπηρέαστη από την πολιτική και να υπάρχει ένας οργανισμός που θα δίνει χρηματοδοτήσεις με αξιοκρατικό τρόπο και με σταθερό προϋπολογισμό εκτός των υπουργείων, χωρίς οι κυβερνήσεις να μπορούν να τον αλλάζουν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εχέγγυο για την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και εφαλτήριο για ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές».

Ο κύκλος των απόψεων κλείνει όπως άρχισε: με τον άρτι παραιτηθέντα από το ΕΣΕΤΕΚ Πέτρο Κουμουτσάκο. «Δεν νιώθω θυμό, ούτε απογοήτευση. Οσο κι αν φανεί περίεργο, αισθάνομαι αισιοδοξία. Η πιο σκοτεινή ώρα είναι πριν από την ανατολή. Είναι μια ευκαιρία να σπάσει το απόστημα και να γεννηθεί κάτι καινούργιο. Πολλοί Ελληνες του εξωτερικού είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε. Φτάνει να γίνουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές και να υπάρξει πολιτική βούληση».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT