Τι κάνει ένας βίαιος άνθρωπος πριν από το τελικό ξέσπασμα; Πριν από τη σωματική βία; Εχει επιθετική συμπεριφορά. Βρίζει, απειλεί, εκφοβίζει. Η Αφροδίτη Στάθη, κοινωνική ψυχολόγος, εξειδικευμένη σε θέματα προστασίας θυμάτων βίας, με εμπειρία και από τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών στο εξωτερικό, τα γνωρίζει φυσικά πολύ καλά όλα αυτά. Ετσι, όταν μια καλή της φίλη άρχισε να φοβάται για τη σωματική της ακεραιότητα όταν είπε στον σύντροφό της να χωρίσουν, της πρότεινε να προχωρήσει σε καταγγελία στην αστυνομία. «Σήμερα υπάρχουν πια οι υπηρεσίες», της είπα, προτείνοντας να τη συνοδεύσω στο πλησιέστερο Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, στον Δήμο Καλλιθέας. «Δυστυχώς, έπειτα από όσα είδα κι έζησα εκείνη την ημέρα πιστεύω ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι μια γυναίκα να αισθάνεται προστατευμένη».
Το Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας βρισκόταν στον 1ο όροφο του Α.Τ. «Ενας κρύος χώρος, με λίγες καρέκλες, χωρίς κάποια πρόβλεψη για τις γυναίκες θύματα που φτάνουν εκεί ή κάποιο διακριτικό, με εξαίρεση ένα μπάνερ για την κακοποίηση», διηγείται στην «Κ». Οι δύο γυναίκες έφτασαν εκεί στις 2.15 το μεσημέρι, πετυχαίνοντας την αλλαγή βάρδιας. «Το πρωί το τμήμα στελεχώνεται από μια γυναίκα πολύ ευαισθητοποιημένη, αλλά δεν την πετύχαμε. Αντίθετα, βγήκε κάποια στιγμή ο αστυνομικός και στο όρθιο μας είπε “γιατί είστε εδώ, πείτε μου εν συντομία”. Νιώθαμε ότι ήμασταν ακόμη ένα βάρος. Δεν υπήρχε σεβασμός, όλος ο χειρισμός δεν είχε στο επίκεντρο τη συγκεκριμένη γυναίκα-θύμα, ενώ δεν υπήρχε και καμία ιδιωτικότητα. Σκεφτείτε πως ήταν ήδη ενήμερο ότι θα πάμε, αφού είχε ειδοποιηθεί μέσω των κοινωνικών υπηρεσιών στις οποίες είχε απευθυνθεί η φίλη μου εδώ και ένα μήνα, λαμβάνοντας καθοδήγηση αλλά και το panic button».
Η κατάθεση
Κάποια στιγμή μπαίνει η γυναίκα για κατάθεση. «Την έβαλαν σε έναν χώρο όπου κατέθετε και μια άλλη γυναίκα, ενώ όλη αυτή την ώρα μπαινόβγαιναν στον χώρο άλλοι άνθρωποι». Ακόμη και στην κατάθεση ο αστυνομικός φέρεται να μην είχε την απαιτούμενη εξειδίκευση. «Αποφάσιζε μόνος του, για παράδειγμα, ότι κάποια μηνύματα viber δεν έπρεπε να προστεθούν, λέγοντας ότι αποτελούν αντικείμενο του ηλεκτρονικού εγκλήματος, ενώ όταν είπα ότι έχω λάβει κι εγώ απειλές από τον ίδιο άνθρωπο, αρνήθηκε να δώσω συμπληρωματική κατάθεση και μου είπε να κάνω ξεχωριστή καταγγελία σε άλλο Α.Τ.».
Οι δύο γυναίκες είχαν ξεπεράσει τις δύο ώρες στο τμήμα. «Κάποια στιγμή είχε έρθει μια κοπέλα και περίμενε στο σαλονάκι», λέει η κ. Στάθη. «Είχε σημάδια στο πρόσωπο και στην κοιλιά. Ηταν μόνη της, χωρίς συνοδεία και έκλαιγε. Περίμενε εμάς να τελειώσουμε, αλλά τόση ώρα δεν βγήκε κάποιος να της πει “τελειώνουμε, μην ανησυχείς, θα είμαστε μαζί σου σε πολύ λίγο”, κάτι να νιώσει λίγη ζεστασιά. “Μήπως να φύγω;”, μου είπε κάποια στιγμή. Την απέτρεψα λέγοντας ότι είναι σημαντικό να κάνει λίγη υπομονή ακόμη. Αν δεν ήμουν εκεί, θα μπορούσε εύκολα να έχει φύγει».
«Ενιωσα ντροπή»
Οταν επιτέλους ολοκληρώθηκε η διαδικασία, έφυγαν απογοητευμένες. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν γνωρίσαμε ένα σύστημα που βάζει στο επίκεντρο τη γυναίκα. Δεν θέλουμε να είναι ευαισθητοποιημένος ο αστυνομικός, αλλά εκπαιδευμένος. Δεν πρέπει να έχει σχέση ούτε το φύλο του οργάνου ούτε και η ευαισθητοποίησή του. Η αντιμετώπιση να είναι ενιαία και επαγγελματική και να μη χρειάζεται να λέμε τι κρίμα που δεν προλάβαμε την πρωινή βάρδια. Για να σωθεί η επόμενη γυναίκα χρειάζεται να λειτουργήσουν όλοι οι κύκλοι της αλυσίδας. Ενιωσα ντροπή ως πολίτης που πρότεινα στη φίλη μου να πάμε στην αστυνομία. Για μένα ήταν απτό παράδειγμα δευτερογενούς θυματοποίησης, απόρροια της έλλειψης εκπαίδευσης, ευαισθητοποίησης και καλλιέργειας πνεύματος σεβασμού και της απουσίας φιλικών προς το θύμα διαδικασιών».

