Στο 2,4% διαμορφώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το γ΄ τρίμηνο, με οδηγό την κατανάλωση και χαμηλές επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων.
Ο ρυθμός αυτός δείχνει να εξασφαλίζει την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ανάπτυξη στο σύνολο του έτους 2,2%, ενώ η Εθνική Τράπεζα εκτιμά πως θα φτάσει στο 2,4%. Στην Ευρωζώνη, η ανάπτυξη το γ΄ τρίμηνο ήταν 0,9% και στην Ε.Ε. 1%.
Κατά μέσον όρο το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν 2,4%, έναντι 0,6% στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το γ΄ τρίμηνο, η συνολική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,3%, ενώ ειδικά αυτή των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 2,1%. Δεδομένου ότι η κατανάλωση αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ, ο ρυθμός αυτός καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του γ΄ τριμήνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικού σημειώματος της Εθνικής (επικεφαλής οικονομολόγος Νίκος Μαγγίνας) η αύξηση της κατανάλωσης τροφοδοτήθηκε από την αύξηση του εισοδήματος από την εργασία (+9,1% το γ΄ τρίμηνο ή 6,2% σε αποπληθωρισμένους όρους).
Αντιθέτως, στον τομέα των επενδύσεων, η αύξηση περιορίστηκε στο αναιμικό 0,3% (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), επιβραδυνόμενη σημαντικά από το 3,7% του β΄ τριμήνου και το 2,6% του α΄ τριμήνου. Με αυτά τα δεδομένα, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, 6,7%, που προβλέπει ο προϋπολογισμός, δείχνει να είναι μεγάλο στοίχημα, παρότι το δ΄ τρίμηνο θα επιταχυνθούν οι ρυθμοί των δημοσίων επενδύσεων.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων από την Εθνική, η επιβράδυνση αυτή είναι και αποτέλεσμα βάσης, λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω των στοιχείων του 2023. Σύμφωνα με την αναθεώρηση αυτή, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου το 2023 ήταν 7% έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 4%.
Ειδικότερα, επιβράδυνση σημείωσαν οι επενδύσεις σε μεταφορές και εξοπλισμό πληροφορικής, οι οποίες αντιστάθμισαν την αύξηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας (7,2%, ύστερα από τρία τρίμηνα πτώσης).
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 3,3%, επιταχύνοντας έναντι του προηγούμενου τριμήνου, λόγω τουρισμού, αλλά και άλλων υπηρεσιών, όπως η ναυτιλία.
Οι εισαγωγές, όμως, αν και επιβραδύνθηκαν, παρέμειναν ισχυρές, αυξήθηκαν κατά 4,2%. Ετσι, οι καθαρές εξαγωγές εξακολουθούν να έχουν αρνητικό πρόσημο, -0,7%, αν και μικρότερο από το α΄ τρίμηνο.
Οπως σημείωσε σε σχετικό σημείωμά του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank Τάσος Αναστασάτος, «η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται παρά την αδύναμη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και αυξάνονται οι πιθανότητες το νούμερο να υπερβεί το 2% για το σύνολο του έτους, αν δεν υπάρξει κάποια σημαντική αναθεώρηση στα στοιχεία. Ωστόσο, ο μετασχηματισμός του ελληνικού υποδείγματος ανάπτυξης, ώστε αυτό να αντλεί μεγαλύτερες συνεισφορές από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις, είναι ακόμα ημιτελής. Απαιτείται συνέχιση της προσπάθειας στα μέτωπα της προσέλκυσης επενδύσεων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να βελτιωθεί το προφίλ διατηρησιμότητας της ανάπτυξης στο μακροχρόνιο διάστημα».

