Ρούλα Σαλούρου
06.12.2024 • 09:04
Υπέρ της μείωσης του αφορολογήτου, από τη στιγμή που το 61% δηλώνει εισοδήματα κάτω από το όριο, τάσσεται ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έρευνά του. O οργανισμός προτείνει περιορισμό των χαμηλών συντελεστών και των εξαιρέσεων που ισχύουν σήμερα στον ΦΠΑ, αλλά και αύξηση φόρων σε προϊόντα όπως ο καπνός και την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε λιπαρά και αλάτι (fat tax).
Περιορίστε τους χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ
Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Περιορισμό των χαμηλών συντελεστών και των εξαιρέσεων που ισχύουν σήμερα στον ΦΠΑ, «μαχαίρι» στις φοροαπαλλαγές και μείωση του αφορολόγητου ορίου που εφαρμόζεται στο εισόδημα συστήνει στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα. Επίσης, προτείνει την αύξηση των φόρων σε προϊόντα, όπως στον καπνό, και την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε λιπαρά και αλάτι (fat tax). Οι συζητήσεις πάντως που έχουν ανοίξει στη χώρα μας κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, η αντιπολίτευση ζητάει τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ για να αντιμετωπισθεί η ακρίβεια, κάτι το οποίο προς το παρόν δεν γίνεται αποδεκτό από την κυβέρνηση, καθώς εκτιμά ότι δεν θα περάσουν στην αγορά.
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει ανοίξει συζητήσεις για αλλαγές στη φορολογική κλίμακα με στόχο την τόνωση της μεσαίας τάξης. Οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν πλέον καρπούς και ήδη το 2024 εισήλθαν πρόσθετα έσοδα ύψους 1,8 δισ. ευρώ από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Μάλιστα τις επόμενες μέρες αναμένεται να ανακοινωθούν από την Κομισιόν στοιχεία που θα δείχνουν ότι το «κενό» ΦΠΑ έχει περιορισθεί αισθητά.
Ο ΦΠΑ
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι ο στόχος των μειωμένων συντελεστών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα, ιδίως για τα βασικά αγαθά, είναι να καταστεί ο ΦΠΑ πιο προοδευτικός και να μειώσει την εισοδηματική ανισότητα, προσφέροντας μεγαλύτερο όφελος στις ομάδες με χαμηλό εισόδημα. Ωστόσο πολλά αγαθά και υπηρεσίες που φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή δεν φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά σε αυτόν τον στόχο, καθώς τα περισσότερα από τα διαφυγόντα έσοδα καταλήγουν στα πλουσιότερα νοικοκυριά λόγω του υψηλότερου επιπέδου κατανάλωσής τους. Για παράδειγμα, οι μειωμένοι συντελεστές στον τουρισμό και φιλοξενία έχουν αποφέρει μεγάλα οφέλη κυρίως στα πλουσιότερα νοικοκυριά και στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, σήμερα υπάρχουν 75 εκπτώσεις και απαλλαγές στον ΦΠΑ. Το όφελος για επιχειρήσεις, επαγγελματίες και καταναλωτές ανέρχεται στα 968 εκατ. ευρώ. Τις μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές έχουν οι υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαίδευσης που γλιτώνουν 479,6 εκατ. ευρώ. Βέβαια, χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ έχουν όλες οι χώρες της Ε.Ε., ενώ πολλές εφαρμόζουν και μηδενικό συντελεστή σε υπηρεσίες και προϊόντα.
Ο οργανισμός υποστηρίζει ότι «το βελτιούμενο αλλά ακόμη χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης συνεχίζει να περιορίζει τα έσοδα, παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην κατανάλωση. Το 2022 η Ελλάδα επέβαλε τον 7ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ, αλλά η συνεισφορά του ΦΠΑ στα δημόσια έσοδα ήταν στο επίπεδο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ». Περιγράφοντας το πρόβλημα, στις συστάσεις του προς την Ελλάδα ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι πολυάριθμες φορολογικές δαπάνες (δηλαδή μειώσεις ή απαλλαγές φόρου) ιδίως από την ευρεία χρήση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, μειώνουν τα δημόσια έσοδα. Η αποδοτικότητά τους είναι χαμηλή και, όπως υπογραμμίζει, «οι μειώσεις ΦΠΑ ευνοούν τα πλουσιότερα νοικοκυριά». Γι’ αυτό προτείνεται «η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών και των απαλλαγών ΦΠΑ», αλλά και η συνολική και τακτική επαναξιολόγηση του οφέλους και του κόστους όλων των υφιστάμενων φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.
Fat tax
Η έκθεση τονίζει ότι για να υπάρξουν πιο προοδευτικοί συντελεστές ΦΠΑ η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε επιβλαβή αγαθά. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στον καπνό θα μπορούσε να αυξηθεί, ενώ σημειώνει ότι –όπως πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε.– η Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσπίσει ειδικούς φόρους στα τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι. Το κόστος από το κάπνισμα και οι διατροφικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα είναι ορατοί, αφού το κάπνισμα συνέβαλε στο 22% των θανάτων το 2019, σε σύγκριση με 17% κατά μέσον όρο στην Ε.Ε. Επίσης, τονίζει ότι το ποσοστό των καπνιστών είναι υψηλό ανάμεσα στους ενηλίκους στη χώρα μας. Στην ίδια κατεύθυνση, οι διατροφικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα συμβάλλουν λιγότερο στους θανάτους από ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε., αλλά η παχυσαρκία μεταξύ των νέων έχει αυξηθεί από 22% το 2018 σε 28% το 2022, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό για την υγεία των πολιτών. Συνεπώς, η φορολόγηση του καπνού και των ανθυγιεινών τροφίμων θα οδηγούσε τους ανθρώπους σε πιο υγιεινή συμπεριφορά και αύξηση εσόδων για την αντιμετώπιση του κόστους υγείας.
Οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ σε τουρισμό και φιλοξενία έχουν αποφέρει μεγάλα οφέλη κυρίως για τα πλουσιότερα νοικοκυριά και τoυς ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά επίσης ότι η χώρα κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε φόρους «fat tax» και τονίζει ότι «η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε βλαβερά αγαθά. Οι φόροι κατανάλωσης σε καπνό θα μπορούσαν να αυξηθούν καθώς –όπως πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε.– η Ελλάδα δεν έχει ακόμη εισαγάγει ειδικούς φόρους σε τρόφιμα πλούσια σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι».
Φοροαπαλλαγές
Οι φοροαπαλλαγές βρίσκονται στο στόχαστρο του ΟΟΣΑ. Οπως σημειώνει, οι φοροαπαλλαγές είναι σχετικά υψηλές σε διεθνή σύγκριση, αντιπροσωπεύοντας το 6,6% του ΑΕΠ το 2021. Αυτές περιλαμβάνουν ιδίως τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, φορολογικές ελαφρύνσεις για συνταξιούχους, προσωπικές και οικογενειακές ελαφρύνσεις για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που καλύπτουν για παράδειγμα ιατρικές και επαγγελματικές δαπάνες, φορολογικές απαλλαγές για εισοδήματα από κεφάλαιο, όπως και ειδικές διατάξεις για τον ΦΠΑ.
Το σύνολο των φοροαπαλλαγών ανέρχεται στο εντυπωσιακό ποσό των 18,82 δισ. ευρώ, ποσό που αποτελεί το 28,2% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Οπως προκύπτει από τον τόμο των φορολογικών δαπανών που κατατέθηκε στη Βουλή και οι οποίες αφορούν το προηγούμενο έτος, αυτές ανέρχονται σε 1.106 από 1.064 το 2022 και 1.047 το 2021. Σημειώνεται ότι ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας έχει αναφέρει σχετικά ότι πρέπει να επανεξετασθούν οι φοροαπαλλαγές, επισημαίνοντας ότι «Η επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών θα πρέπει να εστιάσει στην κοινωνική τους χρησιμότητα και στην κατάλληλη στόχευση».
Αφορολόγητο
Για το αφορολόγητο συστήνει μια προοδευτικότερη φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία που θα μπορούσε να ενισχύσει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δεξιοτήτων. Μια πιθανή επιλογή μεταρρύθμισης θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μείωση του υψηλού βασικού επιδόματος (αφορολόγητο) στο ατομικό εισόδημα στους φόρους εισοδήματος.
Το αφορολόγητο των 10.000 ευρώ αντιστοιχούσε στο 61% των μέσων ετήσιων μισθολογικών αποδοχών το 2022, απαλλάσσοντας ουσιαστικά τα μισά ελληνικά νοικοκυριά από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων. Κατά τον ΟΟΣΑ, αυτή η «στενή» βάση είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα συγκεντρώνει λιγότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων σε σχέση με άλλες χώρες, παρά τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές πάνω από το αφορολόγητο.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει μέχρι το 2027 στην αλλαγή της φορολογικής κλίμακας, με στόχο την τόνωση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως να προστεθούν και άλλα φορολογικά κλιμάκια που θα περιορίσουν τις επιβαρύνσεις όσων έχουν εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο αφορολόγητο όριο, αναφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου.
Στρεβλώσεις και «τρύπες» στο δίχτυ προστασίας των ευάλωτων ομάδων
Της Ρούλας Σαλούρου
«Τρύπες» στο κοινωνικό δίχτυ προστασίας της χώρας μας διαπιστώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, εκτιμώντας ότι κεντρικές πολιτικές επιλογές, όπως τα αυξημένα επιδόματα γέννας, τα επιδοτούμενα προγράμματα πρόσληψης ανέργων αλλά και το επίδομα ανεργίας, είναι αναποτελεσματικές. Ο οργανισμός παράλληλα διαπιστώνει ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα παραμένει χαμηλό και επισημαίνει ότι το σύστημα προνοιακής πολιτικής είναι κατακερματισμένο, δεν έχει ενιαία δομή και δεν συνδυάζεται με διαρθρωτικά μέτρα πραγματικής στήριξης των δικαιούχων ώστε να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Βέβαια, τα περισσότερα από τα μέτρα που προτείνει, όπως αλλαγές στο επίδομα ανεργίας με αύξηση της διάρκειάς του και σύνδεση του ύψους του με τα έτη ασφάλισης και τις τελευταίες αποδοχές, ή η δημιουργία ενιαίων κριτηρίων σε εισόδημα, περιουσία και οικογενειακή κατάσταση για την καταβολή των προνοιακών επιδομάτων, βρίσκονται ήδη στα συρτάρια των αρμόδιων υπουργείων Εργασίας και Κοινωνικής Συνοχής και αναμένεται να θεσμοθετηθούν το επόμενο διάστημα.

Ισχυρή κριτική ασκεί, για παράδειγμα, ο οργανισμός στο επίδομα γέννας, το οποίο ανέρχεται από 2.400 έως 3.500 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, εκφράζοντας επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητά του στην αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και του δημογραφικού. «Οι χαμηλές δαπάνες για τη φροντίδα των παιδιών έρχονται σε αντίθεση με τα υψηλά επιδόματα τοκετού. Απαιτείται βελτίωση της πρόσβασης στη φροντίδα των παιδιών με τη μετατόπιση των δημοσίων δαπανών από τα επιδόματα τοκετού σε εγκαταστάσεις παιδικής μέριμνας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αναγνωρίζει βέβαια ότι έχει γίνει κάποια πρόοδος τα τελευταία χρόνια, εκτιμώντας όμως ότι οι δυσκολίες πρόσβασης σε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας, και μάλιστα σε μια περίοδο που είναι έντονη η ανάγκη για κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης. Μάλιστα, ο ΟΟΣΑ προτείνει την ενίσχυση των υποδομών παιδικής φροντίδας, αντί για υψηλές χρηματικές παροχές, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα επιτρέψει στις γυναίκες να επιστρέψουν στην εργασία. «Οι χαμηλές δαπάνες για τη φροντίδα των παιδιών αντιβαίνουν στα υψηλά επιδόματα τοκετού», σημειώνει.
Τα αυξημένα επιδόματα γέννας, τα επιδοτούμενα προγράμματα ανέργων και το επίδομα ανεργίας είναι αναποτελεσματικά, σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Στο πεδίο του επιδόματος ανεργίας, ο ΟΟΣΑ επικεντρώνεται στην περιορισμένη κάλυψη των ανέργων, επισημαίνοντας παράλληλα ότι τόσο η διάρκειά του όσο και το ύψος του δεν επαρκούν για να προστατεύσουν τους δικαιούχους από τη φτώχεια. Εισηγείται, δε, την αύξηση της διάρκειάς του και τη σύνδεση με τις τελευταίες αποδοχές του ανέργου αλλά και ευρύτερα, με τα έτη ασφάλισης και κατά συνέπεια με το ύψος των εισφορών που έχει καταβάλει. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι το αμέσως επόμενο διάστημα το υπουργείο Εργασίας και η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ) θα θέσουν σε εφαρμογή το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα για 15.000 ανέργους, οι οποίοι έπειτα από τυχαία επιλογή θα επιδοτηθούν με το νέο επίδομα ανεργίας, που θα στηρίζεται ακριβώς στις προτάσεις του ΟΟΣΑ.
Κριτική ασκεί ο οργανισμός και στα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, προτείνοντας τη μείωση της άμεσης επιδότησης θέσεων εργασίας και τη στροφή σε δράσεις κατάρτισης και παροχής συμβουλών στους ανέργους. Θέτει βέβαια και θέμα ποιότητας της κατάρτισης, ζητώντας τη βελτίωση της αξιολόγησης των παρόχων εκπαίδευσης και την ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά και την αύξηση της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης.
Οσον αφορά, τέλος, την προνοιακή – επιδοματική πολιτική, την οποία εν πολλοίς χαρακτηρίζει αναποτελεσματική, ζητεί την ενοποίηση των προνοιακών παροχών στήριξης για τα χαμηλά εισοδήματα, την απλούστευση των κριτηρίων επιλεξιμότητας και την αύξηση των παροχών του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

