Χωρίς οδοντιατρική φροντίδα, παρά το γεγονός ότι την είχε ανάγκη, έμεινε πέρυσι ένας στους οκτώ ενηλίκους στην Ελλάδα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι λόγοι ήταν οικονομικοί. Οι δημόσιες δαπάνες για την οδοντιατρική περίθαλψη μέσα στη δεκαπενταετή περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας COVID-19 σχεδόν εξανεμίστηκαν, ενώ περιορίστηκαν πολύ οι ιδιωτικές δαπάνες, καθώς οι πολίτες, μετά τη μείωση των αποδοχών τους, επέλεξαν να «κόψουν» από τα έξοδα για οδοντίατρο.
Τη στιγμή που επιστήμονες από όλο τον κόσμο συμμετέχουν στην πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη Στοματικής Υγείας που έχει συγκαλέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (26-29 Νοεμβρίου 2024, Μπανγκόκ, Tαϊλάνδη) για να επιταχύνει την πρόοδο προς την ένταξη της στοματικής υγείας στην καθολική κάλυψη υγείας μέχρι το 2030, η Ελλάδα βρίσκεται στον συγκεκριμένο τομέα σε προβληματική κατάσταση. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ «Υγεία με μια ματιά – Ευρώπη 2024», πέρυσι οι ακάλυπτες οδοντιατρικές ανάγκες –ενήλικοι που χρειάστηκαν οδοντιατρική φροντίδα και δεν την έλαβαν– στην Ελλάδα έφτασαν στο 12,9%, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της Ε.Ε. ήταν 3,4%. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο οδοντίατρος Αριστομένης Συγγελάκης, εκλεγμένος πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου των επικεφαλής λειτουργών οδοντιατρικής, ειδικός σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και ένας εκ των δύο εκπροσώπων της χώρας μας στην παγκόσμια διάσκεψη, «το 2008 οι ακάλυπτες οδοντιατρικές ανάγκες ήταν στην Ελλάδα 5,9%. Εν μέσω της δημοσιονομικής κρίσης, γύρω στο 2015-2016, το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 20%. Πέρυσι ήταν στο 12,9%. Το χειρότερο είναι ότι οι ακάλυπτες ανάγκες οδοντιατρικής φροντίδας δεν έχουν μια ομοιόμορφη κατανομή στον πληθυσμό», συνεχίζει ο κ. Συγγελάκης. «Αυτοί που είναι στο χαμηλότερο οικονομικό κλιμάκιο υποφέρουν πολύ περισσότερο, αφού όσοι δηλώνουν ακάλυπτες ανάγκες οδοντιατρικής φροντίδας είναι 21,2%. Το 2008 το ποσοστό ήταν 11%».
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (Σύστημα Λογαριασμών Υγείας), οι δημόσιες δαπάνες οδοντιατρικής φροντίδας –εξαιρουμένων των μισθών του προσωπικού που υπηρετεί στα λίγα οδοντιατρικά τμήματα του ΕΣΥ–, από 14,9 εκατ. ευρώ το 2008, μηδενίστηκαν το 2022. Ο ΕΟΠΥΥ δεν έχει συμβάσεις με οδοντιάτρους, με αποτέλεσμα τα περίπου 40 εκατ. ευρώ για οδοντιατρική περίθαλψη που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ να κατευθύνονται στην κάλυψη άλλων αναγκών. Μειωμένες κατά 67,7% (από το 2008 έως το 2022) είναι και οι ιδιωτικές δαπάνες οδοντιατρικής φροντίδας, καθώς οι πολίτες επέλεξαν να κόψουν από εκεί όπου πιστεύουν ότι «δεν πεθαίνεις», δηλαδή από τα δόντια.
Θεωρητικά, στην Ελλάδα παρέχεται δωρεάν οδοντιατρική φροντίδα από το ΕΣΥ, ωστόσο στην πράξη πολύ λίγοι εξυπηρετούνται σε αυτές τις δομές. Οπως τονίζει στην «Κ» ο πρόεδρος της Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας Αθανάσιος Δεβλιώτης, «στον δημόσιο τομέα, από τις 847 οργανικές θέσεις οδοντιάτρων σε κέντρα υγείας και νοσοκομεία, είναι καλυμμένες περίπου οι μισές. Και με λύπη θέλω να πω ότι και εκεί που οι θέσεις είναι θεωρητικά πλήρως καλυμμένες υπάρχουν διάφορες αποσπάσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε κάποια κέντρα υγείας δύο και τρεις οδοντίατροι, δηλαδή ένας κανονικά στη θέση του και οι άλλοι αποσπασμένοι, και σε άλλα που έχουν, υποτίθεται, πλήρη κάλυψη να έχει αποσπαστεί ο οδοντίατρος. Οπότε στην πράξη τα κενά είναι ακόμα μεγαλύτερα».
Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για αναθεώρηση των πολιτικών υγείας, καθώς η κακή στοματική υγεία συνδέεται με σοβαρές ασθένειες.
Στο ίδιο πλαίσιο ο κ. Συγγελάκης αναφέρεται στο «παράδοξο» της οδοντιατρικής κάλυψης στην Ελλάδα. Οπως σημειώνει, «στα τέλη της δεκαετίας του 1980 που αναπτύχθηκαν τα κέντρα υγείας σε όλη την περιφέρεια, είχαν όλα οδοντιατρικό τμήμα με έναν έως και επτά οδοντιάτρους. Στην πορεία, με το να μη γίνονται προσλήψεις και να αποχωρούν οι οδοντίατροι λόγω συνταξιοδότησης ή αποσπάσεων στα νοσοκομεία, σε πολλά κέντρα υγείας τα τμήματα έκλεισαν και μετατράπηκαν σε αποθήκες. Σήμερα καλούμαστε να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αφού η κατεύθυνση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι η οδοντιατρική περίθαλψη να εισαχθεί στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ). Η Πορτογαλία, που δεν είχε οδοντιατρικά τμήματα στην ΠΦΥ, άλλαξε πολιτική και έφτασε πλέον στο να καλύπτει σχεδόν όλη την περιφέρειά της. Δηλαδή, η Πορτογαλία έχει φτάσει εκεί που ήμασταν εμείς στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και εμείς έχουμε πάει εκεί που ήταν η Πορτογαλία πριν».
Πρόταση και θετικά βήματα
Τόσο ο κ. Δεβλιώτης όσο και ο κ. Συγγελάκης τονίζουν την ανάγκη η στοματική υγεία «να μπει στο κάδρο» των πολιτικών υγείας στη χώρα μας. Ζητούν την εφαρμογή της ρήτρας στοματικής υγείας, που σημαίνει ότι ένα εγγυημένο ποσοστό των δημόσιων ετήσιων δαπανών υγείας θα κατευθύνεται εκεί. Πρόκειται για πρόταση που έπειτα από πιέσεις της επιστημονικής κοινότητας κατέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία και υιοθέτησε το 2021 ο ΠΟΥ. «Εάν το κάνουμε αυτό, τα επόμενα χρόνια θα έχουμε τεράστια ποσά για τη στοματική υγεία τα οποία θα επαρκούσαν για να γίνουν πολύ σημαντικά πράγματα στην κατεύθυνση της παροχής σε όλους μιας βασικής δέσμης οδοντιατρικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και της πρόληψης. Αυτά θα αποδώσουν μεγάλα οφέλη από τον περιορισμό των δαπανών από φάρμακα και νοσηλείες λόγω παθήσεων που σχετίζονται άμεσα με τη στοματική υγεία. Αρα, σταδιακά οι παρεμβάσεις θα γίνουν αυτοτροφοδοτούμενες», τονίζει ο κ. Συγγελάκης. Στα θετικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγονται η θεσμοθέτηση το 2023 της ανάπτυξης Κινητών Ομάδων Υγείας (ΚΟΜΥ) στελεχωμένων με οδοντιάτρους, καθώς και το dentist pass, ένα καθολικό, δωρεάν, προληπτικό οδοντιατρικό πρόγραμμα για παιδιά 6 έως 12 ετών, το οποίο εφαρμόστηκε από τον Μάιο 2023 έως τον Ιανουάριο 2024. Αφορούσε συνολικά 660.000 παιδιά και αξιοποιήθηκε από το 38% αυτών (270.000 παιδιά).
Αρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενική υγεία χαρακτηρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες τη στοματική υγεία. «Εχει πάψει πλέον το αντιεπιστημονικό στερεότυπο που μας καταδυνάστευε επί δεκαετίες, ότι “δεν πεθαίνεις από τα δόντια”, καθώς έχει αποδειχθεί ότι “βεβαίως και πεθαίνεις από τα δόντια”», υπογραμμίζει ο κ. Συγγελάκης. Και εξηγεί: «Η κακή στοματική υγεία συνδέεται με πολύ σημαντικές ασθένειες, όπως ο διαβήτης, τα καρδιαγγειακά, οι αναπνευστικές νόσοι, ακόμα και το Αλτσχάιμερ. Η δε περίοδος της πανδημίας έδειξε ότι ασθενείς με κακή στοματική υγεία, και συγκεκριμένα κακή υγεία του περιοδοντίου, είχαν πολύ αυξημένες πιθανότητες σε σχέση με ασθενείς που δεν αντιμετώπιζαν αυτά τα προβλήματα, όταν μολύνονταν από τον SARS-CoV-2, να νοσήσουν με βαριά συμπτώματα». Στο πλαίσιο αυτό, γίνονται βήματα προς την καλύτερη συνεργασία μεταξύ ιατρικών ειδικοτήτων. Είναι ενδεικτικό ότι η παγκόσμια ομοσπονδία γενικών/οικογενειακών γιατρών συνεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Περιοδοντολογίας και εκπόνησαν κατευθυντήριες οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες όταν ένας γενικός γιατρός κάνει διάγνωση σε ασθενή για σακχαρώδη διαβήτη, να του επισημαίνει τον κίνδυνο της περιοδοντίτιδας και συνεπώς της απώλειας των δοντιών και να τον παραπέμπει σε οδοντίατρο. Και το αντίστροφο. Εάν ο οδοντίατρος διαγνώσει περιοδοντίτιδα, θα πρέπει να ρωτήσει τον ασθενή εάν έχει διαβήτη, και εάν η απάντηση είναι αρνητική, να τον προειδοποιήσει για τον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχει και να τον συμβουλεύσει να επισκεφθεί γιατρό.

