Οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δημόσια υγεία – Οι Ελληνες του ECDC μιλούν στην «Κ»

Οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δημόσια υγεία – Οι Ελληνες του ECDC μιλούν στην «Κ»

Οι Ελληνες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων αναλύουν τις μεγάλες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία

οι-μεγάλες-προκλήσεις-που-αντιμετωπί-563335276

Οι Ελληνες επιστήμονες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων αναλύουν τις μεγάλες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία, δίνοντας έμφαση στη μικροβιακή αντοχή. Οι ειδικοί του ECDC διαπιστώνουν πλέον ανησυχητικές ενδείξεις ανεξέλεγκτης εξάπλωσης πολυανθεκτικών στα φάρμακα βακτηρίων στα ελληνικά νοσοκομεία.

Τα ανθεκτικά μικρόβια δεν κάνουν διακρίσεις

Της Τασούλας Επτακοίλη

To 2015, μεσούσης της κρίσης, η Κατερίνα Μουγκού και ο σύζυγός της αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα. Ο λόγος δεν ήταν όμως η κρίση: είχαν μόνιμες δουλειές στο Δημόσιο, δικό τους σπίτι, καθώς και παππούδες και γιαγιάδες ως υποστηρικτικό πλέγμα στο μεγάλωμα των παιδιών. Η Κατερίνα είχε πτυχίο από την Ιατρική Σχολή Κρήτης, είχε αποκτήσει ειδικότητα Παιδιατρικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», είχε κάνει αγροτικό στα Κύθηρα και πρακτική άσκηση στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ, και, έγκυος στον δεύτερο γιο της, είχε λάβει μεταπτυχιακό στην Παιδολοιμωξιολογία από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Ανήσυχοι και οι δύο, είχαμε ανάγκη να φύγουμε από τη “ζώνη άνεσής” μας, να δοκιμάσουμε τις δυνατότητές μας. Επιλέξαμε τη Σκανδιναβία για την ποιότητα ζωής που προσφέρει –όλα είναι δομημένα έτσι ώστε να διευκολύνουν τους πολίτες– και τη Σουηδία ειδικότερα για την πολυπολιτισμικότητά της, γιατί είναι πιο “ανοιχτή” σε σύγκριση με τη Φινλανδία και τη Νορβηγία».

Η Ελληνίδα γιατρός εργάστηκε αρχικά στην παιδολοιμωξιολογική κλινική του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Καρολίνσκα, στη Στοκχόλμη, και επειδή ανέκαθεν την ενδιέφεραν η δημόσια υγεία και οι πολιτικές υγείας, πριν από τέσσερα χρόνια βρέθηκε στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), στο τμήμα Μικροβιακής Αντοχής, που ασχολείται με το μεγαλύτερο πρόβλημα δημόσιας υγείας της εποχής μας, όπως λέει: τον πόλεμο με τα ανθεκτικά μικρόβια. «Η μικροβιακή αντοχή, οι λοιμώξεις δηλαδή που αντιμετωπίζονται με λίγα ή με κανένα από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά, δεν είναι όπως ο διαβήτης, η ρευματοειδής αρθρίτιδα ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπου η γενετική προδιάθεση, οι παράγοντες κινδύνου ή η ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και την εξέλιξή τους. Οποιοσδήποτε και οποτεδήποτε μπορεί να πάθει λοίμωξη από κάποιο ανθεκτικό μικρόβιο: εσείς, εγώ, ένας εικοσιπεντάχρονος μπασκετμπολίστας που κάνει μια μικροεπέμβαση στο γόνατό του, ένα βρέφος, ένας ηλικιωμένος. Αφορά όλο τον πληθυσμό και έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που δύσκολα “μαζεύεται”».

Κάθε χρόνο περίπου 4,3 εκατ. Ευρωπαίοι παθαίνουν τουλάχιστον μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, οι θάνατοι ξεπερνούν τις 35.000 και το κόστος για τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας υπολογίζεται σε 12 δισ. ευρώ. «Η Ελλάδα και η Κύπρος, δυστυχώς, παραμένουν διαχρονικά στις πρώτες θέσεις στην κατανάλωση αντιβιοτικών, στις λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια και στους θανάτους», επισημαίνει η κ. Μουγκού. «Ο συνδυασμός όλων αυτών είναι εκρηκτικός και κάνει δυσοίωνο το μέλλον αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. Πολλοί Ελληνες συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα αντιβιοτικά λύνουν κάθε πρόβλημα υγείας, τα παίρνουν ακόμη και για τη γρίπη, πιέζουν τους γιατρούς και αρκετοί δυστυχώς υποχωρούν». Τι μπορεί να γίνει; «Εκτός από την εκπαίδευση του κοινού για την ορθή χρήση των αντιβιοτικών, σε ό,τι αφορά τα νοσοκομεία, το πλύσιμο των χεριών είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ισως ακούγεται απλό και αφελές, όμως δεν γίνεται από μερίδα γιατρών και νοσηλευτών. Τα μικρόβια δεν πετάνε, εμείς τα μεταφέρουμε».

Το «φάντασμα» της βιοτρομοκρατίας

Η εσωτερική ανάγκη εξερεύνησης νέων πεδίων έφερε στη Στοκχόλμη και την Αγορίτσα Μπάκα. Εργαζόταν στο πάλαι ποτέ ΚΕΕΛΠΝΟ, το 2002 βρέθηκε στην Κομισιόν σε μια ειδική ομάδα για τη βιοτρομοκρατία και το 2004, όταν ιδρύθηκε το ECDC, έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει το μεγάλο βήμα από το εθνικό επίπεδο στο ευρωπαϊκό. Εργάζεται στο τμήμα Ετοιμότητας και Ανταπόκρισης σε Συμβάντα Δημόσιας Υγείας, που αποτελεί παρακλάδι της Ιατρικής των Καταστροφών. Τι ακριβώς κάνει με τους συναδέλφους της; «Εκτιμούμε τις απειλές οι οποίες εμφανίζονται για τη δημόσια υγεία και σχεδιάζουμε πρωτόκολλα για την αντιμετώπισή τους, όπως συνέβη πρόσφατα με την ευλογιά των πιθήκων· μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου σχεδόν 24.000 κρούσματα είχαν καταγραφεί σε 29 ευρωπαϊκές χώρες και στην Τουρκία. Εμείς κινητοποιηθήκαμε άμεσα». Αντίστοιχη κινητοποίηση υπάρχει και για τη γρίπη των πτηνών. «Ο ιός εξαπλώνεται ραγδαία, έχει περάσει σε δεκάδες είδη θηλαστικών και στα βοοειδή, η κατάσταση στις φάρμες των ΗΠΑ είναι πολύ σοβαρή και η αμερικανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει».

Η κουβέντα έρχεται στην πανδημία της COVID-19. «Είμαι από εκείνους που τη συγκρίνουν με την ισπανική γρίπη του 1918, την “ξεχασμένη πανδημία”, όπως αποκαλείται, μια και κανείς δεν ήθελε να τη θυμάται, ως ένα τραυματικό γεγονός. Ετσι και τώρα: “Πάει, πέρασε”, λένε οι περισσότεροι. Κι όμως, στην πραγματικότητα μόνο η επείγουσα φάση της πανδημίας έχει τελειώσει, ο ιός είναι πάντα εδώ, οι θάνατοι δεν μειώνονται, απλώς έχουν φτάσει σε ένα πλατό. Και είναι κρίμα που οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν άδραξαν την ευκαιρία να επενδύσουν σε δομές για την επόμενη πανδημία. Κάποιες χώρες που έφτιαξαν σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης έχουν προβάδισμα. Η Ελλάδα δεν είναι ανάμεσά τους και αντιμετωπίζει ένα ακόμη πρόβλημα: ελλείψεις σε επαγγελματίες δημόσιας υγείας, αντικείμενο που είναι παρεξηγημένο. Οι περιφέρειες είναι γυμνές από προσωπικό. Μας καπελώνουν και οι λοιμωξιολόγοι, ενώ η διαφορά μας είναι σαφής: ο λοιμωξιολόγος βλέπει το “δέντρο”, τη λοίμωξη ενός ασθενούς· εμείς το “δάσος”, ολόκληρο τον πληθυσμό», τονίζει η Αγορίτσα Μπάκα. Για να γυρίσουμε στην αφετηρία της διαδρομής της, εκτιμά ότι οι πρόσφατες γεωπολιτικές εντάσεις ενδέχεται να προκαλέσουν νέα έξαρση της βιοτρομοκρατίας; «Ναι, είναι αλήθεια ότι το φοβόμαστε, γι’ αυτό και η Κομισιόν εξακολουθεί να χρηματοδοτεί προγράμματα για τη θωράκιση των χωρών απέναντι σε επιθέσεις με βιολογικούς παράγοντες».

Πληροφορίες και αξιολόγηση

Το ενδιαφέρον του για τη δημόσια υγεία έφερε και τον Λεωνίδα Αλεξάκη στη Σουηδία· μέσω Θεσσαλονίκης, όπου πήρε το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, αλλά και Αθήνας, όπου έκανε μεταπτυχιακό στη διαχείριση κρίσεων υγείας και εργάστηκε ως γιατρός σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις όπως η Praksis. Στο ECDC, εδώ και τέσσερα χρόνια, εργάζεται στο τμήμα της Epidemic Intelligence. «Αρμοδιότητά μας είναι να συλλέγουμε πληροφορίες από διάφορες πηγές, μη παραδοσιακές: από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα σόσιαλ μίντια, αλλά και την επιδημιολογική επιτήρηση αστικών λυμάτων, σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Με ειδικούς αλγορίθμους και λέξεις-κλειδιά εντοπίζουμε πιθανές απειλές και τις αξιολογούμε», εξηγεί.

Ποιες είναι οι πιο σοβαρές απειλές για τις οποίες επαγρυπνούν αυτόν τον καιρό οι ειδικοί του ECDC; «Οι τροπικές νόσοι που δεν είναι πια τροπικές, αλλά επεκτείνονται ολοένα και βορειότερα, η γρίπη των πτηνών που “σιγοκαίει”, ο κορωνοϊός που είναι πάντα παρών με εξάρσεις και υφέσεις, η ευλογιά των πιθήκων, που στην Αφρική έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και η εποχική γρίπη – μόλις ξεκίνησε η δραστηριότητά της. Και, φυσικά, είμαστε σταθερά σε ετοιμότητα για τον ιό Μάρμπουργκ. Ανήκει στην ίδια οικογένεια ιών με τον Εμπολα, προκαλεί σοβαρό αιμορραγικό πυρετό, επηρεάζει πολλαπλά συστήματα οργάνων και έχει ποσοστό θνησιμότητας περίπου 50%». Ρωτώ τον Λεωνίδα Αλεξάκη αν σκέφτεται να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Ναι, το σκέφτομαι. Είτε για να δουλέψω ως κλινικός γιατρός είτε για να αναλάβω κάποια θέση που έχει σχέση με την προάσπιση της δημόσιας υγείας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έχω λατρέψει τη ζωή στη Στοκχόλμη. Με μια λέξη, είναι οργανωμένη»!

Ορατότητα, κύρος, μεγαλύτερη ευθύνη

Στην «παλαιά φρουρά» του ECDC ανήκει ο Διαμαντής Πλαχούρας. Το έχει δει να «γεννιέται», να μεγαλώνει, να εξελίσσεται. «Ιδιαίτερα από την πανδημία και μετά το κέντρο απέκτησε μεγαλύτερη ορατότητα, αλλά και κύρος, κι αυτό για εμάς σημαίνει μεγαλύτερη ευθύνη», λέει. Είναι γιος μικροβιολόγου: «Το ιατρείο και το εργαστήριο του πατέρα μου ήταν ένα δωμάτιο του σπιτιού μας στο Χαλάνδρι, οπότε από παιδί εξοικειώθηκα με τα μικροσκόπια και τις καλλιέργειες». Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, ειδικεύτηκε στην Παθολογία και τη Λοιμωξιολογία και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Νοσοκομείο Αττικόν. Στο ECDC τον προσέλκυσε «η δυνατότητα να συμβάλω στη διαμόρφωση πολιτικών και σχεδίων δράσης για τον περιορισμό προβλημάτων δημόσιας υγείας, σε ένα περιβάλλον γνώσης, συνεργασίας, ανταλλαγής εμπειριών και πρακτικών». Ειδικεύεται στη μικροβιακή αντοχή και τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, «θέματα ύψιστης προτεραιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο», όπως επισημαίνει. «Και οι σχετικοί δείκτες στην Ελλάδα είναι, δυστυχώς, πολύ ανησυχητικοί. Υπάρχει μεν επίγνωση για την ύπαρξη του προβλήματος, αλλά όχι αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπισή του: γίνονται δράσεις, όμως είναι μεμονωμένες, σε μικρό αριθμό νοσοκομείων, ενώ απαιτείται μια ευρεία προσέγγιση». Το ζήτημα της μικροβιακής αντοχής είναι πολυπαραγοντικό κι αυτό κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επίλυσή του.

Υπονομεύεται η ασφάλεια των ασθενών στα ελληνικά νοσοκομεία

Της Πέννυς Μπουλούτζα

Ανησυχητικές ενδείξεις ανεξέλεγκτης εξάπλωσης πολυανθεκτικών στα φάρμακα βακτηρίων στα ελληνικά νοσοκομεία διαπιστώνουν οι ειδικοί επιστήμονες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC). Στην έκθεση που συνέταξαν μετά την επίσκεψή τους τον περασμένο Απρίλιο στη χώρα μας κατόπιν αίτησης των ελληνικών αρχών, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου χαρακτηρίζοντας την κατάσταση ως «εξαιρετικά ανησυχητική» εξαιτίας των υψηλών επιπέδων των πολυανθεκτικών οργανισμών και της συχνής μετάδοσής τους σε νοσηλευόμενους ασθενείς. «Ο υψηλός αριθμός ασθενών που έχουν μολυνθεί με ανθεκτικά στα αντιβιοτικά μικρόβια καταβάλλει (σ.σ. λόγω του υψηλού φόρτου εργασίας) το υγειονομικό προσωπικό, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω μετάδοση αυτών των μικροβίων. Αυτή η κατάσταση αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των ασθενών. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα των νοσοκομείων στην Ελλάδα να παρέχουν υψηλής ποιότητας φροντίδα», τονίζεται στην έκθεση.

Το κλιμάκιο εργασίας κλήθηκε να εξετάσει τους λόγους για τους οποίους το ποσοστό των ανθεκτικών μικροβίων στα ελληνικά νοσοκομεία είναι τόσο υψηλό. Π.χ. η αντοχή στις καρβαπενέμες φτάνει το 72% για την κλεμπσιέλα, το 95,9% για το ασινετομπάκτερ και το 48,7% για τις ψευδομονάδες. Ο μύκητας Candida auris έχει διαδοθεί μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια σε όλο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Υψηλά επίπεδα πολυανθεκτικών οργανισμών και συχνή μετάδοσή τους κατέγραψε κλιμάκιο του ECDC.

Οι ειδικοί παρατήρησαν, μεταξύ άλλων, έλλειμμα και διαφορετικά επίπεδα στελέχωσης των νοσοκομείων σε λοιμωξιολόγους, που συνήθως δεν έχουν χρόνο ειδικά αφιερωμένο στον έλεγχο της νοσοκομειακών λοιμώξεων. Το συνολικό επίπεδο στελέχωσης νοσηλευτών είναι πολύ χαμηλό, γεγονός που οδηγεί σε μη βέλτιστη συμμόρφωση με τους κανόνες ελέγχου των λοιμώξεων. Επίσης, εντόπισαν την ευρεία απουσία μονόκλινων θαλάμων (μόλις το 4,5% των κλινών, έναντι 11,3% του μέσου όρου στην Ε.Ε.), που αποκλείει την αποτελεσματική απομόνωση ασθενών που έχουν προσβληθεί από πολυανθεκτικά μικρόβια. Στις ΜΕΘ οι ασθενείς που νοσηλεύονται επί εβδομάδες, λόγω απουσίας δομών μετα-οξείας νοσηλείας, αποτελούν σταθερή πηγή μετάδοσης πολυανθεκτικών μικροβίων στους νεοεισαχθέντες. Οι ειδικοί παρατήρησαν επίσης ότι συχνά οι ασθενείς εναλλάσσουν νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να διασπείρονται ανθεκτικά μικρόβια στο νοσοκομειακό δίκτυο.

Εξακολουθεί να υπάρχει ισχυρή αντίληψη στο κοινό ότι τα αντιβιοτικά χορηγούνται για λοιμώξεις του αναπνευστικού, και οι γιατροί πιέζονται να συνταγογραφούν αντιβιοτικά, συχνά δε σε συσκευασίες που περιέχουν μεγαλύτερη από την απαραίτητη ποσότητα για θεραπεία, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται αποθέματα στο σπίτι τα οποία χρησιμοποιούνται εν συνεχεία ως αυτοθεραπεία.

Οι ειδικοί παρατήρησαν ότι είναι σε εξέλιξη πολλές πρωτοβουλίες στα νοσοκομεία για τον έλεγχο των λοιμώξεων (π.χ. προγράμματα GRIPP-SNF και REVERSE) και οι οποίες, ενώ έχουν θετικό αντίκτυπο, «είναι ασύνδετες, και για τον λόγο αυτό αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν την ανησυχητική αυτή κρίση δημόσιας υγείας».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT