Οι Δημοκρατικοί έπεσαν θύματα της ακρίβειας στις ΗΠΑ

Οι Δημοκρατικοί έπεσαν θύματα της ακρίβειας στις ΗΠΑ

Ενίσχυσαν την οικονομία, όμως έχασαν τις εκλογές αφού εκτόξευσαν τις τιμές

Το πώς οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να χάσουν τις εκλογές, αφού προηγουμένως αναπτέρωσαν την οικονομία, αποτελεί το ερώτημα των 3 τρισ. δολαρίων· τόσα ήταν τα χρήματα που διέθεσαν για τη διάσωση από την πανδημία και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Οι μακροοικονομικές επιλογές της κυβέρνησης Μπάιντεν πέτυχαν τους στόχους τους, όμως η κάλπη ανέδειξε ότι η οικονομική θέση των νοικοκυριών δεν συνάδει πλήρως με τους δείκτες.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν πέρασε αρχικά ένα γιγαντιαίο νομοσχέδιο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας μετά τα lockdowns της πανδημίας. Με τον τίτλο «American Rescue Plan» κινητοποίησε επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις οικοδομώντας μια «γέφυρα για την οικονομική ανάκαμψη των εργαζόμενων οικογενειών». Εστειλε επιταγές των 1.400 δολαρίων σε εκατομμύρια νοικοκυριά. Διέθεσε χρήματα σε γονείς για να καλύψουν τις ανάγκες φροντίδας των παιδιών τους. Στήριξε τα ταμεία των τοπικών κυβερνήσεων. Στη συνέχεια πέρασε νόμους για να στηρίξει οικονομικά βαριές υποδομές όπως οι μεταφορές αλλά και τομείς στρατηγικής σημασίας – βλ. βιομηχανία των ημιαγωγών. Επειτα προχώρησε στην ψήφιση νομοσχεδίων για την απελευθέρωση πόρων με στόχο την αναζωογόνηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης επιχειρήσεων, κατοικιών και υποδομών. Διέγραψε χρέη φοιτητικών δανείων, εφάρμοσε φορολογικές ελαφρύνσεις και χρηματοδότησε τις κατασκευές.

Το μέγεθος του συνολικού πακέτου που ξεπερνάει τα 3 τρισ. δολάρια οδήγησε τους συνεργάτες του προέδρου Μπάιντεν να μιλούν δικαίως για μια νέα, λάιτ έκδοση του ιστορικού New Deal· η απάντηση των ΗΠΑ στη Μεγάλη Υφεση του 1929. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική οικονομία είδε τα τελευταία τρία χρόνια ενίσχυση των αποδοχών, άνοδο της απασχόλησης, μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλά και άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Σε μια πρώτη ανάγνωση το αφήγημα του Τραμπ για μια οικονομία που καταρρέει δεν έβγαζε νόημα, αν κοίταζε κάποιος τους βασικούς οικονομικούς δείκτες. Το ποσοστό ανεργίας έχει σταθεροποιηθεί στην περιοχή του 4%. Ο πληθωρισμός είναι πια υποτονικός εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο· εξ ου και οι πιέσεις στη Fed για ταχύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Οι πραγματικοί μισθοί έχουν αυξηθεί για όλους τους εργαζομένους και δη εκείνους με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Η κατανάλωση «τρέχει» σταθερά με θετικό πρόσημο, το χρηματιστήριο βρίσκεται σε φόρμα και η παραγωγικότητα καταγράφει θετικές επιδόσεις. Στο τέλος της ημέρας ο ρυθμός αύξησης του αμερικανικού ΑΕΠ είναι διπλάσιος από τον αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ο πληθωρισμός έπεσε κάτω από το 3%, παραμένοντας ωστόσο υψηλότερος από τα ποσοστά που καταγράφηκαν στην πρώτη θητεία Τραμπ.

Ωστόσο, η ετυμηγορία της κάλπης κατέδειξε ότι τα οικονομικά μεγέθη δεν είναι πάντα ενδεικτικά των συνθηκών που βιώνουν ιδίως οι μικρομεσαίοι. Τα εισοδήματα ενισχύθηκαν και ο πληθωρισμός μειώθηκε, όμως η αγοραστική δύναμη δεν επέστρεψε ακριβώς στην εποχή πριν από την πανδημία, καθώς ο ρυθμός αύξησης των μισθών δεν συμβαδίζει με τον ρυθμό μείωσης των τιμών. Το 2022 ο πληθωρισμός ανήλθε σε 9,1% και έπεσε πλέον κάτω από το 3%, παραμένοντας ωστόσο σαφώς υψηλότερος από τα ποσοστά που καταγράφηκαν στην πρώτη θητεία Τραμπ.

Το ύψος των χρημάτων που διέθεσε η κυβέρνηση Μπάιντεν στην αγορά, ως απάντηση στην πανδημία και στην κλιματική αλλαγή, θεωρείται από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στην ανοδική πορεία των τιμών σε εύρος και διάρκεια. Υποχρεώθηκε μάλιστα η κεντρική τράπεζα να παρατείνει την ισχύ των υψηλών επιτοκίων, αποτρέποντας για μεγαλύτερο διάστημα την πρόσβαση σε δανεισμό. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων υπερδιπλασιάστηκαν την περίοδο Μπάιντεν λόγω της προσπάθειας της Fed να τιθασεύσει τον πληθωρισμό – ενδεικτικό το παράδειγμα δόσης για στεγαστικό δάνειο ύψους 400.000 δολαρίων, η οποία αυξήθηκε κατά 700 δολάρια τον μήνα. Σημειωτέον, τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε το ποσοστό των Αμερικανών που δαπανούν περισσότερο από το 30% του εισοδήματός τους για ενοικίαση στέγης.

Οι τιμές στις ΗΠΑ, ακόμη και σε καθημερινές συνήθειες όπως το fast food, απέκτησαν άλλη διάσταση ανάγοντας το κόστος ζωής σε κεντρικό ζήτημα της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Αλλωστε, οι ψηφοφόροι δεν ήταν σε θέση να καταγράψουν τα δυνητικά οφέλη των επενδύσεων σε υποδομές και διαδικασίες για τη μετάβαση του οικονομικού μοντέλου, γεγονός που εκ των πραγμάτων απαιτεί ορίζοντα δεκαετίας.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έριξε χρήμα στην αγορά, όμως έχασε τις εκλογές αφού διατήρησε ψηλά τις τιμές. Αν η οικονομία ήταν που στοίχισε στους Δημοκρατικούς, αυτός ήταν ο βασικός λόγος. Αποτελεί όμως ερώτημα αν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Σε τελική ανάλυση πλήρωσαν τον χρονισμό των οικονομικών εξελίξεων, καθώς η ομαλή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας από το σοκ της πανδημίας απαιτούσε εξ ορισμού τόσο τη μείωση του πληθωρισμού όσο και την αποφυγή της ύφεσης, με εργαλεία όπως η στήριξη των εισοδημάτων. Αποδείχθηκε σε κάθε περίπτωση ότι η οικονομική «επιτυχία» των Δημοκρατικών δεν ήταν αρκετή για την τσέπη και την ψυχολογία του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT