Ηταν 4 Δεκεμβρίου 2019. Η «Ακρόπολη της Ηπείρου», το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, το γεφύρι της Πλάκας –ύψους 21 μέτρων και με άνοιγμα καμάρας 42 μέτρων–, παραδίδεται ξανά στους κατοίκους της περιοχής, ύστερα από την εκκωφαντική κατάρρευσή του την 1η Φεβρουαρίου 2015 εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας. Η παράδοσή του έχει διπλή σημασία: αποτελεί την πρώτη ανακατασκευή λίθινης γέφυρας στην Ελλάδα και ένα από τα λίγα παρόμοια έργα παγκοσμίως, αλλά είναι και ένα μάθημα για το τι κάνουμε ή –πιο σωστά– για το τι δεν κάνουμε προκειμένου να συντηρούμε και να προστατεύουμε σημαντικά έργα του παρελθόντος.
Ανω των 150 ετών
Το γεφύρι της Πλάκας για περισσότερα από 150 χρόνια εξυπηρετούσε τις ανάγκες επικοινωνίας των Βόρειων Τζουμέρκων με την Αρτα και τα Γιάννενα. Οταν τον χειμώνα η στάθμη του Αράχθου ανέβαινε και η ροή του παράσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά της, το γεφύρι της Πλάκας ήταν το μοναδικό πέρασμα. Εξι χρόνια μετά την ανακατασκευή του, παραμένει ένα λιτό αριστούργημα.
Για τις κοινωνίες της εποχής, τα γεφύρια αποτελούσαν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή υποδομή. Οι άνθρωποι της περιοχής συνδέονταν εύκολα μαζί τους, όχι μόνο επειδή εξυπηρετούσαν τις καθημερινές τους ανάγκες, αλλά και γιατί ανέπτυσσαν ισχυρούς δεσμούς με τους μάστορες που τα έχτιζαν. «Είναι τα κτίσματα με τους περισσότερους θρύλους. Γιατί δεν ήταν εύκολο να χτιστούν», λέει ο κ. Σπύρος Μαντάς, που μελετάει τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου εδώ και 40 χρόνια. Μέχρι και το 1940, όταν ακόμη κατασκευάζονταν τα τελευταία πέτρινα γεφύρια στον ελλαδικό χώρο, η τεχνογνωσία περνούσε αβίαστα από γενιά σε γενιά. Η πέτρα σταδιακά αντικαταστάθηκε από το μπετόν και όλοι στράφηκαν στο νέο, ανθεκτικό υλικό. Οι παλιοί μάστορες που γνώριζαν πώς χτίζεται ένα πέτρινο γεφύρι δεν υπήρχαν πια. Ετσι τέθηκε για πρώτη φορά στην πράξη το ερώτημα: Πώς θα ξαναχτιστεί το γεφύρι της Πλάκας; Σύμφωνα με τον Μανόλη Κορρέ, αρχιτέκτονα, ομότιμο καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υπήρχε μια αδιαπραγμάτευτη θέση: η γέφυρα έπρεπε να ξαναχτιστεί ακριβώς όπως η αρχική. «Η γέφυρα που κατασκεύασε ο Μπέκας αναμετρήθηκε με την πραγματικότητα και το αποτέλεσμα κρίθηκε από την πραγματικότητα», υπογραμμίζει, δικαιώνοντας την επιλογή να ακολουθηθεί η ίδια τεχνοτροπία και η ίδια μέθοδος κατασκευής. «Μια γέφυρα που έμεινε εκεί για ενάμιση αιώνα χωρίς την παραμικρή συντήρηση είναι αριστούργημα. Αν ο αναστηλωτής της γέφυρας, από φιλοδοξία, θέλει να κάνει το έργο καλύτερο από το αρχικό, αυτό εμπεριέχει κάποια υποτίμηση του πρωτότυπου έργου. Η γέφυρα δεν έπεσε επειδή ο κατασκευαστής της δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Επεσε επειδή εμείς δεν κάναμε καλά τη δική μας», εξηγεί.
Στα λεγόμενά του προσθέτει ο Χρήστος Γιαννέλος, πολιτικός μηχανικός και μέλος της ομάδας που εκπόνησε τη στατική μελέτη: «Η γέφυρα δεν κατέρρευσε επειδή παρασύρθηκε από το νερό, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά λόγω της συνεχούς ροής του Αράχθου που προκάλεσε συσσωρευτική υποσκαφή». Ηδη από το 1985 ο Δημήτρης Μπακάλης, σε διπλωματική εργασία για το γεφύρι, είχε εντοπίσει δύο σοβαρότατα προβλήματα στα θεμέλια. Η μελέτη λησμονήθηκε και 30 χρόνια αργότερα το μνημείο κατέρρευσε. Aυτό είναι ένα μάθημα για την ανάγκη συντήρησης των έργων.
Από τεχνικής σκοπιάς, ίσως το πιο εντυπωσιακό εύρημα ήταν το τι υπήρχε μέσα στη μάζα της γέφυρας. «Ξύλινα στοιχεία σε διάφορες διατάξεις», εξηγεί ο κ. Χρήστος Τάκος, που εκπόνησε την αρχιτεκτονική μελέτη. «Χρειάζονταν για να κρατήσουν τα τόξα μέχρι να αποκτήσουν αντοχή τα κονιάματα. Υστερα, όταν τα τόξα είχαν κλειδώσει, δεν συνεισέφεραν σε τίποτα και απλώς τα άφηναν μέσα». Υπάρχει μάλιστα η θεωρία ότι οι μάστορες πληρώνονταν μόνο τότε, όταν πλέον ήταν βέβαιο ότι η γέφυρα είχε στεριώσει. «Εμείς, πιστοί στο αρχικό σχέδιο, ακολουθήσαμε την ίδια τεχνική. Χρησιμοποιήσαμε εκ νέου τα ξύλα, παρότι σήμερα δεν ήταν απαραίτητα. Για αυτή μας την επιλογή ο κ. Κορρές μάς είχε πει: “Οπως οι ναυαγοί, έτσι κι εμείς, βάλαμε ένα μήνυμα μέσα σε ένα μπουκάλι. Το κλείσαμε και το αφήσαμε να το βρουν οι επόμενες γενιές”».
To «καμπανάκι»
Οταν έπεσε η γέφυρα, ο κ. Κορρές αναφέρει στην «Κ» ότι είχε προειδοποιήσει: «Τώρα πλέον δεν βιαζόμαστε. Αργήσαμε πολύ και έπεσε. Αν είναι να βιαστούμε για κάτι, από αύριο να πάμε να δούμε όλες τις γέφυρες που δεν έχουν πέσει ακόμη, ώστε να τις προλάβουμε. Οχι να δείξουμε την ευαισθησία μας όταν θα έχουν ήδη πέσει και οι ενδιαφερόμενοι θα βγάλουν χρήματα από το ξαναχτίσιμο».
Τα γεφύρια είναι σύμβολο του λαού μας. Ενός λαού που τα τίμησε και τα τραγούδησε στους αιώνες. «Αν ένας λαός είναι εξωστρεφής, υιοθετεί γεφύρι. Αν είναι εσωστρεφής, υιοθετεί κάστρο», σημειώνει ο κ. Μαντάς. «Με το γεφύρι περνάς απέναντι. Εκεί όπου χθες ήταν άγνωστες ή εχθρικές όχθες, σήμερα είναι φιλικές». Ισως, λοιπόν, κάθε φορά που επιστρέφουμε σε τέτοια τοπόσημα, χρειάζεται να θυμόμαστε τι κάνουμε –ή τι δεν κάνουμε– για να διατηρήσουμε τη μνήμη τους.

