Η παρτίδα των φυτοφαρμάκων που κατασχέθηκε στη μαύρη αγορά τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης των δειγμάτων που τέθηκαν εις γνώσιν της «Κ». Πρόκειται για ζιζανιοκτόνα που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια βαμβακιού, τα οποία δεν έφεραν ετικέτες στα ελληνικά και θεωρούνται «αντίγραφα» εμπορικών σκευασμάτων μεγάλων εταιρειών. Τα ίδια φυτοφάρμακα, στη νόμιμη έκδοσή τους, περιέχουν συγκεκριμένη δραστική ουσία που δεν είναι εγκεκριμένη στην Ε.Ε., παρ’ όλα αυτά είναι περιζήτητα από τους Ελληνες βαμβακοπαραγωγούς. Οι τελευταίοι τα προμηθεύονται με ειδικές έκτακτες άδειες που χορηγούνται από τις ελληνικές αρχές με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Το «παράθυρο» των έκτακτων αδειών, όμως, φέρεται να συμβάλλει ακριβώς στη διόγκωση της μαύρης αγοράς.
Η εξέταση των δειγμάτων της παράνομης παρτίδας που κατασχέθηκε στη Θεσσαλονίκη έγινε στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Παρότι ανιχνεύθηκε η βασική δραστική ουσία του αυθεντικού σκευάσματος, απουσίαζαν σημαντικές βοηθητικές ουσίες, ενώ εντοπίστηκαν κάποιες άλλες (διαλύτες) που δεν υπάρχουν στο νόμιμο σκεύασμα.
«Οταν εγκρίνεται ένα σκεύασμα, εγκρίνεται για μια συγκεκριμένη σύνθεση. Αν αλλάξει κάτι, κανείς δεν εγγυάται ούτε την ασφάλεια ούτε την επίδραση στον αγρό», εξηγεί η Ελένη Καρασαλή, προϊσταμένη του εργαστηρίου χημικού ελέγχου γεωργικών φαρμάκων του Μπενακείου. Η ίδια σημειώνει ότι δεν γνωρίζουμε τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης των διαφορετικών χημικών ουσιών, και επιπλέον, δίχως έρευνα για τις διαφορετικές συστάσεις, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κρίσιμα στοιχεία: τον χρόνο διάσπασης των παράνομων σκευασμάτων στο περιβάλλον ή τις επιπτώσεις στον υδροφόρο ορίζοντα όπου εκπλένονται. Η κ. Καρασαλή επισημαίνει πως όταν ένα σκεύασμα δεν είναι τόσο αποτελεσματικό –είτε επειδή δεν διαλύεται σωστά στο νερό είτε επειδή έχει διαφορετική σύσταση, όπως συμβαίνει με τα δείγματα της μαύρης αγοράς που εξετάστηκαν–, τότε ο αγρότης αναγκάζεται να επαναλάβει πολλές φορές τη χρήση του στο χωράφι ώστε να πετύχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια του Μπενακείου, τα συγκεκριμένα δείγματα ήταν «συγκριτικά καλά» σε σχέση με άλλα που είχαν περάσει από το εργαστήριό της τον τελευταίο χρόνο. Τα πιο επικίνδυνα δείγματα που εξέτασε τα τελευταία 20 χρόνια έφθασαν στο εργαστήριο νωρίτερα φέτος, πάλι από τη Βόρεια Ελλάδα, με ετικέτες ουκρανικές, τουρκικές και βρετανικές. Η δραστική ουσία ήταν μειωμένη έως και περισσότερο από 50%, ανιχνεύθηκε μείξη εντομοκτόνου με ζιζανιοκτόνο, ενώ εντοπίστηκαν βοηθητικές ουσίες με αυξημένη τοξικότητα, οι οποίες έχουν απαγορευθεί σε Ελλάδα και Ε.Ε.
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, παρατηρείται αύξηση των περιπτώσεων διακίνησης παράνομων φυτοφαρμάκων από την Ουκρανία μετά την έναρξη του πολέμου το 2022. Το φετινό καλοκαίρι οι ουκρανικές αρχές με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης αποκάλυψαν εγκληματικό δίκτυο που παρήγε και διέθετε παράνομα σκευάσματα σε μεγάλη κλίμακα. Εντοπίστηκαν υπόγεια εργαστήρια σε Κίεβο και Οδησσό και κατασχέθηκαν περισσότεροι από 175 τόνοι φυτοφαρμάκων, καθώς και πρώτων υλών για την παραγωγή τους. Οι πρώτες ύλες είχαν παραγγελθεί από την Κίνα και περιείχαν ισχυρές και τοξικές ουσίες.
Το «παράθυρο»
Το άρθρο 53 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1107/2009 για τα φυτοφάρμακα επιτρέπει στις εθνικές αρχές τη χορήγηση των λεγόμενων κατά παρέκκλιση αδειών για μη εγκεκριμένα σκευάσματα. Το μέτρο ενεργοποιείται όταν ο κίνδυνος για μια καλλιέργεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κανένα άλλο εύλογο μέσο. Η έκτακτη άδεια πρέπει να ζητηθεί από την ομάδα αγροτών που πλήττεται και η διάρκειά της δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 120 ημερών. Στη «Διαύγεια» μόνο τον Οκτώβριο υπάρχουν θετικές αποφάσεις για σκευάσματα που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια ακτινιδίου, ντομάτας, πιπεριάς, αγγουριού, πεπονιού και φράουλας θερμοκηπίου. Το ζιζανιοκτόνο για το βαμβάκι μεγάλης εταιρείας –οι ετικέτες του αντιγράφθηκαν από το κύκλωμα στη Θεσσαλονίκη– έχει λάβει κατά παρέκκλιση άδεια 120 ημερών επτά φορές τα τελευταία δέκα χρόνια. Η δραστική ουσία του δεν ήταν ποτέ εγκεκριμένη στην Ελλάδα κι επιπλέον στα επίσημα έγγραφα σημειώνεται ότι πρόκειται για φυτοφάρμακο «πολύ τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς, με μακροχρόνιες επιπτώσεις».
Από σειρά εγγράφων που είδε η «Κ» προκύπτει ότι τουλάχιστον δύο φορές τα τελευταία χρόνια το αίτημα για κατά παρέκκλιση άδεια στο συγκεκριμένο σκεύασμα είχε αρχικά απορριφθεί από το υπουργείο. Η απόρριψη στηρίχθηκε σε γνωμοδότηση του Μπενακείου του 2018, στην οποία σημειώνεται ότι «από τα στοιχεία υπολειμμάτων που είχαν υποβληθεί και εξετάστηκαν […] δεν προέκυπτε […] ότι τα υπολείμματα της δραστικής ουσίας σε βαμβακόσπορο θα ήταν χαμηλότερα από το ισχύον ανώτατο όριο υπολειμμάτων». Οι αγρότες και η εταιρεία εμπορίας του υπέβαλαν ένσταση και το αίτημα αναπέμφθηκε για επανεξέταση. Ο σκόπελος φέρεται να παρακάμφθηκε με την επίκληση παραγράφου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα φυτοφάρμακα, σύμφωνα με την οποία συνεκτιμάται η ύπαρξη θετική εισήγησης από άλλο κράτος-μέλος που είχε εγκρίνει την ίδια δραστική ουσία.
Τα τελευταία χρόνια οι αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες έχουν εγκρίνει ελάχιστες δραστικές ουσίες. Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες δεν υποβάλλουν αιτήματα για «μόνιμες – μακράς διαρκείας» άδειες νέων σκευασμάτων ή για την επαναξιολόγηση των παλαιοτέρων, είτε γιατί θεωρούν υψηλό το κόστος υποβολής του φακέλου είτε γιατί δεν συμφέρει εμπορικά η κυκλοφορία τους, όπως είπαν στην «Κ» πηγές του κλάδου. Αυτό, όμως, φαίνεται ότι δημιουργεί επιπλέον ζητήματα. Υπάρχουν καταγγελίες για εμπόρους φυτοφαρμάκων και γεωπόνους στην επαρχία που εκμεταλλεύονται το «παράθυρο» των 120 ημερών της εγκεκριμένης διάθεσης ώστε να στοκάρουν παρτίδες σκευασμάτων και να τα πωλούν αργότερα σε υψηλότερες τιμές. Ετσι πολλοί αγρότες αναγκάζονται να στραφούν στη μαύρη αγορά, όπως φέρεται να συνέβη με το δίκτυο στη Θεσσαλονίκη.

