Τι κάνει τόσο πολλούς ανθρώπους να μαζεύονται το μεσημέρι της Πέμπτης στη Μεγάλη Αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκειμένου να παρακολουθήσουν μια διάλεξη φιλοσοφίας; Το ερώτημα γεννάται καθώς ο κόσμος αρχίζει σιγά σιγά να γεμίζει τα μπροστινά έδρανα. Προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές από διάφορα τμήματα, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και απλοί πολίτες παίρνουν τις θέσεις τους σε αυτή την ξεχωριστή αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περιμετρικά στους τοίχους στέκουν ζωγραφισμένα πρόσωπα, σαν να μας παρακολουθούν: Σωκράτης, Αριστοτέλης, Πλάτων, Ομηρος. Είναι η Παγκόσμια Ημέρα Φιλοσοφίας, η οποία καθιερώθηκε από την UNESCO το 2002.
Στα διάφορα πηγαδάκια, μικροί και μεγάλοι συζητούν για έναν σημαντικό στοχαστή και κορυφαίο επιστήμονα. Ποιος είναι αυτός που κατάφερε να ενώσει όλους αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους; Ο 72χρονος Μάικλ Σαντέλ. «Ο σταρ φιλόσοφος που αποδομεί “άριστους” και “ατομική ευθύνη”», όπως γράφει κάποιος χρήστης στο Discord δίπλα από το όνομα του Αμερικανού φιλοσόφου.
Αντί να παραδίδει έτοιμες απαντήσεις, ο καθηγητής του Χάρβαρντ θέτει στο κοινό ηθικά διλήμματα από την καθημερινότητα και την πολιτική ζωή.
Ο Σαντέλ έχει καταφέρει να εκλαϊκεύσει τη φιλοσοφία και να την κάνει προσιτή στο ευρύ κοινό. Διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και είναι γνωστός για τα μαθήματα και τα βιβλία του που αφορούν τη δικαιοσύνη, την ηθική, τη δημοκρατία, τις αγορές και τις κοινότητες. Το Justice (Δικαιοσύνη) ήταν το πρώτο μάθημα του Χάρβαρντ που διατέθηκε εντελώς δωρεάν και ανοιχτά στο Διαδίκτυο και στην τηλεόραση. Τα βίντεό του συγκεντρώνουν εκατομμύρια θεάσεις σε όλον τον κόσμο, κάνοντάς τον έναν από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους καθηγητές στον κόσμο.
«Εγώ είμαι συνταξιούχος, απόφοιτος της ιατρικής σχολής. Μια συμφοιτήτριά μου μας είπε για τη συγκεκριμένη εκδήλωση και αποφάσισα να έρθω. Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά δεν πειράζει, θα παρακολουθήσω κι ό,τι καταλάβω», αναφέρει στην «Κ» η κ. Αριστέα λίγο πριν ξεκινήσει η εκδήλωση. Οι ξύλινες καρέκλες γεμίζουν και ο Σαντέλ μπαίνει στην αίθουσα.
Ξεκινούν οι πρώτες ομιλίες. Ο Mάικλ Σαντέλ με σκυμμένο κεφάλι διαβάζει σημειώσεις στον φάκελο που έχει ακουμπισμένο στα πόδια του. Το πρόσωπό του έχει μια αλλόκοτη ευγένεια και ηρεμία. Το όνομά του ακούγεται, το χειροκρότημα τελειώνει και είναι η ώρα να ανέβει στο βήμα, στο κέντρο της αίθουσας ανάμεσα σε δύο κίονες. «Πόσοι από εσάς είστε φοιτητές;», είναι η πρώτη του ερώτηση. Πάνω από τους μισούς σηκώνουν το χέρι τους. «Μου δίνεται μια τρομερή ευκαιρία να γιορτάσω μαζί σας την Παγκόσμια Ημέρα Φιλοσοφίας», συνεχίζει.
Ο Σαντέλ χρησιμοποιεί τη μαιευτική μέθοδο διδασκαλίας. Αντί να παραδίδει έτοιμες απαντήσεις, θέτει στους φοιτητές και στο κοινό ηθικά διλήμματα από την καθημερινότητα και την πολιτική ζωή. Μέσω μιας σειράς διαδοχικών ερωτήσεων, τούς κινητοποιεί να εξετάσουν κριτικά τις αρχικές τους απαντήσεις, να αναγνωρίσουν τις βασικές φιλοσοφικές αρχές στις οποίες στηρίζονται και να ανακαλύψουν την πολυπλοκότητα των εννοιών της δικαιοσύνης και της ηθικής.
Ο Αμερικανός φιλόσοφος συνεχίζει αποδομώντας μια έννοια που θεωρούμε δεδομένο ότι έχει θετική διάσταση: την αξιοκρατία. Αυτή, υποστήριξε, είναι η ρίζα της πολιτικής πόλωσης και της λαϊκής αντίδρασης. Κάνει λόγο για την «τυραννία της αξιοκρατίας», εξηγώντας ότι η κυρίαρχη ιδεολογία των τελευταίων δεκαετιών οδηγεί στην «αλαζονεία» όσων είναι επιτυχημένοι και στην «περιφρόνηση» όσων δεν τα καταφέρνουν εξίσου καλά. Οι «νικητές», πιστεύοντας ότι η επιτυχία τους οφείλεται αποκλειστικά στους ίδιους, «ξεχνούν την τύχη, τη συγκυρία και ότι χρωστούν πολλά σε άλλους. Δεν είμαστε αυτοδημιούργητοι», τονίζει, κουνώντας τα χέρια του σαν μαέστρος όση ώρα μιλάει. Το λάθος, λέει, βρίσκεται στη ρητορική των ελίτ, που καλλιέργησαν την εντύπωση ότι, αν δεν σπούδασες, η αποτυχία σου είναι δική σου ευθύνη. Αυτή η υποτίμηση της αξιοπρέπειας της εργασίας των μη πτυχιούχων γέννησε τη λαϊκή αντίδραση.
Ο τόνος της φωνής του είναι αργός και σταθερός. «Το πραγματικό μέτρο της αξίας», λέει, «δεν πρέπει να είναι το πόσο πλούτο ή κύρος κερδίζουμε, αλλά το τι προσφέρουμε στην κοινότητά μας και στο κοινό καλό». Μόνο έτσι η πολιτική και η κοινωνία μπορούν να ξαναβρούν νόημα και να αντιμετωπίσουν τον έντονο θυμό της εργατικής τάξης απέναντι στον τεχνοκρατικό ελιτισμό.
«Δεν κατάλαβα αρκετά, αλλά και μόνο που τον παρακολούθησα να μιλάει, ένιωσα καλύτερα», λέει η κ. Αριστέα, αποτυπώνοντας με τον τρόπο της την ανάγκη για περισσότερο φιλοσοφικές απαντήσεις στα σύνθετα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας.

