Ηταν Απρίλιος του 2011, μόλις είχε ξημερώσει, όταν δύο άνδρες διαπληκτίστηκαν έξω από νυχτερινό κέντρο στο Τυμπάκι της Κρήτης. Ενας εξ αυτών άρπαξε κάποιο από τα όπλα που φυλούσε στο όχημά του και πυροβόλησε στο έδαφος, στα πόδια του αντιπάλου του. Ακολούθησε καταδίωξη και νέα ένοπλη συμπλοκή. Από τις σφαίρες τραυματίστηκε μια γυναίκα που είχε βγει από το σπίτι της για να δει τι συμβαίνει. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2023, με άλλη αφορμή, αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο στο σπίτι του δράστη εκείνης της επίθεσης και κατάσχεσαν 23 φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαμετρήματος 9 mm τα οποία φέρεται να κατείχε παράνομα. Πρόκειται για ένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στην πρόσφατη αιματηρή σύρραξη στα Βορίζια Ηρακλείου.
Δεν είναι έκπληξη ότι είχε παρελθόν στα όπλα. Το ίδιο είχε αποκαλύψει και η «Κ» για τον θύτη και το θύμα της πρόσφατης ανθρωποκτονίας στο Ελος Κισσάμου, στις 26 Οκτωβρίου, στην πλατεία του χωριού, κατά τη διάρκεια της Γιορτής Κάστανου. Εις βάρος και των δύο είχαν σχηματιστεί δικογραφίες για παραβάσεις του νόμου περί όπλων –ήδη από το μακρινό 2012 για τον έναν εμπλεκόμενο– δίχως να προκύψει ο αφοπλισμός τους.
Ούτε οι σφαίρες έπεσαν για πρώτη φορά τώρα στα Βορίζια. Στις 2 Οκτωβρίου 2001, η εφημερίδα «Νέα Κρήτη» κυκλοφόρησε με τον πρωτοσέλιδο τίτλο: «Ανταρτοπόλεμος στον Ψηλορείτη». Είχε προηγηθεί διπλή ένοπλη επίθεση εναντίον αστυνομικών από αγνώστους. Ολα είχαν ξεκινήσει τότε, στο σχόλασμα γαμήλιου γλεντιού. Ενα ζευγάρι επέστρεφε στο σπίτι του στα Βορίζια όταν φέρεται να δέχθηκε πυρά από συγγενικό πρόσωπο, κατά μία εκδοχή λόγω διαφορών που είχαν για τα βοσκοτόπια. Το περιστατικό καταγγέλθηκε στις αστυνομικές αρχές, αλλά το τζιπ του Τμήματος Αντιμετώπισης Εγκληματικότητας Ηρακλείου δέχθηκε πυρά μόλις εμφανίστηκε στο χωριό. Ακολούθησαν εξονυχιστικοί έλεγχοι σε σπίτια και αποθήκες, όμως ο δράστης δεν εντοπίστηκε.
Κατά την αποχώρησή τους τα αστυνομικά οχήματα έπεσαν σε νέα ενέδρα. Δύο αστυνομικοί με καταγωγή από Πιερία και Σέρρες τραυματίστηκαν. Ο ένας δέχθηκε σφαίρα στην οσφυϊκή χώρα και ο άλλος χτύπησε στο κεφάλι και υπέστη κάταγμα στον δείκτη του δεξιού χεριού πέφτοντας στο έδαφος για να αποφύγει τα πυρά. Ούτε αυτός ο δράστης εντοπίστηκε. Λήφθηκαν έκτακτα μέτρα και στο μικρό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη έφθασαν περισσότεροι από 400 αστυνομικοί, περίπου όσοι βρίσκονται εκεί και τώρα, μετά το πρόσφατο αιματοκύλισμα με δύο νεκρούς και τουλάχιστον τέσσερις τραυματίες.
Η είδηση απασχόλησε τον τοπικό Τύπο για μέρες. Στην Αθήνα έγινε τότε μονόστηλο. Υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν εκείνη την περίοδο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο οποίος ενημερώθηκε για τα συμβάντα. Από τη δημοτική αρχή έγιναν συσκέψεις, ειπώθηκε ότι οι Βοριζιανοί πρέπει να απομονώσουν τα «προβληματικά στοιχεία που θέτουν σε κίνδυνο αθώους ανθρώπους», ενώ ο αστυνομικός διευθυντής Ηρακλείου δήλωνε ότι «η Αστυνομία δεν κάνει “σασμό” με την παρανομία».
Σε τοπικά δημοσιεύματα της εποχής οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν. Ελεγαν ότι δεν πρέπει να «λιθοβολείται το χωριό τους». Μιλούσαν για τα χρέη τους, για τις χαμηλές τιμές στο γάλα. Ορισμένοι θεωρούσαν ακόμη ότι οι σφαίρες είχαν πέσει από κτηνοτρόφους γειτονικής περιοχής που ήθελαν να τους σπιλώσουν. «Πρέπει να επιστρέψει η γαλήνη στον τόπο. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει μόνη η αστυνομία να λύσει το πρόβλημα. Αν το λύσει, θα το λύσει πρόσκαιρα», δήλωνε ο τότε δήμαρχος Ζαρού, Γιάννης Ζαχαριουδάκης. Δεκαετίες μετά, αποδεικνύεται ότι όσα μέτρα είχαν ληφθεί τότε δεν τελεσφόρησαν.
Τον Οκτώβριο του 2001 παραδόθηκε ένας 28χρονος Βοριζιανός στην αστυνομία. Υποστήριξε ότι εκείνος είχε πυροβολήσει στο περιστατικό με τον συγγενή του, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τα πυρά κατά των αστυνομικών. Απέδωσε τις μπαλοθιές του, όπως είπε, στο μεθύσι του από το γαμήλιο γλέντι. Ο συγγενής του, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε την ποινική του δίωξη όταν η υπόθεση έφτασε στις ανακριτικές αρχές. «Μου κάνει εντύπωση πώς έβαλε ο δράστης εναντίον παρόντων Βοριζιανών που θα μπορούσαν να είναι συγγενείς ή φίλοι του», έλεγε και ο τότε δήμαρχος. «Ισως να μην ήταν καθόλου Βοριζιανός».

