Μεσημεράκι εργάσιμης σε έναν μικρό πεζόδρομο του Βόλου. Ο σερβιτόρος, στο παραδοσιακό στέκι του «ΚΑΒΟΥΡΑ», είχε στην αγκαλιά του δύο μπουκάλες τσίπουρο. Τις κρατούσε προστατευτικά, σαν μωρά. Θυμόταν ποιοι έπιναν με γλυκάνισο και ποιοι χωρίς. Πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα τραπέζια και σέρβιρε νέους γύρους μαζί με θυμοσοφικές ατάκες για την πολιτική ζωή και τη Βουλή.
Η διπλανή μας παρέα είχε αρχίσει να σιγοτραγουδάει, αλλά οι φωνές τους χάνονταν μέσα στη φασαρία και στα γέλια. Δυο γουλιές μόνο ήπιαμε με τον φωτογράφο Νίκο Κοκκαλιά και είχαμε ταξιδέψει στην Ελλάδα του 1970. Απέναντί μας καθόταν ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος, πρόθυμος να μας αποκωδικοποιήσει αυτήν την καθημερινή βολιώτικη τελετουργία, που ενώνει τους πάντες και έχει μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο όπως τα τσιτσίραβλα στο ξίδι.
Μετά το 1922
«Στη γωνιά αυτή έρχονταν και έπιναν ξεροσφύρι με λίγα στραγάλια οι λιμενεργάτες και οι ψαράδες. Από τους πρόσφυγες της Νέας Ιωνίας έμαθαν οι παλιοί Βολιώτες να τρώνε θαλασσινά. Μέχρι το 1922 τα θεωρούσαν ζωύφια της θάλασσας και δεν τα άγγιζαν. Η έλευση των ξεριζωμένων ήταν καθοριστική. Προηγουμένως είχαν έρθει εδώ διάφοροι, από τους Ηπειρώτες που έχτισαν χωριά όπως η Μακρινίτσα και η Πορταριά μέχρι Ρουμελιώτες, Μακεδόνες, Βλάχους έως και Μωραΐτες. Μετά τους Μικρασιάτες είχαμε τη μαζική έλευση κυρίως Θεσσαλών, βουνίσιων και πεδινών, που αναζητούσαν δουλειά στα μεγάλα εργοστάσια. Είμαστε μια πόλη πολυφυλετική. Σε αυτό το χαρμάνι βάλτε και τα παιδιά που έρχονται από το 1989 για να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο, η τελευταία προσθήκη», λέει περιγράφοντας την ανθρωπογεωγραφία.
«Αν σε άλλες πέντε ελληνικές πόλεις υπήρχαν τύποι σαν τον Μπέο, θα ήταν και εκεί δήμαρχοι. Απλώς έτυχε να είναι εδώ. Ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει εντός και εκτός συνόρων».
«Αν κάτι διαμόρφωσε τον Βόλο πληθυσμιακά ήταν η βιομηχανία», συνεχίζει. «Εγώ το ’70 μεγάλωνα σε μια εργατούπολη. Εκατοντάδες άνθρωποι πήγαιναν στη δουλειά με το ποδήλατο – η καλή ρυμοτομία που έγινε μετά τον σεισμό του 1955 βοηθούσε. Υστερα, ήταν εκπρόσωποι μιας ισχυρής και καλλιεργημένης αστικής τάξης: επιχειρηματίες που ήρθαν κάποτε από άλλα μέρη, Αιγυπτιώτες Βολιώτες που έτρωγαν από τα έτοιμα (τους συναντάς στην τριλογία του Τσίρκα), Πηλιορείτες παλιοί έμποροι. Ενιωθες το κοινωνικό χάσμα. Οι έχοντες με τους μη έχοντες τα πήγαιναν όπως οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο χείμαρρος Κραυσίδωνας –που πλημμύρισε με τον “Daniel” δύο χρόνια πριν– χώριζε για δεκαετίες απολύτως διαφορετικούς κόσμους και μάλιστα η γυναίκα μου, που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολείο της Νέας Ιωνίας το ’90, θυμάται τους μαθητές της ακόμη και τότε να παραπονιούνται ότι τα Βολιωτάκια τα κορόιδευαν για την προσφυγική καταγωγή τους. Αυτό φαινόταν και στις δύο ανταγωνιστικές ομάδες του Βόλου, τον Ολυμπιακό και τη Νίκη Βόλου. Υπήρχαν μεγάλες αντιθέσεις, αλλά και ζεύξεις».
«Για παράδειγμα, το ανάκατο μείγμα του πληθυσμού και της κοινωνίας», συνέχισε ο Ακρίβος, «αντικατοπτριζόταν θετικά στις δημοτικές εκλογές. Είχαμε καλούς δημάρχους όπως ο αριστερός Μιχάλης Κουντούρης, ο οποίος αναδιοργάνωσε πολεοδομικά την πόλη με πάρκα, έκανε φεστιβάλ χειροτεχνίας, οργάνωσε το ανοιχτό πανεπιστήμιο με διαλέξεις από προσωπικότητες όπως ο Καστοριάδης και ο Αξελός. Ακολούθησαν στη δημοτική αρχή ο Δημήτρης Πιτσιώρης του ΠΑΣΟΚ και ο δεξιός Κυριάκος Μήτρου. Χωρίς να εξιδανικεύω την κατάσταση, όλοι προέτασσαν το κοινό καλό».
Είχαμε φάει ήδη πολλούς μεζέδες και βρήκα ευκαιρία να μπω κατευθείαν στο «ψητό»: Τι μεσολάβησε και χάθηκε ο πολιτικός πολιτισμός στον Βόλο; Και πώς μια ιστορική πόλη που φημιζόταν για τη μουσική της παράδοση, την παιδεία, τον κοσμοπολιτισμό και το εργατικό κίνημα έπεσε στην σαγήνη μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας που καθιερώθηκε ως αντισυστημικός οδοστρωτήρας με κερκόπορτα το ποδόσφαιρο; Πώς έκανε «γήπεδό» του μια ολόκληρη πόλη για τρεις απανωτές θητείες;

Βαλκανικός τραμπισμός
«Εδώ ζούμε τον Βαλκάνιο Τραμπ με στοιχεία Ορμπαν προτού εκλεγεί ο αυθεντικός Ντόναλντ Τραμπ το 2016 στις ΗΠΑ», υποστήριξε ο Ακρίβος. «Ο Μπέος ήταν ένας άνθρωπος της νύχτας που έκανε έως και φυλακή. Αντελήφθη ότι ο Βόλος παίρνει καλά κονδύλια από Ε.Ε. και χρησιμοποίησε ως Δούρειο Ιππο μια ομάδα. Μονοπώλησε τα τοπικά κανάλια με την παλιά συνταγή: μπάλα, εκκλησία και τηλεόραση. Επιβλήθηκε επίσης στο πεδίο της οικονομίας, δημιουργώντας ένα πλέγμα εξυπηρετούμενων. Χρησιμοποίησε την αθυροστομία, τις δικαστικές αγωγές και τη συμπεριφορά του ως φόβητρο. Τελικά ο Βόλος έγινε ο προπομπός του λαϊκισμού στην ελληνική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συνέβη επειδή υπήρχε δυστοκία στο να αντιμετωπιστεί –με σύγχρονες αξιώσεις– το σπουδαίο επιχειρηματικό και πολιτιστικό παρελθόν του. Η πόλη δεν μπόρεσε και να μπολιάσει με την παράδοση και την ταυτότητά του τη συνείδηση του νέου πληθυσμού του, δηλαδή των ανθρώπων που ήρθαν τις τελευταίες δεκαετίες για δουλειά από γειτονικά μέρη».
«Είμαστε τόπος ευλογημένος, που μας χαρίστηκαν πολλά από τη φύση, αλλά και από τον κόπο και την εμπορική ευστροφία των προηγούμενων γενεών. Και όμως, όλα αυτά δεν καταφέραμε εντέλει να τα αξιοποιήσουμε όσο θα μπορούσαμε».
Οντως ο Βόλος γνώρισε πολλές φορές την εισροή εργατικού δυναμικού. Συνδεδεμένος με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, έζησε κύκλους ανόδου και πτώσης. Ο Αλέκος Δημόπουλος συντηρεί μια επιχείρηση μεταλλοτεχνίας που έχει κλείσει 106 χρόνια ζωής στην είσοδο της πόλης, σε μία από τις τέσσερις βιομηχανικές ζώνες της ευρύτερης περιοχής του Βόλου. Κάποτε πρέπει να είχε περισσοτέρους υπαλλήλους, αλλά τώρα πίσω από τις σπίθες της ηλεκτροσυγκόλλησης είναι λίγοι εργαζόμενοι και οι δυο του γιοι, πέμπτη γενιά πια στη δουλειά.
«Ο προπάππος ήταν καπνεργάτης που ξεκίνησε την τέχνη με τον παππού. Ο πατέρας μεγάλωσε μέσα στους μάστορες, αυτό ήταν το “σχολείο” του. Η διαφορά είναι ότι εγώ όσο και τα παιδιά μου πήγαμε πανεπιστήμιο, το εξελίξαμε. Εδώ έχουμε παράδοση στα εργοστάσια με μεταλλικές κατασκευές και μηχανολογικά. Μαζί με το μέταλλο ήταν και τα τσιμέντα, που βαστάνε ακόμη. Οι υφαντουργίες και τα καπνά χάθηκαν δεκαετίες τώρα. Ο τομέας μας τώρα κρατιέται από την οικοδομή. Εμείς αντέξαμε γιατί είμαστε μικρομάγαζο, δεν είχαμε εξειδίκευση, κάνουμε τα πάντα. Αν δεν είχα και τα παιδιά μου κοντά μου θα ‘μουν καταδικασμένος».

Ο νεαρός γιος του, Βαγγέλης, το έχει φιλοσοφήσει πάντως, μιας και έχει εξασφαλισμένη δουλειά, την οποία αγαπά: «Οπως και να τα πηγαίνει η οικονομία, με τα πάνω και τα κάτω της, δεν μας νοιάζει γιατί είναι ωραία να ζεις εδώ. Ολα είναι στα δέκα λεπτά, τόσο θες να πας βουνό, θάλασσα, να δεις τους φίλους σου, να φτάσεις σπίτι σου. Δεν υπάρχει άλλο μέρος στην Ελλάδα που να τα συνδυάζει μαζί με το φαγητό και το τσίπουρο, που φέρνει τους πάντες γύρω από ένα τραπέζι. Κάποτε έξω καρδιά ήταν μόνον η Νέα Ιωνία, οι παλιοί το ξέρουν, τώρα έχει απλωθεί αυτό το πνεύμα παντού», συμπληρώνει.
«Τη βολιώτικη ποιότητα ζωής την έχουν επισημάνει πολλές έρευνες σε σχέση με άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις», μας λέει ο Πάνος Σκοτινιώτης, τέως βουλευτής και αιρετός νομάρχης, όπως και πρώην δήμαρχος. «Είμαστε τόπος ευλογημένος, που μας χαρίστηκαν πολλά από τη φύση αλλά και από τον κόπο και την εμπορική ευστροφία των προηγούμενων γενεών. Και όμως, όλα αυτά δεν καταφέραμε εντέλει να τα αξιοποιήσουμε όσο θα μπορούσαμε. Η Λάρισα, που λειτουργεί πάντα ως συγκρίσιμο μέγεθος, έχει φύγει μπροστά από εμάς. Εχει γερές επιχειρήσεις, καλύτερη θέση στους οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες, αισιοδοξία για το μέλλον χάρις στην ευμάρεια. Εμείς θεωρούμε τελευταία μεγάλη νίκη την έλευση του πανεπιστημίου, το 1989. Είμαστε πιο πολύ επαρχία σήμερα από ό,τι ήμασταν παλιότερα», τονίζει.

Ο –νομικός στο επάγγελμα– Σκοτινιώτης, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την πολιτική δράση, έχει αφοσιωθεί και στη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Ο ίδιος βρέθηκε στο τιμόνι του δήμου σε μια δύσκολη περίοδο. Μάλιστα, κάποιοι προσάπτουν στην επί των ημερών του δημοτική αρχή, που ήταν εγκλωβισμένη οικονομικά και διοικητικά από τα μνημόνια, πως εκκόλαψε την εποχή Μπέου. Αλλωστε, ένα από τα πράγματα που καθιστούν δημοφιλή τον τελευταίο είναι ότι αυτενεργεί με τσαμπουκά για να δώσει αμέσως λύσεις, χωρίς να ακολουθεί τη βραδεία πεπατημένη που απαιτούν οι νόμοι. Ενώ οι φιέστες και τα εξωραϊστικά έργα προκαλούν σε μερίδα των δημοτών την αίσθηση πως ο νυν δήμαρχος είναι πανταχού παρών και δραστήριος.
Ο Σκοτινιώτης διαφωνεί: «Ο Βόλος είναι μια πόλη με βιομηχανική συνείδηση. Ανάπτυξη δεν είναι να φέρνεις φιλάθλους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη και να πίνουν τσίπουρα όταν γίνονται αγώνες με τις τοπικές ομάδες. Εμείς κάναμε σχολεία και κολυμβητήρια, βιομηχανικές ζώνες με κινητροδότηση επενδύσεων, τώρα φυτεύουν παρτέρια και γίνονται φιέστες. Κατανοώ ότι η οικονομική κρίση είχε δημιουργήσει πολύ θυμό στον κόσμο, όμως για την καθιέρωση της κατάστασης που ζούμε σήμερα συμμάχησαν διά της σιωπής ή της σκιώδους υποστήριξης διάφορες πολιτικές δυνάμεις. Πιστεύω επίσης πως το ενδοξο παρελθόν και το μοναδικό περιβάλλον στεριάς και υγρού στοιχείου μάς δημιούργησαν από παλιά την αντίληψη περιούσιου λαού. Πληρώνουμε λοιπόν τη ματαίωση των φιλοδοξιών που είχαμε κάποτε για τον εαυτό μας και αυτό εξηγεί γιατί βαυκαλίζονται οι σημερινοί Βολιώτες με ανούσια πράγματα».

Από κόσκινο
Τελικά ποια είναι η σχέση που έχουν οι κάτοικοι με τη λαμπρή ιστορία που μαρτυρούν τα παλιά αρχιτεκτονήματα, τα σπαράγματα εργοστασίων, το αλισβερίσι με Ανατολή και Δύση; Η Αννίτα Πρασσά, επικεφαλής των ΓΑΚ Μαγνησίας, μας περίμενε σε ένα από τα λίγα ωραία παλιά κτίρια που γλίτωσαν από τον σεισμό. «Εμείς κάνουμε συνεχώς δράσεις, εκδόσεις και έρευνες, ώστε αυτό το παρελθόν να γίνει κτήμα όλων», υπογραμμίζει. Η ίδια γεννήθηκε στο Ναύπλιο.
«Πρωτοήρθα το 1989, την ίδια χρονιά με το πανεπιστήμιο, που ωφέλησε σε τεράστιο βαθμό την πόλη και τη βοήθησε να διατηρήσει μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της καθώς οι σχολές στεγάστηκαν σε υπάρχοντα βιομηχανικά κατά κύριο λόγο κτίρια. Εδώ έκανα οικογένεια, γέννησα τα παιδιά μου. Νιώθω πια Βολιώτισσα. Στην αρχή ωστόσο βίωσα ένα είδος τοπικισμού. Η Λάρισα δεν σε ρωτάει ποιος είσαι και από πού βαστάει η σκούφια σου. Ο Βόλος, για να σε ενσωματώσει, θα σε περάσει από κόσκινο. Και όμως, σκεφτείτε πόσους επήλυδες είχε αυτή η πόλη από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την τελευταία άνθηση της βιομηχανίας, το ’60. Η μεγαλύτερη ομάδα ήταν πρόσφυγες του 1922, που πέρασαν εξαιρετικά δύσκολα στην αρχή, γνώρισαν τρομερές αντιδράσεις. Αλλά τελικά κατάφεραν να διαμορφώσουν την πόλη με την ανοιχτωσιά και την εργατικότητά τους. Στις ημέρες μας λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να καυχηθούν ότι είναι πάππου προς πάππου Βολιώτες. Δεν ξέρω πόσοι σημερινοί κάτοικοι, ειδικά αυτοί που κατάγονται από αλλού, αισθάνονται ταύτιση με τη σπουδαία παράδοση του Βόλου».
Μία από τις τελευταίες παλιές αστές είναι η Κατερίνα Παπαγεωργίου, η οποία με τον αείμνηστο Ιταλοελβετό σύζυγό της Πιέτρο Μπελάζι έφτιαξαν μια εκπληκτική συλλογή χαρακτικών με έργα Ντε Κίρικο, Μαξ Ερνστ, Λούτσιο Φοντάνα, Γιάννη Μόραλη κ.ά. Μετά τον θάνατο του συζύγου της μετακόμισε από την Ιταλία, όπου ζούσαν για δεκαετίες, στη γενέτειρά της και δώρισε τα πολύτιμα αυτά έργα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Τη συναντήσαμε στο σαλόνι της ωραίας μονοκατοικίας της με φόντο ένα χαρακτικό του Γραμματόπουλου.
«Γεννήθηκα το 1938 και μεγάλωσα σε μια πόλη που είχε κοσμοπολίτικο αέρα και καλλιεργημένη τάξη, από την οποία έχουν μείνει πια ελάχιστοι άνθρωποι. Θυμάμαι καταπληκτικά σπίτια που έπεσαν με τον σεισμό, ευτυχώς τούτο εδώ άντεξε. Τότε χτίστηκαν οι πολυκατοικίες σύρριζα στον δρόμο, καταστρέφοντας τους κήπους. Ετσι ασχήμυνε ο Βόλος, που ήταν από τις ωραιότερες πόλεις στην Ελλάδα. Και η ασχήμια πέρασε και στους ανθρώπους. Προχθές είδα έναν κύριο στον δρόμο μας να κόβει τα κλαδιά ενός δένδρου, από τα λίγα που υπάρχουν στο πεζοδρόμιο. “Τι κάνετε εκεί;” τον ρώτησα. Μου απάντησε ότι δεν θέλει η γυναίκα του να σκουπίζει τα φύλλα που πέφτουν. Αυτό τα λέει όλα, νομίζω. Από την άλλη, υπάρχουν το πανεπιστήμιο και τα νέα παιδιά. Γι’ αυτά έκανα δωρεά τη συλλογή».

Δεν είναι η μόνη ευεργέτιδα της πόλης. Ο εφοπλιστής Πάρης Δράγνης, γεννημένος στη Νέα Αγχίαλο από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, αγόρασε πρόσφατα το εμβληματικό οικοδόμημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Συναντήσαμε την ανιψιά του Λένα Δράγνη, που μας ενημέρωσε πως το ίδρυμα που θα στεγαστεί εκεί στο μέλλον θα προβάλλει την ιστορία της πόλης σε συνάρτηση με τη ναυτιλία, θα οργανώνει διαλέξεις, εργαστήρια, εκθέσεις και δράσεις, ενώ θα προσφέρει υποτροφίες σε αριστούχους και θα ενισχύει ευπαθείς ομάδες.
«Οι πρόσφυγες έχουν πάντα μνήμη, συνείδηση. Κυρίως έχουν συμπόνια. Αυτός είναι ο λόγος που θέλουν να προσφέρουν στην κοινωνία, αυτό είναι και το κίνητρο της οικογένειάς μας», επισήμανε. Στη γειτονιά όπου μεγάλωσε ο εφοπλιστής υπάρχουν ακόμη τα μικρά σπίτια που έφτιαξαν οι διωγμένοι από τους Βούλγαρους Ελληνες της Μαύρης Θάλασσας το 1906. Τους εγκατέστησαν σε μια περιοχή που ήταν παλιό έλος και πολλοί πέθαναν από ελονοσία. Τα ίδια μικρά σπιτάκια, μια-δυο κάμαρες το καθένα, που χωρούσαν πολυμελείς οικογένειες και το έχειν τους, βλέπει κανείς και στη Νέα Ιωνία. Μια γειτονιά με τον δικό της ξέχωρο χαρακτήρα και καμάρι την ποδοσφαιρική Νίκη Βόλου.
Γειτονιά, μπρασκοουρές και μικρασιατική συμπάθεια
Στη Νέα Ιωνία, περάσαμε το κατώφλι του ιστορικού τσιπουράδικου «Καρακατσάνης» για να συναντήσουμε δύο νέα παιδιά που ξαναέδωσαν ζωή στο μαγαζί, όταν η οικογένεια που το ίδρυσε αποφάσισε να το κλείσει. Ο Αγγελος Αργύρης, ο οποίος έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο στη Γερμανία, στην Πολωνία και στην Αγγλία, ήταν παιδικός φίλος με τον Τιμολέοντα Διαμαντή, που εργάστηκε σε φανοποιείο προτού πάρει την απόφαση να διαγωνιστεί στο τηλεοπτικό «MasterChef», και μάλιστα να αναδειχθεί νικητής.

Φάγαμε εξαιρετικές μπρασκοουρές (όπως λέγεται εδώ το σώμα-φιλέτο της πεσκανδρίτσας), μεζέδες ψητούς και μεθύσαμε κάτω από μια φωτογραφία του Καζαντζίδη. «Εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω, είχα την τύφλα μου από εστίαση και εκείνος θα μπορούσε, ως νικητής, να ανοίξει μαγαζί στην Αθήνα. Και όμως ήμασταν ρομαντικοί και τα καταφέραμε τελικά, αν και ξεκινήσαμε μέσα στον κορωνοϊό», μας είπε ο Αγγελος, συμπληρώνοντας πως ο Μπέος έχει στηρίξει μπαρ, καφέ και εστιατόρια φέρνοντας οπαδούς ξένων ομάδων: «Είναι μια κατηγορία μόνος του. Λαϊκιστής, οξύθυμος και αθυρόστομος, δεν θα σκεφτεί πώς θα μιλήσει. Είναι αληθινός και σκέφτεται τον κόσμο που περνάει δύσκολα οικονομικά».
Ο μάγειρας με καταγωγή από το Πήλιο μεγάλωσε με γεύσεις βοτάνων. Δεν αγοράζει τίποτε έτοιμο και όλα τα προετοιμάζει μόνος του για να ελέγχει το κόστος, αλλά κυρίως την ποιότητα. Βασικό συστατικό επιτυχίας είναι η γειτονιά: «Δεν νιώθεις ξένος στη Νέα Ιωνία, λες καλημέρα σε όλους, αν συμβεί κάτι θα τρέξουν οι πάντες. Είμαστε μια διευρυμένη οικογένεια. Εμείς έτσι μεγαλώσαμε, από σπίτι σε σπίτι και γίναμε φανατικοί με τη Νίκη Βόλου. Η Αθήνα με φοβίζει και με αγχώνει· ένα τέτοιο μαγαζί δεν θα έπιανε στην πρωτεύουσα. Οι Αθηναίοι έχουν μάθει να τρώνε γρήγορα, να τους σερβίρουν γρήγορα, να ζουν με το αirfryer. Εδώ θέλω χρόνο για να ετοιμάσω ένα πιάτο και ο κόσμος το τρώει με την άνεσή του και απολαμβάνει. Θα μπορούσε ο Βόλος να είναι η Βαρκελώνη της Ελλάδας, με τα τάπας, μικρά στέκια. Γευστικά όμως έχουμε μείνει πίσω, δεν βλέπουμε τι έχουμε και πόσο αξίζει. Φυτρώνουν βρώσιμα χόρτα στα πεζοδρόμια. Γαστρονομικά το Πήλιο είναι παράδεισος, έχουμε πολύ καλή πρώτη ύλη και δεν το εκμεταλλευόμαστε όσο πρέπει. Δεν έχει έρθει ποτέ ένα νέο παιδί να μας πουλήσει, π.χ., φρέσκα χόρτα ή μανιτάρια. Και όμως έτσι ξεκίνησε το Νoma στη Δανία και είδατε πού είναι σήμερα».

Φεύγοντας κάναμε στάση για να αγοράσουμε φέτα ΠΟΠ στον «Καρακάνα». Ο Νίκος Κοκκαλιάς φωτογράφισε τη Δέσποινα Καρακάνα και ο επόμενος πελάτης έκανε χιούμορ: «Με τόσες πόζες και φωτογένεια, πόσο θα μου το χρεώσεις τώρα το τυρί;». Στον Βόλο συναντάς παντού το πείραγμα, που τόσο λείπει από την Αθήνα.
Λίπασμα από έντομα
Και αν χαρήκαμε τη γαστρονομική παράδοση, πήραμε και για γεύση καινοτομίας. Η υποψήφια διδάκτωρ Μαριάννα Ρηγοπούλου μας ξενάγησε στα εργαστήρια του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου γίνονται πολλές πρωτοποριακές έρευνες με επίκεντρο τα έντομα.
Στόχος είναι η πειραματική εκτροφή τους, η παραγωγή λιπασμάτων από αυτά, ακόμη και η χρήση τους ως εναλλακτικής πηγής τροφής για ζώα και ίσως στο μέλλον και για τους ανθρώπους. Μήπως σε μερικές δεκαετίες μάθουμε να τρώμε τα ζωύφια της ξηράς, όπως οι Βολιώτες τα «ζωύφια» της θάλασσας;

Σε ένα άλλο κτίριο του πανεπιστημίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής κοντά στον Κραυσίδωνα, μας περίμενε ο εικαστικός Αλέξανδρος Ψυχούλης, ο οποίος κατάγεται από τον Βόλο και διδάσκει εκεί εδώ και πολλά χρόνια. Στον «Daniel» είδε το σπίτι του στο νότιο Πήλιο να γκρεμίζεται, ενώ το γραφείο του όπου μας δέχτηκε καταστράφηκε από τα νερά.
Στη συνάντησή μας παρέστη και η φοιτήτρια αρχιτεκτονικής Δήμητρα Κοσμά από τη Θεσσαλονίκη, η οποία μαζί με τον συμφοιτητή της Θάνο Καρανίκα γύρισε μια ταινία για τον «Daniel» με επίκεντρο τον οικισμό Μεταμόρφωση, έξω από την Καρδίτσα, που επλήγη από την πλημμύρα.

«Σπίτι, γραφείο και υπάρχοντα τα πένθησα. Το χειρότερο για όλους εμάς που είχαμε τέτοιες απώλειες είναι ότι δεν έχουν γίνει τα έργα που πρέπει, ώστε να προστατευθούμε από κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Προχθές, όμως, ήμουν στην παρουσίαση μιας διπλωματικής και ξαφνικά κάτι σαν να φτερούγισε μέσα μου. Δύο κορίτσια είχαν κάνει μια πολύ ολοκληρωμένη πρόταση, μελετώντας τα τοπικά μας ποτάμια για το πώς μπορούν να γίνουν πλατείες υπερχείλισης. Μέχρι τώρα, πάντως, το μόνο που έχει προχωρήσει είναι να καθαριστεί η πόλη και να φυτευτούν λουλούδια. Παντού λουλούδια. Ο Βόλος δεν είναι η εξαίρεση. Αν σε άλλες πέντε ελληνικές πόλεις υπήρχαν τύποι σαν τον Μπέο, θα ήταν και εκεί δήμαρχοι. Απλώς έτυχε να είναι εδώ. Ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει εντός και εκτός συνόρων. Οι Βολιώτες ωστόσο ζούμε με τα χαμένα μεγαλεία. Το καταλαβαίνεις αν γνωρίσεις τους Λαρισαίους: είναι λιγότερο σνομπ, πιο ανοιχτοί και χαρούμενοι σε έναν τόπο που δεν είναι τόσο όμορφος σαν τον δικό μας. Οταν εξαφανίζεται η παλιά αίγλη, προσπαθείς να την κρατήσεις με παράδοξους τρόπους. Για παράδειγμα, σκέψου έναν ηθοποιό, που δεν έχει παίξει πουθενά, σε καμία ταινία, σε κανένα θέατρο, αλλά πιστεύει ότι είναι τρανός. Τι κάνει; Αναπτύσσει μια συμπεριφορά πάρα πολύ θεατράλε στην καθημερινότητά του. Ταυτίζεται με μια εικόνα του εαυτού του που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αλλά τον κάνει να αισθάνεται δυνατός…».
