Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Ηταν μια πρωτοβουλία του πρωθυπουργικού επιτελείου που είχε περάσει απαρατήρητη. Σε ανύποπτο χρόνο, την Τετάρτη 16 Ιουλίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνάντησε στη Φουρνά, ένα ορεινό κεφαλοχώρι στη βόρεια απόληξη του νομού Ευρυτανίας, επτά, νέους κυρίως, ανθρώπους που άφησαν πίσω τις μεγάλες πόλεις για να εγκατασταθούν σε μικρά ορεινά χωριά της χώρας. Η επιλογή της Φουρνάς δεν ήταν τυχαία: εκεί, στον πεντακάθαρο αέρα που προσφέρουν τα έλατα σε υψόμετρο 840 μέτρων μια φωτισμένη δασκάλα και ένας δραστήριος ιερέας κίνησαν γη και ουρανό για να φέρουν στο χωριό οικογένειες με παιδιά προκειμένου να μην κλείσει το σχολείο τους.
Η συνάντηση είχε πάει ανέλπιστα καλά και λίγους μήνες μετά, από το βήμα της ΔΕΘ, απέδωσαν και οι πρώτοι καρποί (μηδενικός ΕΝΦΙΑ κ.λπ.). Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη Θεσσαλονίκη μια σειρά φορολογικών κινήτρων που απευθύνονται σε αυτή την αναδυόμενη «κάστα» ανήσυχων Ελλήνων που δεν βολεύονται με τη συχνά άχαρη ζωή της πόλης και διεκδικούν μια πιο ανθρώπινη καθημερινότητα σε μικρότερους τόπους.
Μετά την πανδημία
Η αλήθεια είναι ότι λίγοι Αθηναίοι έχουν αντισταθεί στη φαντασίωση, έστω και φευγαλέα: μια ανθρώπινη ζωή μακριά από το αστικό χάος, δίπλα στη φύση, με έμφαση στην ποιότητα ζωής και στην απλότητα μιας λιγότερο περίπλοκης καθημερινότητας. Ακόμα λιγότεροι το έχουν ψάξει στα σοβαρά και μια ισχνή μειοψηφία το έχει κάνει πράξη.

Αλλά ακόμα κι αυτοί οι ελάχιστοι που πήραν τη μεγάλη απόφαση είναι σήμερα πολύ περισσότεροι από τους «ομοϊδεάτες» τους άλλων εποχών. Δημογράφοι, ανθρωπολόγοι αλλά και η ίδια η κυβέρνηση καταγράφουν την τάση: μέσα στην πανδημία γεννήθηκε ένα ρεύμα επιθυμίας για ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής που βάζει άλλες προτεραιότητες από τις τυπικές των αστών του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα (επαγγελματική και προσωπική αυτοπραγμάτωση με κάθε κόστος, έμφαση στην καριέρα, οικονομική ευημερία κ.λπ.), ένα μοντέλο που σίγουρα δεν μπορεί να υπηρετηθεί στη σημερινή κακοφορμισμένη και ξεχειλωμένη πληθυσμιακά ελληνική μητρόπολη.
Ολο και περισσότεροι, λοιπόν, δηλώνουν πρόθυμοι να κάνουν ατομικό και οικογενειακό restart μακριά από την Αθήνα. Δικτυώνονται, γίνονται πολιτικά υπολογίσιμο μέγεθος, κινητοποιούνται, συστήνουν κοινωνικούς συνεταιρισμούς, προσελκύουν το προσωπικό ενδιαφέρον του πρωθυπουργού αλλά και των συνεργατών του. Εξάλλου, λίγους μήνες πριν από τη συνάντηση στη Φουρνά είχε προηγηθεί διαδικτυακή συνάντηση του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Θανάση Κοντογεώργη με περίπου 40 νέους αποκεντρωμένους προκειμένου να ακουστεί η φωνή τους, αλλά και να συντονιστεί καλύτερα η συνεργασία με την κεντρική διοίκηση.
Με θέα το Αιγαίο
H Ευγενία Μαστοράκη και ο σύζυγός της ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που τα «κλεισίματα» του κορωνοϊού τους ταρακούνησαν για τα καλά. Το οικογενειακό εξοχικό στη Μουρτερή Ευβοίας, νοτίως της Κύμης, έγινε γρήγορα καταφύγιο αλλά και παράθυρο σε ένα άλλο μοντέλο ζωής. Τα παιδιά το χαίρονταν, το ζευγάρι άρχισε να το σκέφτεται. Οταν ανακάλυψαν και την Οκτωνιά, ένα μικρό, κοντινό, γραφικό, ημιορεινό χωριό που «βλέπει» Αιγαίο, η απόφαση «εσωτερικά» είχε ληφθεί.
Απέμεναν πρακτικά θέματα που έπρεπε να λυθούν, όπως κι έγινε. Τέσσερα χρόνια μετά, ο απολογισμός για την 37χρονη Ευγενία, μια πρώην ενθουσιώδη υποστηρίκτρια της ζωής στην πόλη, είναι θετικός. «Επρεπε να έρθουμε εδώ για να καταλάβουμε τις αλλαγές των εποχών, να συνδέσουμε τα φρούτα και τους καρπούς της γης με αυτούς τους κύκλους. Είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε το κτήμα του πεθερού μου όπου καλλιεργούμε περίπου τα πάντα. Ευτυχώς τα παιδιά έχουν σχολείο κι εμείς βρήκαμε ανθρώπους με τους οποίους ταιριάξαμε, επικοινωνούμε και κάνουμε παρέα».
Σχολιάζοντας τα οικονομικά κίνητρα, δεν τα υποτιμά αλλά πιστεύει ότι αυτό που λείπει περισσότερο είναι ένας «συντονιστής» εκ μέρους του κράτους που θα τους ενημέρωνε για τις επαγγελματικές ή άλλες ευκαιρίες που υπάρχουν στην περιοχή. «Ακούμε συχνά για προγράμματα, για σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία που στηρίζουν νέες επαγγελματικές προσπάθειες αλλά δεν έχουμε ιδέα αν αυτό μας αφορά, αν μπορούμε να το αξιοποιήσουμε. Πρέπει να κάνουμε όλο το ψάξιμο μόνοι μας χωρίς συχνά να μπορούμε να βγάλουμε άκρη».

Το success story
Ρωτάω τον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη, έναν από τους ελάχιστους κατοίκους του ορεινού χωριού Νεράιδα που ανήκει στον δήμο της λίμνης Πλαστήρα, αν χρειάζονται «οικονομικά κίνητρα» για να πάρει κάποιος τη μεγάλη απόφαση όπως έκανε ο ίδιος πριν από τέσσερα χρόνια αφήνοντας πίσω μια καριέρα, ένα σπίτι και μια ολόκληρη ενήλικη ζωή στην Αθήνα. «Είναι μια απόφαση ζωής που προϋποθέτει και οικονομικά κίνητρα», απαντάει. «Και για να μη θεωρητικολογώ έτυχε να έχω πρόσφατα μια συζήτηση με τον δήμαρχο του δήμου της λίμνης Πλαστήρα, Παναγιώτη Νάνο. Ο δήμος έχει εκπονήσει ένα σχέδιο προσέλκυσης κόσμου παρέχοντας οικονομικά κίνητρα που το ονομάζει “Επιστροφή στην πατρίδα”».
Ρωτώντας τον αν είχε αποτελέσματα έμαθα ότι ήδη έχουν έρθει τρεις οικογένειες (με τα παιδιά τους διπλασιάστηκε ο αριθμός των μαθητών στο σχολείο), όπως έχουν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή και δώδεκα ψηφιακοί νομάδες. «Εχουν επίσης εκδηλώσει ενδιαφέρον και άλλες οικογένειες αλλά και δύο startup επιχειρήσεις, οι οποίες δεν είχαν σχέση με τον νομό και την περιοχή – εάν συμβεί, λογικά θα προσελκύσουν και άλλο κόσμο για εγκατάσταση. Ισως αυτές οι πληροφορίες να απαντούν καλύτερα στην ερώτησή σας».
Μέσα στην πανδημία γεννήθηκε ένα ρεύμα επιθυμίας για ένα ατομικό και οικογενειακό restart, και ένα διαφο- ρετικό μοντέλο ζωής μακριά από την Αθήνα.
Οσο για τους καλύτερους δρόμους που μειώνουν την απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και τη νέα συνθήκη της ψηφιακής εργασίας, είναι μία πραγματικότητα που προφανώς παίζει ρόλο, ωστόσο η εμπειρία όταν ζεις μόνιμα «στο χωριό» μπορεί να αποδειχθεί κάπως διαφορετική. «Δίπλα μου, εδώ, το καλοκαίρι ζει ένα ζευγάρι ακτινοδιαγνωστών που συνεργάζεται και με νοσοκομεία του εξωτερικού. Αναγκάζονται να κατεβαίνουν κάθε μέρα στην πόλη λόγω προβλημάτων με το Ιντερνετ…».
Η «δύσκολη» φύση
Η μεταφράστρια και επιμελήτρια πανεπιστημιακών συγγραμμάτων Μάχη Σπανού βλέπει σήμερα δύο κατηγορίες ανθρώπων να παίρνουν τα βουνά όπως έκανε η ίδια και ο σύντροφός της το 2011 όταν μετακόμισαν από το Παγκράτι στον Αγιο Γεώργιο Νηλείας, ένα από τα ψηλότερα χωριά του Πηλίου που προπολεμικά αριθμούσε 3.000 κατοίκους και τώρα μόλις 40. «Από τη μία βλέπω “ψηφιακούς νομάδες”, ανθρώπους που δουλεύουν με το λάπτοπ τους, και από την άλλη βλέπω μια ομάδα αστών που εγκαταλείπουν το επάγγελμα που έκαναν στην πόλη και ασχολούνται με τη γη».
Εχοντας 14 χρόνια οικειοθελούς απομόνωσης στην πλάτη, η Μάχη Σπανού «προειδοποιεί» επίδοξους μιμητές ότι το «πάω να βρω τη φύση ακούγεται ωραίο», αλλά θυμίζει ότι η φύση μπορεί να γίνει πολύ δύσκολη. «Η καθημερινότητα στο βουνό έχει πολλή δουλειά, εμείς μείναμε για 47 μέρες χωρίς τηλέφωνο εξαιτίας ενός χιονιά που μας απέκλεισε για βδομάδες». Αλλα «αγκάθια» που δεν προβάλλονται τόσο συχνά είναι η «όχι πάντα εύκολη» ώσμωση των ντόπιων με τους «νεοφερμένους» από την πόλη. «Ο κόσμος θα είναι συνήθως ευγενικός, αλλά η απόσταση πολλές φορές παραμένει, όσο καλή διάθεση να υπάρχει και από τις δύο πλευρές».
Νέα κουλτούρα
Η Αλεξάνδρα Τραγάκη, καθηγήτρια οικονομικής δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, αξιολογεί θετικά την εξαγγελία μέτρων για την ενθάρρυνση όσων ονειρεύονται μια διαφορετική ζωή μακριά από τις μεγάλες πόλεις και κυρίως από την Αθήνα. Και θεωρεί ότι η ανακοίνωσή τους από τα πιο επίσημα χείλη μπορεί να έχει κι έναν παράλληλο, εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί στην «Κ», βάζει για πρώτη φορά στο κάδρο μια επιλογή έως τώρα σχεδόν περιθωριακή, που όμως κερδίζει διαρκώς έδαφος και υπό προϋποθέσεις μπορεί να καλλιεργήσει μια νέα κουλτούρα δημογραφικής συμπεριφοράς.
«Προφανώς τα μέτρα δεν θα είναι ποτέ από μόνα τους αρκετά», επισημαίνει. «Αλλά η ουσία είναι ένας άνθρωπος που επιθυμεί να ακολουθήσει την αντίστροφη της αστικοποίησης πορεία να μη βρίσκει αναχώματα. Η δημιουργία μιας νέας συλλογικής οπτικής προωθείται με τέτοια μέτρα και βέβαια με επόμενα που πρέπει να ακολουθήσουν, ώστε σταθερά και με συνέπεια να υλοποιείται η ιδέα της στρατηγικής υποστήριξης της αποκέντρωσης». Η κ. Τραγάκη λέει το προφανές όταν υποστηρίζει ότι «δεν είναι κακό να ζουν οι άνθρωποι στις πόλεις…». Αλλά δεν μπορεί, προσθέτει, να είναι η μόνη επιλογή όσων θέλουν να προκόψουν και να δημιουργήσουν κάτι νέο.
Μόνιμοι κάτοικοι: οκτώ
Οχι πολύ μακριά από τη Φουρνά, στο χωριό Πετρίλο των γειτονικών Αγράφων σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, αποφάσισε να εγκατασταθεί μια νέα γυναίκα, η Βασιλική Κοϊμτζίδου, χωρίς καμία προηγούμενη σχέση με την περιοχή. «Ξεκινήσαμε με τον εναλλακτικό τουρισμό και οικοτουρισμό, επεκταθήκαμε στην καλλιέργεια και το ενώσαμε με τον αγροτουρισμό και το αγροτουριστικό κατάλυμα. Και μετέπειτα, μας αγκάλιασε όλη η κοινωνία, και ο δήμος και η περιφέρεια στήριξαν. Δεν είχα κανένα οικονομικό κίνητρο για να το κάνω, καμία οικονομική ελάφρυνση, αλλά το ρίσκο που πήρα μου βγήκε. Ηταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι θα σταθούν τόσο τυχεροί όσο στάθηκα εγώ».
Ψηφιακή πλατφόρμα δικτύωσης και ενημέρωσης για όσους ενδιαφέρονται να φύγουν από μια πόλη και να ζήσουν σε έναν μικρότερο τόπο, σχεδιάζει η κυβέρνηση.
Στις πρωτοβουλίες της Βασιλικής συγκαταλέγεται και η δημιουργία της ΑΜΚΕ «AgrafaHeritage», που είναι αστική, μη κερδοσκοπική, με αποκλειστικά κοινωνικό αντίκτυπο. Οταν η Βασιλική πήγε στο Πετρίλο, το χωριό αριθμούσε δεκαέξι μόνιμους κατοίκους· πέντε χρόνια μετά έχουν μείνει οι μισοί. «Αν δεν έρθουν νέοι άνθρωποι στο χωριό να δημιουργήσουν οικογένεια ή να έρθουν οικογένειες, είμαστε καταδικασμένοι την επόμενη δεκαετία, στην επόμενη απογραφή να έχουμε σβήσει ως χωριό». Χαίρεται για το γεγονός ότι η πολιτεία ασχολείται για πρώτη φορά με τις κοινότητες των αποκεντρωμένων («τα προβλήματα είναι κοινά παρά τη γεωγραφική διασπορά»), αλλά τονίζει με νόημα ότι οι πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση καλό είναι να βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση: «Δεν μπορείς από τη μία να αγκαλιάζεις την ορεινότητα και την αποκέντρωση και την ίδια στιγμή να σχεδιάζεις την εγκατάσταση 600 ανεμογεννητριών στα Αγραφα, κίνηση που είναι σίγουρο ότι θα καταστρέψει τον τόπο μας».

Υστερα από 20 χρόνια πολλά υποσχόμενης καριέρας σε μεγάλη ελληνική τράπεζα, ο Φίλιππος Φραγκούλης έκανε πριν από τέσσερα χρόνια το μεγάλο βήμα από την Αθήνα στο πατρογονικό χωριό του, στο Σκαμνέλι, ένα από τα 46 χωριά στο Ζαγόρι. Από τη φύση του κοινωνικός και δραστήριος (στη νέα φάση της ζωής του διατηρεί τρεις διαφορετικές επαγγελματικές ιδιότητες στους χώρους του coaching, του executive training αλλά και της συλβοθεραπείας, μιας μορφής θεραπείας μέσα από την επαφή με το δάσος), ο Φίλιππος δεν μασάει τα λόγια του όταν του ζητάμε να μιλήσει για την εμπειρία του: «Στην πραγματικότητα είμαστε μόνοι μας. Η κινητικότητα που δείχνει η κυβέρνηση είναι σίγουρα θετική όπως και η δική μας δικτύωση» (σ.σ. επίκειται συνάντηση των «Αποκεντρωμένων» στη Βαμβακού Λακωνίας το πρώτο Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου).
Για τον ίδιο, το πρώτο ζήτημα που πρέπει να δει η πολιτεία είναι η στέγαση: «Στα χωριά υπάρχουν πολλά διαθέσιμα σπίτια που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τους ενδιαφερόμενους, αλλά είναι για διαφορετικούς λόγους κλειστά». Κεφαλαιώδους σημασίας, κατά τη γνώμη του, είναι η έμφαση που πρέπει να δοθεί στον πρωτογενή τομέα. «Καλός ο τουρισμός αλλά μέχρις ενός σημείου. Εδώ, στο Ζαγόρι, έχουμε δύο παλιά, παροπλισμένα τυροκομεία κι έναν μύλο. Γιατί να μη φέρουμε ανθρώπους να τα λειτουργήσουν;».
Η στρατηγική
Στα ερωτήματα του Φίλιππου και των λοιπών συνοδοιπόρων του φιλοδοξεί να δώσει χειροπιαστές απαντήσεις η Εθνική Στρατηγική για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη όσο και τα Τοπικά Σχέδια Ανάπτυξης ανά νομό. Ο εθνικός σχεδιασμός συνδέεται άμεσα και με τις συζητήσεις που διεξάγονται στις Βρυξέλλες για τον νέο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, ο οποίος επίσης απαιτεί συντονισμό μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε οι προτεραιότητες να είναι κοινές, γιατί κοινό είναι και το ταμείο.
Με το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης οι διαθέσιμοι πόροι περιορίζονται. «Βασικός πυλώνας της Εθνικής Στρατηγικής για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη είναι ο συντονισμός των χρηματοδοτικών μέσων, για να βελτιώσουμε τον προγραμματισμό και να καθορίσουμε σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες τις άμεσες και μακροπρόθεσμες προτεραιότητες χτίζοντας συναινέσεις, κοινωνικές και πολιτικές», εξηγεί ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Θανάσης Κοντογεώργης.
Η αρχή έγινε από τον Εβρο, όπου ανάμεσα σε άλλα δίνεται άμεσα ενίσχυση 10.000 ευρώ για μετεγκατάσταση στα χωριά του βόρειου Εβρου. «Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μεγάλη και αυτή τη στιγμή υπάρχουν 600 επιλέξιμες αιτήσεις». Ο υφυπουργός αναγνωρίζει ότι τα οικονομικά κίνητρα δεν φτάνουν από μόνα τους. «Υπάρχουν τα θέματα της εκπαίδευσης και της υγείας όπου καλείσαι να δώσεις λύσεις, ενώ πρέπει να δημιουργήσεις ένα όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό πλαίσιο για το πώς θα σε υποδεχθεί η τοπική κοινωνία».
Από πλευράς κυβέρνησης πάντως, σε άμεση προτεραιότητα έχει τεθεί η δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας δικτύωσης και ενημέρωσης που θα απευθύνεται τόσο σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να φύγουν από μια μεγάλη πόλη και να ζήσουν σε έναν μικρότερο τόπο, ηπειρωτικό ή νησιωτικό, όσο και για όσους έχουν κάνει ήδη το βήμα. «Σε αυτή την πλατφόρμα που φιλοδοξούμε να θέσουμε σε λειτουργία μέχρι το τέλος του έτους, ο ενδιαφερόμενος θα βρίσκει πληροφορίες για τις επαγγελματικές ευκαιρίες που υπάρχουν στην περιοχή μετεγκατάστασης, τα χρηματοδοτικά εργαλεία προς αξιοποίηση αλλά και να έρθει σε επαφή με άλλους “αποκεντρωμένους” που έχουν ήδη την εμπειρία και μπορούν να τους βοηθήσουν στη νέα φάση της ζωής τους».

Το πείραμα για αναζωογόνηση
Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Στο χωριό Ελληνόπυργο της Καρδίτσας δημιουργήθηκε πιλοτικά ένα κοινωνικό ταμείο για να συγκεντρωθούν μικροδωρεές που θα χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των νέων ανθρώπων που θέλουν να ξεκινήσουν τη ζωή τους στο χωριό. Το κάλεσμα έγινε μέσω κοινωνικών δικτύων και απευθυνόταν στους λεγόμενους «αποδήμους», τους ανθρώπους δηλαδή που κάποτε ήταν δημότες αλλά πλέον κατοικούν αλλού, είτε εντός είτε και εκτός Ελλάδας. Το πρώτο έμβασμα που κατατέθηκε στον λογαριασμό που δημιουργήθηκε ήταν από μια γιαγιά 95 χρονών από το Σικάγο, που έδωσε 1.000 δολάρια στη μνήμη των γονέων της, όπως έγραψε.
«Ηταν πολύ συγκινητικό και κατά κάποιον τρόπο δείχνει τι μπορεί να φέρει η ενεργοποίηση των δυνάμεων ενός τόπου χωρίς άνωθεν μεγαλεπήβολα σχέδια. Η κινητοποίηση των αποδήμων είναι ένας από τους τέσσερις βασικούς άξονες του σχεδίου για την προσέλκυση πληθυσμού σε χωριά της Ελλάδας», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Γούσιος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και εκπρόσωπος της Τerra Thessalia, ενός συνεργατικού σχηματισμού στον οποίο συμμετέχουν το τμήμα του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Ερευνας του Πανεπιστημίου, η Κεντρική Ενωση Επιμελητηρίων Ελλάδας, ο Σύνδεσμος Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, οι αναπτυξιακές και συνεταιριστικές τράπεζες Θεσσαλίας, Καρδίτσας και Τρικάλων και άλλοι.
Ο σχηματισμός, σε συνεργασία με το Δίκτυο Πίνδος στο οποίο συμμετέχουν 15 δήμοι της Πίνδου, έχουν ξεκινήσει την εφαρμογή ενός σχεδίου πληθυσμιακής αναζωογόνησης με την εγκατάσταση νέου πληθυσμού σε χωριά της ορεινής Πίνδου.
«Απευθυνόμαστε στις δυνάμεις κάθε τόπου, άσχετα αν θα βοηθήσει το κράτος ή όχι. Αλλωστε το κράτος κινείται αργά, φτιάχνει εθνικά σχέδια δράσης που μέχρι να αρχίσουν να υλοποιούνται έχουν περάσει χρόνια και οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί να περιμένουν. Είναι σημαντικό να κινηθούμε άμεσα», τονίζει ο κ. Γούσιος.
Αρχικά έχουν επιλεγεί πιλοτικά πέντε σημεία στην περιοχή που καλύπτει το δίκτυο από το Μέτσοβο μέχρι το Καρπενήσι και από την Αμφιλοχία μέχρι την Καρδίτσα. «Επιλέξαμε πιλοτικά αυτές τις πέντε ζώνες γιατί λόγω της θέσης τους μπορούν να αποτελέσουν το πρώτο σκαλοπάτι στην εφαρμογή του σχεδίου. Πρόκειται για χωριά που έχουν δίπλα τους σε μικρή απόσταση 10-15 λεπτών άλλα χωριά, έτσι ώστε συνολικά να συγκεντρώνεται μια κρίσιμη μάζα 500-1.000 ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα νηπιαγωγείο και ένα δημοτικό και να αναπτυχθούν κάποιες δραστηριότητες».
Μια γιαγιά 95 χρόνων από το Σικάγο πρόσφερε 1.000 δολάρια στο κοινωνικό ταμείο για τον Ελληνόπυργο Καρδίτσας. Στη μνήμη των γονέων της, όπως έγραψε.
Οι περιοχές που επιλέχθηκαν είναι: ο Μεσόπυργος Αρτας, που έχει πληθυσμό περίπου 150 κατοίκων και γύρω από τον οποίο υπάρχουν σήμερα δέκα χωριά όπου κατοικούν από 50-100 άνθρωποι. Το Ανθηρό στον Δήμο Αργιθέας και η ομάδα χωριών πέριξ αυτού, στα ορεινά του Δήμου Καρδίτσας τα 4-5 χωριά που βρίσκονται γύρω από τον Αμάραντο και η περιοχή γύρω από το Σμόκοβο με τα λουτρά και την ομώνυμη λίμνη.
Το σχέδιο έχει στόχο να προωθήσει τη συνεργασία, την επικοινωνία και την αλληλοϋποστήριξη ομάδων που θέλουν, αλλά και μπορούν να ωφεληθούν από την αναζωογόνηση της ζωής στις περιοχές. Ο πρώτος πυλώνας είναι οι δήμοι που εκπροσωπούν την τοπική κοινωνία, ο δεύτερος οι πρώην πολίτες των περιοχών· οι «απόδημοι» που ενδιαφέρονται για τον τόπο που άφησαν και κάποιοι από τους οποίους μπορεί να είναι και οικονομικά εύρωστοι· το οικοσύστημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τη σύνδεση που έχει με κέντρα σε όλη την Ευρώπη εξαιτίας των προγραμμάτων που υλοποιεί· και τέλος, τα μεγάλα κοινωνικά ινστιτούτα που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον και μεγάλα πρότζεκτ, που έχουν στόχο την αναζωογόνηση των περιοχών.
Θα δημιουργηθούν γραφεία υποστήριξης για όσους σκέφτονται να κάνουν το μεγάλο βήμα, μέσω των οποίων εκτός από συμβουλές και πληροφορίες θα δίνονται σε συνεργασία με τις τράπεζες και ευρωπαϊκά προγράμματα κάποιες μικροπιστώσεις από 25.000-50.000 ευρώ.
«Θα προσπαθήσουμε να κινητοποιήσουμε την κοινωνία και τις δυνάμεις που έχει. Να δείξουμε ότι μπορεί να γίνει. Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του δικτύου. Να πούμε ότι δεν περιμένουμε σήμερα να δημιουργηθούν ξανά τα χωριά του ’60. Εχουν αλλάξει οι εποχές, οι ανάγκες και οι ζωές των ανθρώπων. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει μια κινητικότητα, μπορεί για παράδειγμα κάποιος να ζει κάποιους μήνες ή κάποιες μέρες την εβδομάδα στο χωριό, αλλά να κατεβαίνει και στην πόλη», καταλήγει ο κ. Γούσιος.
