Είναι η μείωση του πληθυσμού μονόδρομος; Παρά το γεγονός ότι οι δείκτες γονιμότητας μειώνονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, κάποιες εμφανίζουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από τις άλλες. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα πολύ νωρίς, κυριολεκτικά εδώ και δεκαετίες, τονίζει ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας και ερευνητής στο Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών. Στη Γαλλία και την Ισλανδία ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας τα τελευταία 53 χρόνια (1970-2023) δεν έπεσε ποτέ κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα.

Σε μια ομάδα χωρών, όπως το Βέλγιο, η Ιρλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Ολλανδία, η Δανία και η Φινλανδία, ο δείκτης γονιμότητας έπεσε κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα μόνο τα τελευταία 1-8 χρόνια από το 1970 και μετά. Ομως, στον αντίποδα, στη Γερμανία ο δείκτης γονιμότητας βρίσκεται κάτω από 1,5 στα 43 από τα 50 τελευταία χρόνια, στην Ιταλία στα 40, στην Ελλάδα και την Ισπανία στα τελευταία 37 χρόνια. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πόσο πιο δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση στις χώρες της τελευταίας ομάδας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όταν το πρόβλημα έχει εγκατασταθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οταν θέλεις να μετρήσεις τον χρόνο που θα χρειαστεί ένα αυτοκίνητο για να φτάσει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, αν μετρήσεις την ταχύτητά του σε ένα σημείο της διαδρομής δεν θα βγάλεις σωστό συμπέρασμα. Πρέπει να έχεις μετρήσει το πόσο τρέχει το όχημά σου σε πολλά σημεία της διαδρομής. Το παράδειγμα αυτό φέρνει ο δημογράφος κ. Κοτζαμάνης, στην προσπάθειά του να εξηγήσει για ποιους λόγους τα δημογραφικά δεδομένα στην Ελλάδα θα χρειαστούν περίπου 35 χρόνια για να μεταβληθούν, εφόσον βέβαια ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. «Οι άνθρωποι και βασικά οι πολιτικοί εκπλήσσονται όταν τους λέω ότι ακόμη κι αν λάβουμε αποδοτικά μέτρα και αυξηθεί άμεσα ο δείκτης γονιμότητας, μέχρι το 2060 οι γεννήσεις θα συνεχίσουν να είναι λιγότερες από τους θανάτους στην Ελλάδα. Μπορούμε όμως αντί για 60.000 λιγότερες που είναι σήμερα να μειώσουμε τη διαφορά και να είναι 40.000 λιγότερες. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό», υπογραμμίζει.
Ο ελάχιστος δείκτης γονιμότητας ώστε μια γενιά να έχει τη δυνατότητα να αναπαράγει τον ίδιο αριθμό ατόμων για την επόμενη γενιά είναι 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα. Ο δείκτης γονιμότητας στη Γαλλία για το 2024 ήταν 1,62 παιδιά ανά γυναίκα, μειώθηκε δηλαδή σε σχέση με το 1,68 του 2023, ωστόσο η Γαλλία έχει τον υψηλότερο δείκτη ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. Πώς τα καταφέρνει; «Λαμβάνοντας μέτρα στήριξης της οικογένειας εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια. Οχι επιδόματα, γιατί τα παιδιά δεν κοστίζουν μόνο τα 2-3 πρώτα χρόνια, αλλά για δεκαετίες», επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης. Ουσιαστικά μέτρα, όπως ευέλικτες γονικές άδειες, άδεια μητρότητας με πλήρη καταβολή του μισθού από το κράτος, επιδότηση που καλύπτει έως και το 80% της φύλαξης του παιδιού ανάλογα τον τύπο που θα επιλέξουν οι γονείς και επίδομα έως το παιδί να συμπληρώσει τα 20 χρόνια του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πτώση που εντοπίστηκε το 2024 στον δείκτη γονιμότητας σε σχέση με το 2023 κινητοποίησε αμέσως το εθνικό ινστιτούτο δημογραφίας, που ξεκίνησε σχετική έρευνα για να εντοπίσει τα αίτια της αλλαγής προς το χειρότερο.
Από την άλλη, η Γερμανία πώς καταφέρνει να έχει αύξηση πληθυσμού ενώ ο δείκτης γονιμότητας είναι τόσο χαμηλός για τόσο πολλά χρόνια; «Οι Γερμανοί έχουν, ή τουλάχιστον είχαν, διαφορετική προσέγγιση. Είναι μια χώρα ανοιχτή που δέχεται πολλούς μετανάστες που ισοσκελίζουν την έλλειψη γεννήσεων», εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης. «Μπορεί να μη μας αρέσει πολιτικά, αλλά από δημογραφική άποψη η μετανάστευση αποτελεί έναν τρόπο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα», επισημαίνει ο ερευνητής.
Σε μια Ευρώπη όπου τα ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά κόμματα, όπως η Εθνική Συσπείρωση στη Γαλλία και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, σημειώνουν σημαντικά εκλογικά κέρδη, η εθνικιστική ρητορική απειλεί να επιταχύνει το φαινόμενο της πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Οσοι απαιτούν κλειστά σύνορα θα πρέπει να βρουν άλλη λύση, πέρα από τη μετανάστευση, για την αναπλήρωση της πληθυσμιακής δεξαμενής, με τον γηγενή πληθυσμό της Γηραιάς Ηπείρου να αναμένεται να μειωθεί δραστικά μέσα στα επόμενα 100 χρόνια. Οι τελευταίες προβλέψεις της Eurostat κάνουν λόγο για μείωση της τάξης του 6% μέχρι το 2100, με 419 εκατ. από 447 εκατ. σήμερα. Οι προβλέψεις για τον πληθυσμό της Ευρώπης χωρίς μετανάστες κάνουν λόγο για συρρίκνωση σε ποσοστό 30%.

