«Μα συμπόσιο για τον θάνατο αυγουστιάτικα;». Οι διοργανωτές είχαν μια μικρή ανησυχία στην προετοιμασία της εκδήλωσης με θέμα «Πένθος και θλίψη σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο» στις 29-30 Αυγούστου στη Χίο, έναν μικρό αστερίσκο για το κατά πόσον η εποχή «σήκωνε» ένα τέτοιο θέμα. Πού να φαντάζονταν ότι τέλη Αυγούστου το νησί θα ήταν βυθισμένο σε συλλογικό πένθος, λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών, και το συμπόσιο θα ήταν, με δραματικό τρόπο, πιο επίκαιρο από ποτέ. Κάπως έτσι είναι όμως η απώλεια, χτυπάει όταν είσαι απροετοίμαστος, ευάλωτος.
Πάντως, ο τρόπος που πενθούμε έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Χίο, νησί με παράδοση στο μοιρολόι, δεν υπάρχουν πλέον μοιρολογίστρες. Τις επτά τελευταίες είχε εντοπίσει η Μίτσυ Ακογιούνογλου, επίκουρη καθηγήτρια Μουσικοθεραπείας σήμερα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στην έρευνα για το διδακτορικό της την περίοδο 2011-2014. Ηδη τότε όλες ήταν προχωρημένης ηλικίας, οι περισσότερες σήμερα έχουν φύγει από τη ζωή. «Δεν είχαν γίνει μοιρολογίστρες επειδή μόνο τραγουδούσαν καλά –τα μοιρολόγια στη Χίο κυμαίνονται σε 3-5 τόνους, δεν είναι τόσο μελωδικά–, αλλά γιατί είχαν εξαιρετική ικανότητα να σκαρφίζονται στίχους», λέει η κ. Ακογιούνογλου στην «Κ», λίγες ημέρες πριν από το συμπόσιο στο οποίο φυσικά συμμετέχει. «Το μοιρολόι ήταν πολύ αυτοσχεδιαστικό, οι γυναίκες το εξασκούσαν από μικρή ηλικία, από τότε που πρωτοβγαίνανε να δουλέψουν στα χωράφια, στα μαστίχια». Οι περισσότερες το εξασκούσαν ώς τα 50-60 τους, ενώ κάποιες λίγες ώς τα βαθιά γεράματα. «Ηταν μία σε ένα χωριό που λεγόταν χαρακτηριστικά ότι δεν μπορείς να φύγεις αν δεν σε κλάψει η συγκεκριμένη γυναίκα. Ηταν δηλαδή κι ενός είδους τιμή να είσαι μοιρολογίστρα».
«Παλιότερα υπήρχε μια πιο φυσιολογική μετάβαση από τον θάνατο στην κηδεία και τον αποχωρισμό», λέει η Μίτσυ Ακογιούνογλου, επίκουρη καθηγήτρια Μουσικοθεραπείας.
Οπως φάνηκε από την έρευνα, το μοιρολόι υπήρξε εξαιρετικά βοηθητικό για τη διεργασία του πένθους. «Παλιότερα τον νεκρό τον κρατούσαν στο σπίτι και οι γυναίκες τον φρόντιζαν και μοιρολογούσαν πριν από την κηδεία. Υπήρχε δηλαδή μια πιο φυσιολογική μετάβαση από τον θάνατο στην κηδεία και τον αποχωρισμό. Μου έλεγε μια γυναίκα –τότε ήταν 92 ετών– ότι τώρα τους παίρνουν από το χωριό, τους βάζουν στο ψυγείο, ο νεκρός φεύγει αμέσως, υπάρχει δηλαδή ένα απότομο σταμάτημα της σχέσης με αυτόν τον άνθρωπο που μέχρι πριν από λίγα λεπτά ζούσε».
Οι μοιρολογίστρες λειτουργούσαν σαν μια άτυπη ομάδα αυτοβοήθειας. «Στήριζαν τις πενθούσες για ένα 40ήμερο, φρόντιζαν και μοιρολογούσαν τα βράδια και σαν να συνέχιζαν την επικοινωνία με τον νεκρό». Σταδιακά αυτή η παράδοση εγκαταλείφθηκε. «Αυτό που φάνηκε από όσα μου έλεγαν ήταν ότι το μοιρολόι δεν είναι κάτι που αρέσει στις νεότερες γενιές, οι κόρες τους δηλαδή δεν είχαν τη διάθεση να το συνεχίσουν ή να το μάθουν», λέει η κ. Ακογιούνογλου. Δεν υπήρχε πλέον και ζήτηση. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μια από τις γυναίκες μου εξομολογήθηκε με παράπονο ότι πήγε να μοιρολογήσει τον αδερφό της και δεν την άφησαν». Η μοιρολογίστρα βοηθούσε τους πενθούντες να αφεθούν, να εκφραστούν, το μοιρολόγημα όμως άρχισε να φαίνεται δήθεν, τραβηγμένο, θεατρικό (κάποιες φορές οι γυναίκες έβγαζαν δυνατές κραυγές ή τραβούσαν τα μαλλιά τους, εκφράζοντας τον πόνο της οικογένειας). «Οι νέες γενιές είμαστε πιο αποστασιοποιημένοι, δεν θέλουμε να δείχνουμε δημόσια τα συναισθήματά μας, να εκφράζουμε τη λύπη, τη στεναχώρια της απώλειας». Εχει ενδιαφέρον πάντως ότι το μοιρολόγημα ταιριάζει στις νέες θεωρίες περί πένθους. «Ως γνωστόν, έχουμε φύγει πια από τα πέντε στάδια του πένθους και έχουμε πάει στους συνεχιζόμενους δεσμούς. Αυτό έκανε το μοιρολόι, έφευγε ο άνθρωπός σου, αλλά του μιλούσες σαν να ήταν εδώ. Είχες επικοινωνία».
Το συμπόσιο διοργανώνεται από το ΚΕΛΚΙΠ (Κέντρο Αρχαίου Ελληνικού και Κινεζικού Πολιτισμού) στο Κτήμα Στεφάνου, σε επιμέλεια των Μίτσυ Ακογιούνογλου και Χλόης Μπάλλα (τμήμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης) και την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Φαφαλιού.
Η πανδημία και η τεχνητή νοημοσύνη
Σήμερα δεν έχουμε μοιρολογίστρες, αλλά έχουμε το ΑΙ. Τα griefbots ή deathbots είναι άβαταρ τεχνητής νοημοσύνης που «υποδύονται» τους αγαπημένους μας που έχουν φύγει, επιτρέποντάς μας να συνεχίζουμε την «επικοινωνία» μαζί τους. Οπως λέει στην «Κ» η κ. Μαρία Τσακίρη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Εργαστηρίου Πολιτισμικής Πληροφορικής, Δεδομένων και Πολιτισμικών Ψηφιακών Σπουδών, σε ορισμένες περιπτώσεις η ύπαρξη ενός τέτοιου άβαταρ μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά. «Εκεί που σε πιάνει τρέλα στο πένθος σου, να “μιλήσεις” στον άνθρωπό σου, ακόμα και για το τι συμβαίνει στον κόσμο. “Ρε μπαμπά, θυμάσαι τι γινόταν με τον Πούτιν στην Ουκρανία;” να του πεις, ας πούμε. Είναι πολύ πιθανό όμως κάποιος να βυθιστεί έτσι στο πένθος του, να το κάνει να διαρκέσει για πάντα. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος εγκλωβισμού».
Οπως θα αναλυθεί εκτενώς και στο Συμπόσιο, τη μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που πενθούμε έφερε η πανδημία. Καθώς δεν μπορούσαμε να παραστούμε στην κηδεία των αγαπημένων μας, χρησιμοποιήσαμε την ψηφιακή τεχνολογία ως υποκατάστατο. «Συναντηθήκαμε» και πενθήσαμε ονλάιν σε «εικονικές τελετές κηδείας». «Σε πολλούς δεν αρέσουν τα κηδειόχαρτα που τοποθετούνται στις κολόνες», αναφέρει η κ. Τσακίρη. «Προτιμούν να μοιραστούν το νέο στην ψηφιακή κοινότητά τους, όπου αισθάνονται πιο προστατευμένοι. Το Facebook είναι η γειτονιά, εκεί που παίρνεις ανακούφιση».

