«ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΑ ότι μέσα στην άκρα ανθρώπινη σιγή, τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο. Είχα διαβάσει ότι την αποφράδα εκείνη ημέρα έκαναν το ίδιο. Ογδόντα χρόνια μετά, ήταν μία παρόμοια καλοκαιρινή ημέρα και αν μη τι άλλο τα τζιτζίκια κατάλαβαν την ανάγκη αυτών των ανθρώπων να μην ξαναζήσει η γη ποτέ μια τέτοια τραγωδία. Τι χαρά ένιωσα κι εγώ που τα άκουσα! Σαν νότα ελπίδας στο καλοκαιρινό πεντάγραμμο της ειρήνης. “Η ειρήνη ζει!”, σκέφτηκα».
Η εκπαιδευτικός Μαρία Λεουνάκη (Φωτο αριστερά)περιγράφει στην «Κ» πώς ένιωσε την ώρα που χιλιάδες Ιάπωνες στέκονταν βουβοί –ανάμεσά της– στο πάρκο Μνήμης της Ειρήνης κρατώντας ενός λεπτού σιγή για τα δεκάδες χιλιάδες θύματα της Χιροσίμα. Η ίδια, η οποία ζει με την οικογένειά της στο Κιότο της Ιαπωνίας από το 1999 και εργάζεται σε ένα από τα πιο παλιά και ιστορικά δημοτικά σχολεία της πόλης, αποφάσισε να ταξιδέψει με τρένο από το Κιότο έως την Οσάκα και από εκεί μια ολόκληρη νύχτα με λεωφορείο έως τη Χιροσίμα για να πάρει –για πρώτη φορά– μέρος στην εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της 6ης Αυγούστου του 1945.
Ογδόντα χρόνια μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας από τα αμερικανικά στρατεύματα στη Χιροσίμα, η Ελληνίδα εκπαιδευτικός είδε από κοντά τη συγκίνηση των ανθρώπων που βίωσαν τη φρίκη του πυρηνικού πολέμου, αλλά και των απλών Ιαπώνων πολιτών που βρέθηκαν εκεί -το πρωί της περασμένης Τετάρτηε– ζητώντας να μην ξαναζήσει ποτέ η ανθρωπότητα μία τέτοια τραγωδία.
«Σχεδόν από την αρχή του χρόνου, διαβάζοντας τις εφημερίδες αισθανόμουν έντονα την αγωνία των ηλικιωμένων που είχαν ζήσει τον πόλεμο, να προσπαθούν μέσα από όσα είδαν –συνειδητοποιώντας πως η γενιά τους είναι πλέον η τελευταία– να επαναφέρουν το θέμα με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ τίποτα», σημειώνει η κ. Λεουνάκη, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους θέλησε να είναι παρούσα σε αυτήν την ιστορική επέτειο.
«Με τον πόλεμο στις μέρες μας να αποτελεί μόνιμο θέμα στις ειδήσεις ανά τον κόσμο μαζί με εικόνες που δεν θέλει κανείς να αντικρίζει, η αγωνία μου κορυφώθηκε: σε τι κόσμο θα ζήσουν τα παιδιά μου; Είναι δυνατόν η βαρβαρότητα και η κτηνωδία να νικήσουν την ανθρωπιά και την ειρήνη; Ολα αυτά τα χρόνια που ζω σε μια ασιατική χώρα, μακριά από τους δικούς μου, έμαθα ότι δεν μένεις με σταυρωμένα τα χέρια όταν προσεύχεσαι. Κι ένα πρωί που διάβαζα τα λόγια μιας Γιαπωνέζας συγγραφέα η οποία γράφει τακτικά για τη Χιροσίμα, είπα μέσα μου “φέτος θα είμαι κι εγώ εκεί”».
«Χιμπακού-σα»: εκείνοι που επέζησαν, ενώ εκτέθηκαν στην πυρηνική ενέργεια
Στο πάρκο οι ετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Η Μαρία Λεουνάκη έφτασε λίγο πριν από τις 6 το πρωί –σχεδόν δύο ώρες πριν από την έναρξη της εκδήλωσης– και άρχισε να παρατηρεί τους ανθρώπους που σταδιακά κατέφθαναν στο πάρκο για να πάρουν τις θέσεις τους. Οι περισσότεροι φορούσαν πένθιμα ρούχα, ενώ τα παιδιά ήταν ντυμένα με τις σχολικές στολές τους. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και οι διοργανωτές μοίραζαν δροσερές πετσέτες και νερά στους παρευρισκόμενους.

Ανάμεσα στο πλήθος, η Ελληνίδα εκπαιδευτικός είδε πολίτες να δίνουν συνεντεύξεις στις τοπικές εφημερίδες, ενώ την ίδια ώρα δεκάδες επίσημοι κατέφθαναν στον χώρο της τελετής. Ξαφνικά, η ματιά της έπεσε σε δύο καλοβαλμένες ηλικιωμένες γυναίκες, που κάθονταν πλάι πλάι περιμένοντας με αγωνία να ξεκινήσει η εκδήλωση. Ηταν η Ταζούε Οκαμότο, 90 ετών, και η Σανάε Τακαμούρα, 87 ετών, δύο αδερφές που για τους Ιάπωνες η οικογένειά τους θεωρείται «χιμπακού-σα»: εκείνοι που επέζησαν, ενώ εκτέθηκαν στην πυρηνική ενέργεια.
«Τη μέρα εκείνη βρισκόμουν στο νησί όπου μεγάλωσα, 50 χλμ. μακριά από τη Χιροσίμα. Είδα με τα μάτια μου το μανιτάρι που σχηματίστηκε από τη βόμβα. Είχε ξαφνικά αστράψει ένα φως».
«Τις πλησίασα και τους συστήθηκα, λέγοντάς τους πως θα ήθελα μέσα από τη συζήτηση μαζί τους να μεταφέρω τα όσα θα ακούσω στους μαθητές μου. Εκείνες δέχτηκαν ευχαρίστως και μου αφηγήθηκαν την ιστορία τους», μάς λέει η κ. Λεουνάκη, μεταφέροντας στην «Κ» τις δύο μαρτυρίες.
«Τη μέρα εκείνη βρισκόμουν στο νησί όπου μεγάλωσα, 50 χλμ. μακριά από τη Χιροσίμα. Είδα με τα μάτια μου το μανιτάρι που σχηματίστηκε από τη βόμβα. Είχε ξαφνικά αστράψει ένα φως», περιγράφει η Ταζούε, ενώ τα λόγια της συμπληρώνει η Σανάε.
«Η μεγαλύτερη αδερφή μας, η Ουτάκο, ήταν τότε 22 χρονών και εργαζόταν στο νοσοκομείο ΣΕΝ εδώ στη Χιροσίμα. Με τη ρίψη της βόμβας, το νοσοκομείο καταστράφηκε ολοσχερώς και η αδερφή μας πετάχτηκε στο ποτάμι. Ηξερε να κολυμπά, αλλά πάνω που έπιασε ένα κλαδί για να ξαποστάσει πετάχτηκαν στο πρόσωπό της 2-3 τενεκεδένια κουτιά με καυτό λάδι. Οπως πολλοί ακόμη τραυματίες μεταφέρθηκε από άνδρες του στρατού στο νησάκι Νινοσίμα απέναντι από τη Χιροσίμα. Τη μάζεψε ένας στρατιώτης που έτυχε να γνωρίζει η ίδια», αφηγούνται οι δύο αδερφές που όπως είπαν στη Μαρία Λεουνάκη έμαθαν αργότερα όλες τις λεπτομέρειες από τη μητέρα τους.

«Την επόμενη μέρα, ο πατέρας μας ξεκίνησε από το νησί μαζί με πυροσβέστες να πάει στη Χιροσίμα για να βοηθήσει. Ανησυχούσε και έψαχνε να βρει την αδερφή μας. Στον δρόμο άκουσε πως είχαν μεταφέρει τους τραυματίες στο νησί Νινοσίμα και ξεκίνησε να πάει. Οταν έφτασε εκεί φώναξε το όνομά της και την άκουσε να του απαντά. Μόνο στο μισό της πρόσωπο είχε 36 κομμάτια γυαλί και ο πατέρας μας δεν μπορούσε καν να την αναγνωρίσει. Εκείνη του ζήτησε να τη μεταφέρει στο σχολείο Φουρούε στη Χιροσίμα, λέγοντάς του πως η επιθυμία της ήταν να πεθάνει εκεί. Ο πατέρας μας την πήρε στην πλάτη του –παρότι ήταν 65 κιλά– και τη μετέφερε στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο που είχε δημιουργηθεί εκεί. Λίγο πριν πεθάνει η αδερφή μας είχε μαζέψει όλες τις νοσοκόμες γύρω της και τους είπε: “Να νιώθετε ότι είστε πεταλούδες κι έτσι να φροντίζετε τους αρρώστους”. Μία γιατρός που άκουσε τα λόγια της, τη θαύμασε και είπε ότι έμοιαζε με Σαμουράι. Σε αυτό το σχολείο άφησε την τελευταία της πνοή, 25 μέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1945».
«Μεγαλώσαμε ακούγοντας ξανά και ξανά από τους γονείς μας την ιστορία της αδερφής μας. Ο πατέρας μας είχε περπατήσει χωρίς διακοπή από το νησί για να τη βρει. Η Χιροσίμα ήταν καμένη γη και καθώς περπατούσε, σκουντουφλούσε πάνω σε πτώματα»
Οι δύο αδερφές ζουν σήμερα στο Καμαγάρι, ένα μικρό νησί ανατολικά της Χιροσίμα και κάθε χρόνο, από το 1961 και μετά, είναι παρούσες στην εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της Χιροσίμα, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο την αδερφή τους, που δεν πρόλαβαν καλά καλά να γνωρίσουν.
«Η μάνα μας προτού πεθάνει, μας είχε βάλει να υποσχεθούμε ότι όσο ζούμε θα ερχόμαστε σε αυτό το μνημόσυνο. Μόνο την περίοδο του κορωνοϊού δεν μπορούσαμε να έρθουμε. Μεγαλώσαμε ακούγοντας ξανά και ξανά από τους γονείς μας την ιστορία της αδερφής μας. Ο πατέρας μας είχε περπατήσει χωρίς διακοπή από το νησί για να τη βρει. Η Χιροσίμα ήταν καμένη γη και καθώς περπατούσε, σκουντουφλούσε πάνω σε πτώματα. Αφού βρήκε την αδερφή μας, η μάνα μας και οι μεγαλύτερες αδερφές μας πήγαιναν στο νοσοκομείο για να τη φροντίζουν. Ετσι εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια και έγιναν κι εκείνοι χιμπακού-σα. Χαιρόμαστε που είμαστε φέτος εδώ και μπορούμε να τα μοιραζόμαστε όλα αυτά».
Οι πιο γενναίες ομιλίες
Η Μαρία Λεουνάκη ευχαρίστησε τις δύο γυναίκες και κάθισε να παρακολουθήσει την τελετή. Στο πάρκο Μνήμης είχαν συγκεντρωθεί ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, ο νομάρχης, ο δήμαρχος της Χιροσίμα, καθώς και εκπρόσωποι από 120 χώρες για να τιμήσουν τα θύματα του ολέθριου πολέμου και να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα κατά των πυρηνικών. Την ώρα που το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα, λευκά περιστέρια αφέθηκαν ελεύθερα στον ουρανό, ενώ δύο μαθητές της έκτης τάξης, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, πήραν τον λόγο για να απευθύνουν ένα δυνατό κάλεσμα στην ειρήνη.

«Ηταν οι πιο γενναίες ομιλίες της εκδήλωσης. Η Τσιέρι Σεκιγκούτσι και ο Σουν Σασάκι, με παθιασμένες και στεντόρειες φωνές μας έδειξαν ότι ξέρουν πού βαδίζουν, και ότι η γενιά τους κρατά πλέον στα χέρια της τη σκυτάλη της ευθύνης. Μας είπαν πως ό,τι έζησε η πόλη τους τότε, δεν πρέπει να το ζήσει ποτέ ξανά κανένας άνθρωπος, πουθενά στη γη. Και κέρδισαν, δίκαια, το πιο δυνατό χειροκρότημα».

