H σύσκεψη χθες στο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας δεν κατέληξε σε συγκεκριμένες ανακοινώσεις όσον αφορά τον εθνικό σχεδιασμό.
Ωστόσο, η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει «σε ριζική αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης των υδάτων στη χώρα, σε ένα πιο λειτουργικό σύστημα, με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και περισσότερες επενδύσεις» έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε πάντως ότι «το νερό είναι και θα παραμείνει δημόσιο αγαθό και πόρος ζωτικής σημασίας, και μόνο έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται».
Δεν ανακοινώθηκαν συγκεκριμένα μέτρα μετά τη σύσκεψη στο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό – Πρώτες αντιδράσεις για τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Ο πρόεδρος της ΕΔΕΥΑ (Ενωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Υδρευσης και Αποχέτευσης) και δήμαρχος Ρεθύμνου, Γιώργος Μαρινάκης, εκτιμά ότι στην αναζήτηση κονδυλίων για αναγκαία έργα πιθανότατα να προκύψει και αύξηση της τιμής του νερού.
«Η κυβέρνηση να μιλήσει και με εκείνους που γνωρίζουν για το πρόβλημα της λειψυδρίας και όχι μόνο με εκείνους που θέλουν να το εκμεταλλευθούν», τονίζει στην «Κ». «Οι ΔΕΥΑ συντηρούν χιλιόμετρα δικτύου, έχουν φέρει πόσιμο νερό σε εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια. Εχουμε σήμερα τον υψηλότερο δείκτη καθαρού πόσιμου νερού στην Ευρώπη, έχουμε παραλίες με γαλάζιες σημαίες. Αρα κάτι έχουν κάνει και οι ΔΕΥΑ, παρότι είναι υποστελεχωμένες πολλές φορές σε ποσοστό κάτω του 50%. Εχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στον διάλογο», προσθέτει.
Από την κυβέρνηση ανακοινώθηκε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη περισσότερα από 1.300 έργα διαχείρισης και αξιοποίησης υδάτων, εκ των οποίων 1.090 αφορούν την ύδρευση και 237 την άρδευση.
Το μέλλον όσον αφορά την επάρκεια νερού προδιαγράφεται δύσκολο. Η Ελλάδα με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη σύσκεψη βρίσκεται στη 19η θέση στον κόσμο στην κατάταξη των χωρών μεγάλου ρίσκου σε σχέση με τη λειψυδρία τα επόμενα χρόνια. Οι προβλέψεις τοποθετούν το σύνολο της επικράτειας σε υψηλό ή εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο.
Παράλληλα, μέσα στην επόμενη 25ετία προβλέπεται μείωση των βροχοπτώσεων κατά 10%-20% και αύξηση της θερμοκρασίας από 0,8 βαθμούς Κελσίου έως και 1,8 ή κατά τόπους 2 βαθμούς. Το έλλειμμα ισοζυγίου υδάτων σήμερα βρίσκεται στο -20%. Ομως, χωρίς να υλοποιηθούν σημαντικά έργα υποδομής το εκτιμώμενο έλλειμμα το 2037 θα φτάσει στο -45%.
Παράλληλα υπάρχει μεγάλος κατακερματισμός στη διαχείριση των υδάτων, ενώ πολλοί τοπικοί πάροχοι είναι προβληματικοί οικονομικά. Το δίκτυο μεταφοράς και διανομής νερού έχει σημαντικές απώλειες της τάξης του 40% στην ύδρευση και 60% στην άρδευση, γίνεται αλόγιστη χρήση και τα χρήματα που εισπράττονται από τους χρήστες είναι υποπολλαπλάσια του κόστους των επενδύσεων. Προτείνεται να δημιουργηθούν «βιώσιμες εταιρείες ύδρευσης και άρδευσης με στόχο αποδεκτό κόστος για όλες τις χρήσεις.
Ο σχεδιασμός θα είναι ολιστικός και θα υπάρχει κεντρική διαχείριση όλων των έργων μικρών και μεγάλων και θα χρησιμοποιηθούν νέες τεχνολογίες, όπως αφαλάτωση και η επαναχρησιμοποίηση».
Ο Φώτης Μάρης, πρύτανης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων, τονίζει ότι με την κατάσταση που διαμορφώνεται είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα. «Η συγχώνευση κάποιων ΔΕΥΑ και η δημιουργία ενιαίου φορέα διαχείρισης νερού θα βοηθήσει ασφαλώς. Ωστόσο θα ήταν καλύτερο η διαχείριση να οργανωθεί ανάλογα με τις λεκάνες απορροής», σημειώνει.
Λιγότερα αποθέματα, μεγαλύτερες ανάγκες
Του Γιάννη Ελαφρού
Ιδιαίτερα ανησυχητική διαγράφεται η κατάσταση των υδατικών αποθεμάτων της χώρας, τόσο στην Αττική όσο και ευρύτερα. Σύμφωνα με τη χθεσινή εικόνα της ΕΥΔΑΠ (23/7/2025) στους ταμιευτήρες της υπήρχαν περίπου 519,5 εκατ. κυβικά μέτρα νερού έναντι 759,5 εκατ. κ.μ. την ίδια ημέρα του 2024. Στην έναρξη του περυσινού υδρολογικού έτους, την 1η Οκτωβρίου 2024, οι ταμιευτήρες είχαν 637,5 εκατ. κ.μ., μετά την αυξημένη κατανάλωση του καλοκαιριού.
Από την ΕΥΔΑΠ αναφέρονται και δύο ακόμα χρονιές για σύγκριση, πάντα όσον αφορά την 23η Ιουλίου: Το 2019, που ήταν το έτος των μέγιστων αποθεμάτων, οι ταμιευτήρες του συστήματος είχαν 1,3 δισ. κ.μ., ενώ το 1993 –το έτος των ελάχιστων αποθεμάτων– είχαν μόλις 164,7 εκατ. κ.μ. Την εικόνα αυτή ανέδειξε και πρόσφατη έρευνα της Επιχειρησιακής Μονάδας Beyond του Αστεροσκοπείου Αθηνών για τα επίπεδα συγκέντρωσης υδάτων στους ταμιευτήρες του Μόρνου και του Ευήνου στα τέλη Μαΐου, όπου διαπίστωσε ότι βρίσκονται στα δεύτερα χειρότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών. Μόνο το 2008 το εύρος κάλυψης του Μόρνου ήταν μικρότερο απ’ ό,τι φέτος.
«Βιώνουμε μια περίοδο ξηρασίας, η οποία δεν είναι από τις χειρότερες που είχαμε. Το θέμα είναι πως έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα και οι ανάγκες. Τη δεκαετία του ’90 η ημερήσια κατανάλωση στην Αττική ήταν 550.000 κ.μ., σήμερα φτάνει το 1,3 εκατ. κυβικά! Ποιος μπορεί να μας πει πόσος θα είναι ο πληθυσμός και ποιες οι ανάγκες σε 20 χρόνια;», λέει στην «Κ» ο Παναγιώτης Σαμπατακάκης, διευθυντής Υδατικών Πόρων της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ). «Δεν μπορούμε να φέρουμε στην Αττική τα ποτάμια από όλη την Ελλάδα, απαιτούνται και τοπικές τεχνικές λύσεις, όπως αφαλάτωση».
Μικροί ταμιευτήρες
«Δεν έχουν όλες οι περιοχές το ίδιο πρόβλημα. Στις Κυκλάδες είναι γνωστή από παλιά η έλλειψη νερού, θα έπρεπε να έχουν πάρει πολύ νωρίτερα μέτρα, με νέες τεχνολογίες και αφαλάτωση. Στη δυτική Μάνη, που εμφανίστηκε επίσης πρόβλημα, προχωρούν τώρα σε ανάλογη λύση. Στην ηπειρωτική Ελλάδα γνωρίζουμε ποιες περιοχές είναι ελλειμματικές υδροδοτικά. Συνήθως είναι αγροτικές και πραγματοποιείται άρδευση. Εκεί πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατ’ αρχάς το πρόβλημα της σπατάλης, πριν συζητήσουμε για άλλα μέτρα», συμπληρώνει ο κ. Σαμπατακάκης. Ο διευθυντής Υδατικών Πόρων της ΕΑΓΜΕ δεν προκρίνει έργα μεγάλης κλίμακας και κοστοβόρα. «Δεν αποτελούν διέξοδο φράγματα γιγαντιαία και φαραωνικά, τα οποία εξάλλου δεν χρηματοδοτεί η Ε.Ε. Προτιμητέα είναι τοπικά έργα, όπως μικροί ταμιευτήρες. Η μορφολογία του εδάφους στην Ελλάδα βοηθάει. Απαιτούνται όμως καλές μελέτες, γιατί τη δεκαετία του ’90 υπήρξαν αστοχίες σε αρκετά φράγματα σε νησιά», αναφέρει ο κ. Σαμπατακάκης.

