Η θεσμοθέτηση του Εθνικού Θαλασσίου Πάρκου Νοτίου Αιγαίου αποτελεί μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα μας, αρκεί να την εκμεταλλευθούμε σωστά. Αυτό υποστηρίζει ο κ. Τάσος Δημαλέξης (φωτ.), διευθυντής της μελετητικής εταιρείας NCC και επικεφαλής της μελετητικής ομάδας που συνέταξε την Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ). Ο κ. Δημαλέξης σημειώνει ότι η μονάδα διαχείρισης του εθνικού πάρκου πρέπει να στελεχωθεί ταχύτατα και να εξασφαλισθεί η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στο όλο εγχείρημα, ειδάλλως θεωρεί ότι θα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.
«Η σημασία της δημιουργίας ενός θαλασσίου πάρκου σε αυτή την κλίμακα είναι αυτονόητα μεγάλη επειδή ενσωματώνει πολλές νησιωτικές και θαλάσσιες περιοχές και επιτρέπει μια συνολική θεώρηση υπό μια ενιαία ομπρέλα προστασίας και διαχείρισης», λέει ο κ. Δημαλέξης. «Περαιτέρω, η ομπρέλα του πάρκου μας επιτρέπει να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημασία όλων αυτών των επιμέρους περιοχών, να τους δώσουμε μια πιο συνολική αξία και να χαράξουμε στρατηγική σε μακροχρόνια κλίμακα».
Σε σχέση με το αρχικό σχέδιο, που αφορούσε μόνο την προστασία ακατοίκητων νησίδων του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, ο κ. Δημαλέξης εκτιμά ότι υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία. «Στα αρνητικά, σαφώς η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή δεν καλύπτει το σύνολο του αρχικά μελετημένου νησιωτικού χώρου. Εχουμε αφήσει απέξω περιοχές που έχουν πολύ μεγάλη σημασία από βιογεωγραφική και εξελικτική άποψη. Η “ειδογένεση”, δηλαδή η διαδικασία δημιουργίας “στενοενδημικών” ειδών (σ.σ. είδη που υπάρχουν μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο γεωγραφικό χώρο), συμβαίνει στα μικρονήσια. Προφανώς υπάρχει μέσα στον χώρο που θεσμοθετείται αυτή τη στιγμή, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί. Από την άλλη πλευρά, με δεδομένο ότι πρόκειται για το πρώτο βήμα μιας συνολικής προσπάθειας, θεωρώ ότι δεν υποθηκεύεται η επιστημονική πληρότητα του νέου εθνικού πάρκου. Σήμερα γίνεται ίσως το σημαντικότερο βήμα, το οποίο δημιουργεί τον πυρήνα της όλης προσπάθειας. Με δεδομένο αυτόν τον πυρήνα, θα είναι εύκολο να συμπληρώσουμε στη συνέχεια το εθνικό πάρκο με νησίδες των Δωδεκανήσων και του Μυρτώου Πελάγους. Στα θετικά στοιχεία, σε σχέση με την αρχική πρόταση, είναι ότι το πάρκο περιλαμβάνει και θαλάσσιο χώρο, κάτι που εμείς λόγω των προδιαγραφών των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών δεν μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε. Αρα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη θεώρηση της προστασίας. Για να εξηγήσω οικολογικά τι σημαίνει αυτό, δεν προστατεύουμε στις αποικίες των πουλιών μόνο τον χώρο όπου κάνουν τις φωλιές τους (δηλαδή τις νησίδες), αλλά και τον χώρο διαβίωσης και κάλυψης των αναγκών τους (τον θαλάσσιο χώρο γύρω από αυτές)».
Ενα από τα σημαντικότερα ζητούμενα του πάρκου είναι και η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Είναι όμως επαρκή τα προβλεπόμενα μέτρα για την αλιεία; «Επειδή ο χώρος του πάρκου είναι μεγάλος και περιλαμβάνει κατοικημένα νησιά, δεν θα ήταν σκόπιμο να ξεκινήσουμε με σοβαρούς περιορισμούς παντού», λέει ο κ. Δημαλέξης. «Εξαρχής απαγορεύουμε τις ανεμότρατες στα όρια του θαλασσίου πάρκου και για τα υπόλοιπα προβλέπουμε μελέτες που θα εκπονηθούν στο πλαίσιο του σχεδίου διαχείρισης. Είναι σημαντικό να μην υπάρξουν οριζόντιες απαγορεύσεις, αλλά στοχευμένα μέτρα με τη συμβολή των ψαράδων, στο πρότυπο του “Αμοργοράματος”. Γι’ αυτό και τα μέτρα που πρότεινε το “Αμοργόραμα”, τα οποία έχουν συζητηθεί εκτενώς, γίνονται αμέσως όλα δεκτά και συμπεριλαμβάνονται στο πάρκο».
Κρίσιμο είναι το πάρκο να μη μείνει «στα χαρτιά». «Ο φορέας που θα το αναλάβει, δηλαδή ο ΟΦΥΠΕΚΑ, πρέπει να κινηθεί με βάση χρονοδιάγραμμα στη στελέχωση και στον εξοπλισμό της τοπικής μονάδας. Η υπόθεση αυτή πρέπει να γίνει γρήγορα και σωστά με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές. Το κύριο δεν είναι να βρεθεί χρηματοδότηση, αλλά να υπάρχει στρατηγικό σχέδιο και ενεργός συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, ειδάλλως το σχέδιο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία».
Είναι ένα στοίχημα για την Ελλάδα, η υπόθεση αυτή πρέπει να γίνει γρήγορα και σωστά με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές.
Εκτός από την περιβαλλοντική προστασία, η δημιουργία του πάρκου είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα μας. «Η περιοχή θα λάβει μεγάλη αναγνωρισιμότητα και για περιβαλλοντικούς λόγους – μέχρι σήμερα ήταν για πολιτιστικούς και αισθητικούς. Είναι στο χέρι της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης το πώς θα εξελιχθεί. Εκτιμώ ότι μπορεί να αποτελέσει και ένα πεδίο επιστημονικής συνεργασίας με την Τουρκία, πάντα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας».

