ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΖΗΣΕΙ το Πεδίον του Αρεως τις τελευταίες δεκαετίες το έχουν δει να περνάει από το ναδίρ στο ζενίθ. Δεν πάνε πολλά χρόνια από την εποχή που το πάρκο στην καρδιά του αστικού ιστού, που αγκαλιάζεται από την Κυψέλη και του Γκύζη, τη Βικτώρια, τη Νεάπολη και το Πολύγωνο, ήταν ένα «άβατο» της πόλης, που είχε υποβαθμιστεί δραματικά από την πιάτσα ναρκωτικών που είχε δημιουργηθεί εκεί.
Το Πεδίον του Αρεως κατάφερε όμως να «αναγεννηθεί από τις στάχτες του», σταδιακά από το 2019 οπότε και οι χρήστες άρχισαν να απομακρύνονται από τον χώρο, και τα τελευταία χρόνια διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή των Αθηναίων. Μεταμορφώθηκε σε ένα σύγχρονο πάρκο, φιλικό προς τις δράσεις αναψυχής των κατοίκων και των επισκεπτών.
Είναι ο μεγαλύτερος αστικός χώρος πρασίνου στον δήμο της Αθήνας. Η έκτασή του, μαζί με τον λόφο Φινόπουλου, αγγίζει τα 277 στρέμματα.
Είναι ένας χώρος που μπορείς να δεις παιδιά να παίζουν και νέους να διαβάζουν στα παγκάκια. Ανθρώπους να κάνουν το τζόκινγκ τους, όσο λίγο παραδίπλα πιστές ομάδες πετάνκ ασκούν το άθλημά τους. Επισκέπτες από όλη την Αθήνα να καταφθάνουν εκεί για να δουν εκθέσεις όπως τα πολυφωτογραφημένα «Plasmata» του Ιδρύματος Ωνάση. Και όταν ο ήλιος πέφτει, άλλους επισκέπτες να συνεχίζουν να έρχονται είτε για να δουν κάποια παράσταση στο ανανεωμένο Θέατρο Αλσος ή να πιουν το ποτό τους στην αυλή του Green Park.

Αυτή η νέα πνοή που φύσηξε στο Πεδίον του Αρεως έμοιαζε απαραίτητη. Είναι άλλωστε ο μεγαλύτερος αστικός χώρος πρασίνου στον δήμο της Αθήνας. Η έκτασή του, μαζί με τον λόφο Φινόπουλου, αγγίζει τα 277 στρέμματα. Και είναι επίσης το πρώτο πάρκο που δημιουργήθηκε αμιγώς για τους κατοίκους της Αθήνας –σε αντίθεση, λόγου χάρη, με τον Εθνικό Κήπο που αρχικά δημιουργήθηκε για τη Βασίλισσα Αμαλία και στην πορεία απέκτησε δημόσιο χαρακτήρα– με μια ιστορία που ξεκινά επίσημα το 1934, αλλά πάει και πολύ πιο πίσω.
Διανύοντας λοιπόν, εδώ και κάποια χρόνια τη «δεύτερη ζωή» του, πού βρίσκεται σήμερα το Πεδίον του Αρεως; Πώς το βιώνουν οι γύρω κάτοικοι που το ζουν κάθε μέρα; Μια επίσκεψη είχε να αναδείξει πολλά: τα «μικρά» που δεν φαίνονται πάντα με μια πρώτη ματιά, αλλά και κρυμμένα μυστικά που πάντα τέτοιοι χώροι κρύβουν.
«Το Πεδίον του Αρεως ακολουθεί την ίδια την ιστορία της Ελλάδας, με τα καλά της και τα κακά της», τολμά να πει ο Δημήτρης Καλαντζής, γέννημα-θρέμμα της περιοχής, που ζει το πάρκο κυριολεκτικά από τα πρώτα του βήματα. Είναι ένας από τους ενεργούς πολίτες της περιοχής, που ηγείται της ομάδας «Πεδίον του Αρεως – Το Πάρκο μας» με σκοπό την ανάδειξη των αναγκών του πάρκου.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ

Ξεκινάμε τη βόλτα μας από την είσοδο όπου βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς. Είναι ένα από τα βασικά σημεία που δίνεται ραντεβού στο Πεδίον του Αρεως και αποτελεί μία από τις 11 εισόδους του πάρκου. Κάτω από το άγαλμα υπάρχει μία έκταση με ελιές, που μπήκε εδώ με την ανάπλαση Τομπάζη που παραδόθηκε το 2010. Πριν από αυτό, εδώ ήταν ένα άτυπο πάρκο σκεϊτάδων. Εργα της εν λόγω ανάπλασης θα συναντήσουμε πολλές φορές στη διαδρομή μας αλλά πάντα θα τα ακολουθεί ένα παράδοξο: είναι κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του πάρκου, που όμως, σε πρώτο χρόνο δεν ήταν λειτουργικά, και θα έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να λάμψουν.
Ενα από αυτά είναι το πλέον φωτογενές σημείο του πάρκου τους τελευταίους μήνες, το σιντριβάνι της Γαρδένιας, που βρίσκεται στο κεντρικό σημείο του, απέναντι από την ομώνυμη καντίνα, που μπήκε και πάλι μπρος τα τελευταία χρόνια, ως η ιδανική στάση για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Το σιντριβάνι ως κατασκευή βρίσκεται εκεί από το 2010, αλλά λόγω κακοτεχνιών δεν λειτούργησε, παρά μόνο φέτος τον Απρίλιο, ύστερα από εργασίες που ξεκίνησαν πέρυσι.


Νωρίς το απόγευμα και αψηφώντας τον ήλιο, πολλά ανυπόμονα παιδιά έχουν πάρει «θέση μάχης» με τα μαγιό και τα κουβαδάκια τους περιμένοντας να δουν τους πίδακες να βγάζουν νερό. «Είμαστε εδώ δύο ώρες», λέει γελώντας μια μαμά, που η κόρη της δεν έχει σκοπό να φύγουν αν δεν παίξει με το νερό. Το πρόγραμμα του σιντριβανιού δεν είναι πάντα σταθερό, αλλά ύστερα από λίγο οι πίδακες ανοίγουν και αμέσως μεταμορφώνεται σε ένα μεγάλο μπουγέλο. Οι πιο τολμηροί γονείς μπαίνουν κι αυτοί με τα παιδιά τους, άλλοι τα επιβλέπουν πίνοντας καφέ στη Γαρδένια.
Κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του πάρκου σε πρώτο χρόνο δεν ήταν λειτουργικά και έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να «λάμψουν».
Ακόμα και τις ζεστές μέρες, υπάρχει μια μικρή όαση δροσιάς και για τους μεγάλους στο πάρκο, η λεγόμενη υδάτινη διαδρομή του. Περνούμε από αυτό που φαίνεται με μια φευγαλέα ματιά σαν μια φυσική, μικρή σπηλιά, αλλά είναι το Σπήλαιο του Πανός, ένα έργο του γλύπτη Βασσάλου που βρίσκεται εδώ από το 1962. Και λίγο μετά, κάτω από τη σκιά των πλατάνων, αποκαλύπτεται το μικρό ρυάκι, που είναι το σπίτι για 11 χελώνες.



Θα χρειαζόταν και μία δεύτερη ανάπλαση για να αναδειχθεί το συγκεκριμένο σημείο, αυτή που έγινε από το Ιδρυμα Ωναση, που όχι μόνο έχει βρει τα τρία τελευταία χρόνια εδώ το σπίτι για τη δημοφιλή έκθεση «Plasmata» αλλά έχει προχωρήσει και σε δενδροφύτευση και άλλες δωρεές. Κάποια από τα πλατάνια της υδάτινης διαδρομής προέρχονται από αυτή την ανάπλαση, όπως και οι Αριές, τα σκιερά καθίσματα που προσφέρονται για πικ νικ και κουβέντα σε άλλο σημείο του πάρκου.
Αλλά και το μίνι «πάρκο μες στο πάρκο», το λεγόμενο πλάτωμα Οικονομίδη (που πήρε το όνομά του από τον πρώτο ιδιοκτήτη του θεάτρου Αλσους), που θα πετύχει κανείς περιδιαβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο του πάρκου. Οσοι έρχονται εδώ, απολαμβάνουν να κάθονται στο γκαζόν, αν και όπως μας λέει ο Δημήτρης Καλαντζής, οι κάτοικοι έχουν επικοινωνήσει το αίτημά τους να γίνει αυτό το σημείο πάρκο σκύλων, ώστε να μπορούν και οι μικροί τετράποδοι φίλοι μας να έχουν ένα χώρο που θα μπορούν να παίζουν ελεύθερα (αφού δεν επιτρέπεται να αφήσει κανείς τον σκύλο του χωρίς λουρί μέσα στο πάρκο). «Χρωστάμε στους ανθρώπους με τα σκυλιά γιατί στον καιρό της μεγάλης απαξίωσης, κράτησαν τη ζωή στο πάρκο», θα υπογραμμίσει, ως οι μόνοι σταθεροί του επισκέπτες.

Εχει και σημείο «ζεν» το Πεδίον του Αρεως. Ο ροδώνας του, μια μικρή σπειροειδής διαδρομή που σου αποκαλύπτεται όσο την περπατάς, κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’50, ως ένας κήπος με τριανταφυλλιές και οπωροκηπευτικά για τους εργαζόμενους του πάρκου και δεν αφορούσε τόσο το κοινό. Και εδώ βλέπουμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται: έργο της ανάπλασης του 2010, πρόσφατα είδε νερό να κυλά στα αυλάκια του. Aπό τότε είχαν τοποθετηθεί σωλήνες για σπρέι νερού, ώστε να περπατάς και να σε δροσίζει από ψηλά αλλά ακόμη δεν έχει λειτουργήσει.
ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΝΥΘΕΙ

Είναι και η «απόσταση» της διαχείρισης του πάρκου που δεν βοηθά πολλές φορές να λυθούν διάφορες μικρο-δυσλειτουργίες του. Παρόλο που το Πεδίον του Αρεως βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, η διαχείρισή του υπάγεται στην Περιφέρεια Αττικής και όχι στον δήμο. Και πάντα ακολουθούσε παρόμοια λογική: όταν το πάρκο ιδρύθηκε το 1934 ανέλαβε να το φτιάξει το ΕΤΜΟΑ γιατί η αξία του έργου ήταν μεγάλη για να μπορέσει να το φτιάξει ο Δήμος Αθηναίων. Πέρασε για κάποιο διάστημα στον δήμο, αλλά και πάλι επέστρεψε στο ΕΤΜΟΑ. Οταν το ειδικό ταμείο διαλύθηκε, το Πεδίον του Αρεως πέρασε στη νομαρχία Αθηνών, την υπερνομαρχία και αισίως στην περιφέρεια.
«Το πάρκο κερδίζει μάχες και χάνει τον πόλεμο της καθημερινότητας», υποστηρίζει ο Δημήτρης Καλαντζής. Ενώ, λοιπόν, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη γενική καλή εικόνα του πάρκου, είναι μικρές λεπτομέρειες –όπως τσακισμένα ξυλαράκια στα γεφυράκια του ροδώνα, ένα σπασμένο πλακάκι που έχει «αντικατασταθεί» από έναν πορτοκαλί κώνο δίπλα στο σιντριβάνι και μένει έτσι εδώ και εβδομάδες, ένα «έξυπνο» παγκάκι που είναι πολύ χαμηλά για να μπορεί πραγματικά να κάτσει ένας ενήλικας– που χρειάζονται μια διαχειριστική Αρχή η οποία θα μπορεί να βλέπει τα μικροπροβλήματα από κοντά, σύμφωνα με τον κάτοικο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ

Θα έπρεπε να πλησιάσουμε στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών για να καταλάβουμε πραγματικά γιατί ο Δημήτρης Καλαντζής συνέδεσε στην αρχή της κουβέντας μας το πάρκο με την ιστορία της Ελλάδας. Είναι μια εκκλησία που βρίσκεται εδώ από τον 16ο αιώνα και χτίστηκε μάλιστα πάνω στα θεμέλια ακόμα παλαιότερου ναού. Σε εποχές δηλαδή που τίποτα άλλο δεν υπήρχε εδώ, η εκκλησία αυτή ήταν το μόνο σημείο ζωής.


Στον αύλειο χώρο της εκκλησίας αποκαλύπτεται το ψιλόλιγνο μνημείο του Ιερού Λόχου, που φτιάχτηκε προς τιμήν των ηρώων του 1821 και των πεσόντων στη μάχη του Δραγατσανίου. Οταν κατασκευάστηκε, το 1845, τοποθετήθηκε αρχικά στο Πανεπιστήμιο, αλλά το 1885 βρήκε τη μόνιμη θέση του έξω από τον ναό. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στο γλυπτό του Λεωνίδα Δρόση, η ξαπλωμένη φιγούρα της ηγετικής μορφής της Φιλικής Εταιρείας θυμίζει έντονα την Κοιμωμένη του Χαλεπά.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΚΟ

«Επιστρέφοντας» στο σήμερα, παίρνουμε τον δρόμο για το θέατρο Αλσος και το πετυχαίνουμε τη στιγμή των τελικών προετοιμασιών πριν αρχίσει να υποδέχεται τους επισκέπτες για την παράσταση της βραδιάς, που θα πει στο κοινό την ιστορία του Γιώργου Ζαμπέτα.
Το θέατρο τη δεκαετία του ’50 υποδέχθηκε όλη την καλή Αθήνα, η οποία κατέφθανε εδώ για να απολαύσει τα βαριετέ θεάματα που οργάνωνε ο Γιώργος Οικονομίδης. Πολλά πάνω και κάτω το βρήκαν μέσα στα χρόνια και για ένα διάστημα έκλεισε. Από το 2018, όμως, άνοιξε και πάλι ανανεωμένο. Ανάμεσα στα μουσικά και θεατρικά του θεάματα, φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια και την Ταράτσα του Φοίβου, ενώνοντας άτυπα το νήμα του βαριετέ. Ο Δημήτρης Καλαντζής θεωρεί την επαναλειτουργία του θεάτρου βασικό λόγο της ανανέωσης του πάρκου. Γιατί όχι μόνο έφερε εδώ νέους επισκέπτες, άλλα έκανε και τους παλιούς να επιστρέψουν: έχει πετύχει πολλές κυρίες, που είχαν δεκαετίες να έρθουν εδώ και το έκαναν ξανά με αφορμή το Αλσος.

Είδαμε κάποιες κυρίες που θα μπορούσαν να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, βγαίνοντας από το θέατρο και παίρνοντας τον δρόμο για τον τελικό προορισμό: το Green Park. Πρώτα όμως μια μικρή στάση στα γήπεδα-τσέπης για πετάνκ. Εδώ τα πράγματα είναι οργανωμένα: υπάρχουν ομάδες, όπως η Πέτα, που εξασκούνται εδώ κάθε απόγευμα. Γίνεται σχεδόν υπνωτικό να τους χαζεύεις να συλλέγουν πίσω τις μπάλες τους με το σχοινάκι με μαγνήτη που όλοι έχουν.
Τη στιγμή που ο ήλιος δύει, μπαίνουμε στο Green Park. Ο all day χώρος είναι μία ακόμα προσθήκη των τελευταίων ετών και της νέας αυτής έναρξης στο Πεδίον του Αρεως, που φέρνει επισκέπτες από κάθε γωνιά της Αθήνας. Τα πρώτα κοκτέιλ ήδη σερβίρονται και η μουσική δυναμώνει.


