Δίστασα προς στιγμήν. Ηταν η δεύτερη φορά που θα έκανα ιππασία στη ζωή μου, αλλά ο Τζέρι δεν ήταν οποιοδήποτε άλογο. Ηξερε να φέρεται σε αρχάριους αναβάτες. Ράτσας Χάφλινγκερ, στα 16 του χρόνια έχει εκπαιδευθεί για να τον καβαλάνε δεκάδες παιδιά, έφηβοι, ενήλικοι με αυτισμό, σωματική και νοητική αναπηρία, με σκλήρυνση κατά πλάκας ή τετραπληγία. Η Μαρία Λίγκα, φυσικοθεραπεύτρια ειδική στην ιπποθεραπεία, κράτησε το χαλινάρι του και μου διηγήθηκε τη συγκινητική ιστορία του Κέντρου Θεραπευτικής Ιππασίας Σερρών.
Οσο άκουγα την ενθουσιώδη επίτιμη πρόεδρο και συνιδρύτρια του ΚΕΘΙΣ να μας μιλάει, σκεφτόμουν ότι επισκεπτόμασταν με τον φωτογράφο Νίκο Κοκκαλιά έναν τόπο ιαματικό με ανθρώπους άλλης πάστας: «Μακεδόνες, παιδί μου! Ολους τούς καλοδέχονται και τους φροντίζουν, γιατί ξέρουν από ξεριζωμούς και δυσκολίες», είπε η Μαρία με περηφάνια. «Οι Σερραίοι έχουν περάσει πολλά, γι’ αυτό είναι φιλοπρόοδοι, μαλακοί, νιώθουν και συμπαρίστανται. Και εμείς από το 2007 έχουμε δει κυριολεκτικά θαύματα να συμβαίνουν εδώ μέσα, στο κινητικό επίπεδο των πασχόντων, αλλά κυρίως στην ψυχολογία. Βλέπετε, το άλογο έχει την ίδια βάδιση με τον άνθρωπο και έτσι κάποιος που δεν μπορεί να περπατήσει, όταν ιππεύσει έχει την αίσθηση ότι κουνάει τα πόδια του. Αποκαθηλώνεται από το καρότσι και βλέπει σε κίνηση τον κόσμο από ψηλά».
Μαζί με άλλους φωτισμένους συναδέλφους της σε ειδικό σχολείο, η Μαρία αποφάσισε πριν από 20 χρόνια να κάνει ένα άλμα και να φτιάξει έναν φορέα που έχει γίνει σημείο αναφοράς σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, όπως μας εξήγησε αργότερα την ώρα που έδυε ο ήλιος σε μια μαγική φάρμα όπου περιθάλπονται και πολλά κακοποιημένα ιπποειδή και ακούγαμε ευτυχισμένα χλιμιντρίσματα.
«Ημασταν τυχεροί διότι εδώ στο χωριό Νέος Σκοπός στον Δήμο Εμμανουήλ Παππά ο πρώτος δήμαρχος στον οποίον είπαμε την ιδέα μας, ο Βασίλης Κετσετζής, ήταν φυσικοθεραπευτής στο επάγγελμα και αμέσως έπιασε το νόημα. Χωρίς αυτή τη στήριξη, τους εθελοντές και τους χορηγούς, δεν θα είχαμε καταφέρει τίποτε μόνοι μας. Ολοι οι δημοτικοί άρχοντες στάθηκαν και εξακολουθούν να στέκονται στο πλευρό μας παρέχοντάς μας αρχικά την έκταση και μετά δωρεάν φως και νερό, αλλά και τον δεύτερο κλειστό στίβο που υπάρχει στην Ελλάδα μετά το Μαρκόπουλο γι’ αυτή τη χρήση», είπε η φυσικοθεραπεύτρια που επέμενε: «Το άλογο και η φύση είναι συνθεραπευτές μας».

Στον βιότοπο
Από τους ίππους περάσαμε στα πετούμενα του ουρανού. Την επίσκεψη στη φάρμα ακολούθησε μια εκπληκτική βόλτα στον υδροβιότοπο της λίμνης Κερκίνης, ένα από τα λίγα μέρη που έχει οργανωθεί σωστά στον νομό για να αναδείξει την τουριστική αξία του. Αλλο μικρό θαύμα κι εκεί. Ηταν η εποχή που τα πουλιά ετοιμάζονταν να κάνουν τα μικρά τους και έτσι καταφέραμε να φθάσουμε αρκετά κοντά και να δούμε τις φωλιές τους.
«Λένε ότι το μειονέκτημά μας είναι ότι είμαστε ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Βουλγαρία. Αν το δεις παραγωγικά και εξαγωγικά, είμαστε σε προνομιούχο θέση στον χάρτη», λέει ο Π. Τσινάβος της εταιρείας «Κρι Κρι».
Για περίπου μία ώρα βρεθήκαμε κυριολεκτικά στον παράδεισο, με τον Γιάννη Σαββίδη στο τιμόνι της βάρκας να μιλάει ισπανικά και γαλλικά στους συνεπιβάτες, τουρίστες από τη Βαρκελώνη. Μεγαλωμένος στο Βέλγιο από γονείς μετανάστες, ξαναγύρισε στα πάτρια εδάφη και εργάζεται στον «Οικοπεριηγητή» του πρωτοπόρου Γιάννη Ρέκλου που ίδρυσε το «Περιηγητικό Οικολογικό Κέντρο Κερκίνης», το οποίο σήμερα διαθέτει εγκαταστάσεις διαμονής, φιλοξενίας, εστίασης και οργανώνει δραστηριότητες στη λίμνη.

Ο Ρέκλος είναι ο άνθρωπος που μεγάλωσε πλάι στην Κερκίνη και οραματίστηκε πώς μπορεί ο επισκέπτης να συμβιώσει σεβαστικά με το οικοσύστημα. «Οταν ξεκίνησα με έναν αγώνα δρόμου περιμετρικά της λίμνης το 1982, όλοι με έλεγαν τρελό. Ομως λάτρευα αυτόν τον τόπο και ήθελα να τον δείξω στον κόσμο και παράλληλα να τον δω να αναπτύσσεται σωστά», μας λέει αποκαλώντας τα πουλιά «συγκατοίκους», και το εννοεί. Χάρη στις δικές του προσπάθειες, οι κάτοικοι εκπαιδεύθηκαν και αυτοί να αναγνωρίζουν την αξία της περιοχής.

Συνοδοιπόροι σε αυτή την προσπάθεια ήταν το ζεύγος Βασίλης και Ελένη Παπαδοπούλου που ίδρυσαν την «Kerkini Farm». Ξεκίνησαν με δέκα ζώα, σήμερα έχουν 300 και μαζί με τα δύο παιδιά τους, Κλεάνθη και Σταύρο, έχουν φτιάξει μια πρότυπη, κάθετη μονάδα εκτροφής και τυποποίησης βουβαλίσιου κρέατος, βραβευμένη από τον «Γαστρονόμο».
«Και εγώ και η Ελένη μεγαλώσαμε εδώ με καταγωγή από Πόντο και Θράκη. Πήγαμε στην Ολλανδία, αλλά γυρίσαμε πίσω γιατί αγαπούσαμε το μέρος. Παντρέψαμε το βουβάλι με την Κερκίνη και αυτό είναι η μεγάλη μας περηφάνια. Με κόπο και μεγάλη υπομονή και πίστη. Δεν ήμασταν οι επενδυτές που είχαμε το χρήμα και τα είδαμε όλα να φυτρώνουν μπροστά μας. Τα χτίσαμε βήμα βήμα, ξεκινήσαμε από ένα κρεοπωλείο. Το άλλο που καμαρώνουμε είναι ότι κρατήσαμε και τα παιδιά μας εδώ». Ο Κλεάνθης και ο Σταύρος συμπλήρωσαν: «Τη δουλειά την αγαπήσαμε και εμείς από μικροί διότι τρέχαμε μαζί τους. Τους βλέπαμε χαρούμενους και έτσι μας βλέπουν και τα δικά μας τα παιδιά».
Η διαρροή
Οι δύο νέοι αποτελούν εξαίρεση, καθώς οι συνομήλικοί τους συνήθως φεύγουν για Θεσσαλονίκη, Αθήνα ή εξωτερικό, και είναι ο νομός που έχει χάσει τις τελευταίες δεκαετίες πολύ μεγάλο αριθμό κατοίκων. Τα χωριά ερημώνουν παρά το γεγονός ότι περιτριγυρίζονται από σπουδαία κάλλη που θα μπορούσαν να φέρουν τουριστικό εισόδημα όλο τον χρόνο. Ενα από τα λίγα που γνωρίζουν άνθηση λόγω της λίμνης και των βουβαλιών είναι τα Ανω Πορόια, διάσημη στάση για φαγητό. Εκεί συναντήσαμε δύο γυναίκες που ήρθαν ως νύφες και έκαναν τον γυναικείο συνεταιρισμό Νιβιάστα σε μια ωραία τοποθεσία που βλέπει κανείς την Κερκίνη στο πιάτο ενώ τρώει καταπληκτικά φαγητά και γλυκά.

«Νιβιάστα στα βλάχικα θα πει νύφη και όταν έρχεσαι σε βλαχοχώρι γίνεσαι ξεφτέρι στις πίτες», μας λένε οι ιδρύτριες, Δανάη Φίλιου και Αθηνά Αριανοπούλου, που έκαναν τον συνεταιρισμό όταν τα παιδιά τους πήγαν για σπουδές και βρήκαν ελεύθερο χρόνο. Είναι όμως λίγες αυτές οι προσπάθειες. Εξαίρεση αποτελούν το ιχθυοτροφείο και η ταβέρνα της οικογένειας Τάση κοντά στο χωριό Αγκιστρο, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα: «Ημασταν από την Ηπειρο. Ηρθα 30άρης και είμαστε ήδη 45 χρόνια εδώ», λέει.
Η περιοχή άλλαξε προς το καλύτερο διότι εδώ ήταν απαγορευμένη παραμεθόριος ζώνη με αυστηρότατους ελέγχους, κάτι που σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Συνδυαστήκαμε με τις θερμές πηγές του Αγκίστρου και σιγά σιγά έγινε ένα τουριστικό ρεύμα. Είμαστε δίπλα σε μία από τις κύριες χερσαίες πύλες της χώρας, αλλά όλοι περνάνε και δεν σταματάνε. Και όμως έχουμε διαμάντια εδώ», λέει ο Γιώργος Τάσης και έχει δίκιο.
Το τραύμα
Η αλήθεια είναι ότι από τον Προμαχώνα μέχρι και την πόλη των Σερρών κυριαρχούσαν αυτοκίνητα με βουλγαρικές πινακίδες. Οι γείτονες έρχονται μαζικά ως τουρίστες, αλλά στο παρελθόν ήρθαν ως κατακτητές. Οι περισσότεροι Ελληνες δεν ξέρουν ότι η πόλη κατακάηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. «Οι Σέρρες είναι μια πόλη σε μετατραυματικό στρες. Είχε τρεις βάναυσες βουλγαρικές κατοχές, το 1913 που την κατέστρεψαν, το 1916 και το 1941. Είχε και πολύ άσχημες συγκρούσεις στον Εμφύλιο», μας εξηγεί ο συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης. Είναι η φωνή και η πένα της Ιστορίας των Σερρών, η ζωντανή συνείδηση του παρελθόντος που προσπάθησε να μας διηγηθεί ένα παρελθόν γεμάτο σκιές που δεν έχουν ακόμη φύγει. Τον συναντήσαμε στο διαμέρισμά του στην πόλη, όπου στριμώχνει μέσα σε λίγα τετραγωνικά ένα πλουσιότατο αρχείο και μια μεγάλη βιβλιοθήκη.

Προσπάθησε να μας εξηγήσει ότι οι Σέρρες όχι μόνο αφανίστηκαν από τη φωτιά, αλλά έχασαν δύο – τρεις φορές και τη φυσική ηγεσία τους, που εξοντώθηκε από τους εισβολείς, αλλά και μεγάλο μέρος του πληθυσμού που αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη: «Στην τρίτη πια κατοχή οι αυτόχθονες Σερραίοι έφυγαν έχοντας πικρή πείρα από το τι είχε συμβεί από τους Βουλγάρους και δεν επέστρεψαν κατά την απελευθέρωση. Αντιθέτως έμειναν εδώ αυτοί που είχαν προσφυγική καταγωγή, Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καππαδόκες ή ακόμη και Σαρακατσάνοι και Βλάχοι, μη γνωρίζοντας πόσο στυγνοί ήταν οι κατακτητές. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα μουσείο αφιερωμένο στην Ιστορία των Σερρών, δεν υπάρχουν πάππου προς πάππου Σερραίοι. Επικρατούν οι επιμέρους προσφυγικές ταυτότητες, τις οποίες οι σύλλογοι τιμούν».
Ο Τζανακάρης αυτοπροσδιορίζεται χιουμοριστικά ως «ένας φτωχός και μόνος Σερραίος καουμπόι»: «Η ιστορική μνήμη στην πόλη και στην περιοχή πάσχει. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι ότι οι κάτοικοι του νομού, που είναι απόγονοι ανθρώπων οι οποίοι βασανίστηκαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τους Βουλγάρους, σήμερα πωλούν με ευκολία τα σπίτια τους στους γείτονες. Ο λόγος είναι ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ερήμωση, μια και τα παλιά καπνοχώρια άδειασαν τελείως γιατί η δεύτερη και η τρίτη γενιά παράτησαν τη γεωργία για άλλα επαγγέλματα και οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να αντισταθούν στα τεράστια χρηματικά ποσά που τους προσφέρονται».

«Οι Σέρρες είναι σάντουιτς ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Θεσσαλονίκη και αυτό καθορίζει τη μοίρα της πόλης. Τα ίχνη των τριών κατοχών είναι νωπά, αλλά όταν υπάρχει οικονομικό όφελος, όπως φθηνότερες τιμές ή χαμηλότερος ΦΠΑ, τότε η ιστορική μνήμη παραμερίζεται. Αλλο το ένα, άλλο το άλλο. Τα σπίτια αγοράζονται σε εξωπραγματικές τιμές από τους Βουλγάρους, ίσως επειδή ξεπλένεται μαύρο χρήμα αλλά και διότι κάποτε οι τράπεζες της Βουλγαρίας έδιναν πιο εύκολα δάνεια γι’ αυτή τη δουλειά», λέει o Δημήτρης Νάτσιος, δημοσιογράφος στον ιστότοπο Lion News, και προσθέτει: «Η ικμάδα των Σερρών προερχόταν κάποτε από τον κάμπο τους. Οι αγρότες τροφοδοτούσαν την πόλη, αλλά με το που έφυγαν τα καπνά από τη μέση, η οικονομία δεν επανέκαμψε. Παράγονταν επίσης ντομάτα, καλαμπόκι, τεύτλα και ρύζι. Υπήρχαν και εργοστάσια μεταποίησης, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, όλα αυτά μέχρι και το 1990. Εγώ όταν ήμουν 10-11 χρόνων μάζευα ντομάτες με τη μάνα μου. Τότε ένας μικρός αγρότης με καμιά 25αριά στρέμματα μπορούσε μετά από κάποια χρόνια να αγοράσει ένα διαμέρισμα. Τώρα πάνε αυτά».

Μερικοί, ωστόσο, αντιστέκονται και καταφέρνουν μέσα στις δυσκολίες να προοδεύουν.

Συναντήσαμε τον επιχειρηματία Παναγιώτη Τσινάβο στη μονάδα του «Κρι Κρι», όπου έχει πλέον δημιουργήσει και ένα εξαιρετικό μουσείο παγωτού – πόλος έλξης για παιδιά και μεγάλους. Εκείνη την ημέρα θα έβλεπε από κοντά τους αγρότες στην ακαδημία γάλακτος που έχει δημιουργήσει η εταιρεία. «Παίρνουμε 300 τόνους γάλα την ημέρα. Εκπαιδεύουμε όμως τους παραγωγούς μας να γίνουν καλύτεροι και αποδοτικότεροι». Η «Κρι Κρι» ξεκίνησε από τον πατέρα του και τον θείο του.
«Το 1987 αποφασίσαμε ότι κρατάμε τη δουλειά όχι ως αντιπρόσωποι, αλλά με φιλοδοξία να κάνουμε μια μικρή, σύγχρονη μονάδα. Το 2001 μπήκαμε στο γάλα, το 2003 στο Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα στο γιαούρτι. Χάρη στην καλή στρατηγική, σήμερα έχουμε στην Ελλάδα πάνω από 50% μερίδιο αγοράς, ενώ το 60% του τζίρου προέρχεται από εξαγωγές, κυρίως στην Αγγλία και στην Ιταλία. Αξιοποιήσαμε το πλεονέκτημά μας καθώς η περιοχή των Σερρών παράγει το μεγαλύτερο ποσοστό αγελαδινού γάλακτος στην πατρίδα μας, κάνουμε συλλογή και επεξεργασία μέσα σε 24 ώρες», εξηγεί ο άνθρωπος που φτιάχνει γιαούρτια ακόμη και για το private label της βρετανικής αλυσίδας Waitrose.
«Το σπουδαιότερο κεφάλαιο είναι οι 700 εργαζόμενοί μας», υπογραμμίζει. «Στην επαρχία μπορείς να βρεις ανθρώπους ή να τους δημιουργήσεις και αν επενδύσεις σε αυτούς, δίνουν την ψυχή τους. Το υγιές επιχειρείν δεν μπορεί να στηρίζεται στις επιχορηγήσεις. Πολλές ΒΙΠΕ είναι νεκροταφεία. Πρέπει η πολιτεία να δημιουργήσει ένα περιβάλλον λειτουργικό, όπου να μπορεί να υπάρξει ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός, και να μη βάζει γραφειοκρατικά εμπόδια. Αγαπάμε, μένουμε, παράγουμε στις Σέρρες. Λένε ότι το μειονέκτημά μας είναι ότι είμαστε ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Βουλγαρία. Αν το δεις παραγωγικά και εξαγωγικά, είμαστε σε προνομιούχο θέση στον χάρτη», τονίζει.
Το αυτοκινητοδρόμιο
Μια άλλη αναπτυξιακή δυνατότητα προσφέρει το αυτοκινητοδρόμιο, το οποίο ανήκει στον δήμο. Εκεί μας ξενάγησε ο επικεφαλής του, ο 30άρης Βασίλης Κοτέογλου που ξεκίνησε να τρέχει με καρτ σε ηλικία έξι χρόνων. Είναι εδώ και ενάμιση χρόνο διευθύνων σύμβουλος: «Το ότι δεν είμαστε κοντά στην Αθήνα είναι πλεονέκτημα, διότι είμαστε στα σύνορα και έρχεται κόσμος από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Εχουμε την αγορά των Βαλκανίων και στα ατού μας είναι το καλό κλίμα. Θα θέλαμε να κάνουμε και μια προέκταση της πίστας. Τότε πια θα γίνουμε σαν τα αυτοκινητοδρόμια του εξωτερικού. Αν υπάρχει μεγάλη, διεθνής διοργάνωση μαζεύονται 5.000-6.000 άνθρωποι που μένουν αρκετές ημέρες. Εχω καθήκον να πετύχω για να δημιουργήσουμε και άλλες θέσεις εργασίας στην περιοχή».

Να ξαναβρεί η πόλη το κέφι της
Όσο οι Σέρρες πάλευαν να βγουν από την αφάνεια βρήκαν έναν απροσδόκητο πρέσβη, τον Γιώργο Καπουτζίδη. Ο δημοφιλής ηθοποιός, σεναριογράφος και παρουσιαστής «διαφήμιζε» πάντα την καταγωγή του, ενώ η σειρά «Σέρρες» γυρίστηκε στη γενέτειρά του. Αυτόν τον καιρό έχει ξεκινήσει η παραγωγή του δεύτερου κύκλου και έτσι τον βρήκαμε στην πόλη.

Το «πάρτι» της δεκαετίας του 1990, το μωσαϊκό
του πολιτισμού και το αφήγημα της ήττας
«Είναι ωραίο να τον αγαπάς τον τόπο σου. Είναι κομμάτι μου και μέρος της διαδρομής μου. Οταν βλέπω πόσο μακριά είναι από την Αθήνα, κάπου με παραδέχομαι. Εκανα πολύ μεγαλύτερη απόσταση μέχρι να πάω στο Mega με το πρώτο σενάριο σε σχέση με έναν Αθηναίο. Μεγαλώνοντας εγώ νόμιζα ότι βρισκόμουν στο κέντρο του κόσμου, όπως κάθε παιδί. Τότε ήταν ένας πλούσιος νομός. Οι άνθρωποι καλοπερνούσαν και γλένταγαν. Τη δεκαετία του 1990 οι Σέρρες ήταν μια πολύ ζωντανή πόλη. Είχε πάρα πολύ κόσμο έξω, είχε πάρα πολλά μαγαζιά. Εγώ ήμουν κλεισμένος στο σπίτι, κακά τα ψέματα, δεν έχω να θυμηθώ ούτε βόλτες ούτε τίποτα. Οταν κατάλαβα ότι αυτό το οποίο είμαι, η σεξουαλικότητά μου, είναι κάτι που δεν μπορώ να επικοινωνήσω, κλείστηκα στο εφηβικό δωμάτιό μου. Ετσι και η σειρά αναπαριστά κάποιες δυσκολίες που όλα τα γκέι άτομα και ειδικά τα ομοφυλόφιλα αγόρια που έχουν μεγαλώσει σε μια επαρχιακή πόλη τα έχουν βιώσει. Αν έχω μια ευχή για την πόλη είναι να ξαναβρεί τη χαρά και το κέφι της, να προκόψει».

Η φανέλα
Πριν από τον Καπουτζίδη ήταν ο Πανσερραϊκός που έβαλε την πόλη στη μικρή οθόνη, λέει ο παλιός άσος της ομάδας Τάκης Ηλιάδης, γεννημένος γκολτζής και ένα από τα καλά δεκάρια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αγωνίστηκε από το 1964 έως το 1976. «Να, εδώ νίκησα το “πουλί”, τον Οικονομόπουλο, με ένα σουτ στη γωνία του τέρματος», μας δείχνει μέσα στο γήπεδο της ομάδας. «Για να αγοράσουμε μια μπάλα πιτσιρίκια έπρεπε να μαζεύουμε λεφτά από τα κάλαντα. Τότε είχε αλάνες παντού, χώμα. Την πρώτη φορά που πήγαμε εμείς οι ποδοσφαιριστές του Πανσερραϊκού να παίξουμε στο “Καραϊσκάκη” το 1965 και είδαμε γήπεδο φωταγωγημένο με προβολείς, νομίζαμε ότι πήγαμε στο Διάστημα. Οταν λοιπόν ανέβαινε εδώ μια ομάδα για να παίξει, δεν έρχονταν μόνον οι 11 και ο προπονητής, ανάμεσα στους οποίους και οι παικταράδες της εποχής όπως ο Δομάζος, ερχόταν πολύς κόσμος, φίλαθλοι από κάθε μέρος της Ελλάδας. Με τον Ολυμπιακό πλάκωναν 3.000-4.000 Πειραιώτες. Εμείς χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε η αιτία να διαφημιστούμε, να μας μάθουν».
«Κάνουμε περιοδεία το καλοκαίρι με δωρεάν παραστάσεις σε χωριά και δεν συναντάμε ανθρώπους κάτω από 65 χρόνων», λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Γιώργος Ανδρέου.
Τελικά, τι σόι πόλη είναι οι Σέρρες; Μας το συμπυκνώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ και συνθέτης, Γιώργος Ανδρέου. «Είναι λογικό να κυριαρχεί ένα αφήγημα ήττας όχι μόνο στις Σέρρες, αλλά σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας που δεν έχουν μπροστά θάλασσα. Διότι αφού η αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή μειώθηκε ή εκμηδενίστηκε, βρέθηκαν ανοχύρωτες, χωρίς ρόλο. Ο κόσμος τους φεύγει. Δείτε, λ.χ., τι συνέβη εδώ: από 240.000 πήγαμε 160.000 και ο πληθυσμός μειώνεται.
Κάποτε η πόλη ήταν 6η στην Ελλάδα σε ευρωστία και τώρα είναι 52η. Κάνουμε περιοδεία το καλοκαίρι με δωρεάν παραστάσεις σε χωριά, σε μικρότερες κοινότητες απομονωμένες και δεν συναντάμε ανθρώπους κάτω από 65 χρόνων», λέει ο Ανδρέου, του οποίου ο πατέρας είχε εκλεγεί πολλές φορές δήμαρχος και άφησε πίσω του σοβαρότατο έργο. Σήμερα έχει κάνει το ΔΗΠΕΘΕ κυψέλη, πολιτιστικό κέντρο. Εχει καθημερινά δράσεις, έτσι το θεωρούν οι κάτοικοι, δικό τους.
Το κράμα

«Ο Ελληνισμός του Βορρά έχει σπουδαία δυναμική που η χώρα δεν την έχει αξιοποιήσει. Προσφέρει ένα ευρύτερης αντίληψης δίδαγμα. Ακριβώς επειδή οι πληθυσμοί εδώ ήταν και παρέμειναν πολυπολιτισμικοί τουλάχιστον άλλα 100 χρόνια από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και έμαθαν να συνυπάρχουν. Θα σας το εξηγήσω ως μουσικός. Εμαθα πιάνο στο ωδείο μέσα στη χούντα από μια τρομερή πιανίστα που ήρθε στις Σέρρες από το Μοτσαρτέουμ για προσωπικούς λόγους. Τρομερή τύχη. Οι Σέρρες έχουν όμως μουσική λαϊκή παράδοση, όπου συνδυάζεται το προσφυγικό στοιχείο μαζί με το ντόπιο στοιχείο. Από τη μια έχεις Πόντιους, Βλάχους, Μικρασιάτες, από την άλλη Ρομά σε κάποιες περιοχές που παίζουν συγκλονιστικό ζουρνά και κάποιο είδος γκάιντας. Στο ωδείο μάθαινα Μπετόβεν, Μότσαρτ και Σοπέν, και έξω άκουγα όλο αυτό το μπλεγμένο κουβάρι της παράδοσης. Είμαστε ένα μωσαϊκό του οποίου οι ψηφίδες δεν ενώθηκαν ποτέ με συμπαγή τρόπο, αλλά αυτό είναι και η ομορφιά του τόπου, η πολυμορφία του. Τους νότιους Ελληνες, που έχουν και το πάνω χέρι στην Ιστορία, τους μπλέκει ότι εδώ στον Βορρά οι επιρροές είναι και βαλκανικές και από την Κεντρική Ευρώπη, και όχι από το Αιγαίο Πέλαγος του Ελύτη. Μόνον ο Αγγελόπουλος το έπιασε αυτό και γύρισε “Το λιβάδι που δακρύζει” στην Κερκίνη».

