Οταν δεν κουνιόταν φύλλο επιχειρηματικά στη μνημονιακή Αθήνα, ο τουρισμός εμφανίστηκε σαν μάννα εξ ουρανού. Η υγειονομική κρίση του 2020-21 έδωσε τον χρόνο στο κύμα να φουσκώσει. Τα ξενοδοχειακά πρότζεκτ δεν αφορούσαν πλέον μόνο τις παραδοσιακές πιάτσες της πλατείας Συντάγματος, της Πλάκας ή του Κολωνακίου. Το κύμα κατέβαινε ορμητικό όλο και νοτιότερα, δίνοντας ζωή σε περιοχές που στο συλλογικό αθηναϊκό ασυνείδητο είχαν καταχωρισθεί ως απροσπέλαστες και επικίνδυνες.
Ανάπτυξη στο ίδιο σκηνικό
Σήμερα η Ομόνοια είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ξενοδοχειακή περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Τα τελευταία πέντε χρόνια καταγράφονται περισσότερες από 30 ενάρξεις νέων μονάδων σε μια ακτίνα λίγων δεκάδων μέτρων από τον μητροπολιτικό ομφαλό. Και η μεταπανδημική δυναμική δεν δείχνει σημάδια ανάσχεσης. Το αντίθετο: νέα σχέδια ανακοινώνονται, νέα εργοτάξια εμφανίζονται, κραταιά brands όπως αυτό της Χίλτον δίνουν το «παρών».
Ομως, η τουριστική ανάπτυξη ως μοχλός για αστική αναγέννηση μένει να αποδειχθεί. Για την ώρα σίγουρα μοιάζει να μην είναι από μόνη της αρκετή. Αν και η κατάσταση παρουσιάζεται σημαντικά βελτιωμένη σε σχέση με τη δυστοπική καχεξία κατά τη δεκαετία της κρίσης, οι υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε η μετέπειτα επιχειρηματική κινητικότητα προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα της πόλης.
Το μερίδιο της ευρύτερης περιοχής στην καθημερινότητα του μέσου Αθηναίου συνεχίζει να κινείται κοντά στο μηδέν, παρά το ξενοδοχειακό boom (που όμως δεν τον επηρεάζει άμεσα), ενώ τα προβλήματα καθαριότητας και ασφάλειας επιμένουν. Ρωτήστε τους εργαζομένους στο Εθνικό Θέατρο και τους άτυχους τουρίστες που διασταυρώνονται καθημερινά με εξαθλιωμένους χρήστες ναρκωτικών ουσιών στη Μενάνδρου και στη Σατωβριάνδου επιστρέφοντας στα «ινσταγκραμικά» ξενοδοχεία τους.
Ωστόσο, ένας μη Ελληνας, ο ιδρυτής της αλυσίδας ξενοδοχείων Brown Hotels Λέον Αβιγκαντ, συνεχίζει να είναι ο πλέον θερμός υποστηρικτής των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της Ομονοίας. Εβαλε (κυριολεκτικά) τα λεφτά του σε μια σειρά επενδυτικών κινήσεων που έδωσαν ζωή σε κτίρια και δρόμους περιμετρικώς της πλατείας. Πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει στην Ομόνοια. «Περπάτησα στην Ομόνοια με την κόρη μου για πρώτη φορά το 2018 και σας ορκίζομαι ότι δεν θα την άφηνα να το κάνει μόνη της εκείνη την εποχή. Σήμερα δεν έχω την παραμικρή ανησυχία και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι μεγάλωσε».
Τον ακούω λίγο δύσπιστος και το αντιλαμβάνεται αμέσως. «Σίγουρα η Ομόνοια δεν έγινε Κολωνάκι μέσα σε πέντε χρόνια επειδή άνοιξαν δέκα ξενοδοχεία ή το Μινιόν. Αλλά ποιος περίμενε να γίνει Κολωνάκι; Νομίζω κανείς. Επίσης, αυτό δεν θα ήταν ο ορισμός του “εξευγενισμού;”», αναρωτιέται.
Κατά τη γνώμη του Λέον Αβιγκαντ, η Ομόνοια έχει τα φόντα να γίνει η πιο «κουλ» περιοχή της Αθήνας. «Ναι, μπορεί ο μέσος Αθηναίος να μην κατεβαίνει συχνά στην Ομόνοια, αλλά την έχουν αγκαλιάσει άλλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι χίπστερ, οι γκέι, οι καλλιτέχνες και εν γένει η δημιουργική κοινότητα της πόλης. Κι αυτό σταδιακά θα γίνεται όλο και πιο ορατό».
Τι δείχνουν οι τιμές
Επιχειρηματικά η Ομόνοια, μου εξηγεί ο επικεφαλής της Brown Hotels, είναι ήδη success story. «Πριν από την πανδημία, τα ξενοδοχεία 3 και 4 αστέρων έδιναν τα δωμάτιά τους σχεδόν 100 ευρώ λιγότερο από τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Τώρα οι τιμές είναι απολύτως συγκρίσιμες». Ο ίδιος δεν βλέπει προβλήματα στη δική του Γη της Επαγγελίας, που την έκανε μάλιστα και σπίτι του; Οι πελάτες των ξενοδοχείων της Brown δεν του μεταφέρουν ποτέ άβολες ιστορίες που σχετίζονται με την ασφάλεια ή με την καθαριότητα;
«Θα ήταν ψέματα αν σας έλεγα ότι δεν ακούμε παράπονα από τους πελάτες μας. Αλλά θα κρατήσω το θετικό: είναι όλο και λιγότερα». Τέλος, ο Λέον Αβιγκαντ πιστεύει πολύ στο θέμα του χρόνου: «Πήρε 30 χρόνια για να βυθιστεί η Ομόνοια στο απόλυτο τέλμα, μην περιμένουμε ότι όλα θα φτιάξουν μέσα σε πέντε χρόνια. Πιστεύω ότι ένας αξιόπιστος απολογισμός θα μπορεί να γίνει το 2030. Αλλά εγώ βλέπω αλλαγές μόνο προς το καλύτερο και είναι κάτι που πάει πολύ πέρα από τα ξενοδοχεία και τον τουρισμό. Και αισθάνομαι περήφανος γιατί είμαι κομμάτι αυτής της ιστορίας».
Ο Πάρις Καλλιτσάντσης, διευθύνων σύμβουλος της Blend Development, θα έχει σύντομα τη δική του συμβολή στη νέα εποχή της Ομονοίας. Η εταιρεία του ανακατασκευάζει δύο κτίρια στη συμβολή των οδών Σταδίου και Εμμανουήλ Μπενάκη και στη γωνία Πειραιώς και Γερανίου με σκοπό να στεγάσουν ισάριθμες τουριστικές μονάδες. «Συχνά η τουριστική βιομηχανία παρουσιάζεται ως πανάκεια για την ανάπλαση υποβαθμισμένων περιοχών, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς ένας καταλύτης – όχι η λύση», επισημαίνει. Ως εκ τούτου, ο ίδιος θεωρεί το δημόσιο πλαίσιο αναντικατάστατο.
«Για να επιτευχθεί ουσιαστική αλλαγή, χρειάζεται συντονισμένη παρέμβαση του δημόσιου τομέα με αναπλάσεις πεζοδρομίων, φωτισμού, καθαριότητα, χώρους στάθμευσης και αστυνόμευση. Είμαστε σαφώς σε καλό δρόμο από πλευράς επενδύσεων, αλλά ο δημόσιος τομέας έχει μείνει πίσω και πρέπει να αναλάβει το βάρος που του αναλογεί.
Τα πρότζεκτ μας δεν είναι ανεξάρτητες επενδύσεις. Στόχος μας είναι να συν-αναπτυχθούν μαζί με το δημόσιο, μακροπρόθεσμο πλάνο και τις υπόλοιπες επιχειρηματικές και κοινωνικές δράσεις: ενεργό συμμετοχή σε συνεχή διαδικασία ανανέωσης της πόλης – όχι “pop‑up” επιχειρηματικές δράσεις. Τότε θα επιτευχθεί και το ζητούμενο, που είναι να έρθουν μόνιμοι κάτοικοι, γραφεία και καταστήματα όλων των ειδών, κάνοντας τις περιοχές αυτές πραγματικά ζωντανές, χωρίς τον αποκλεισμό των τοπικών κοινοτήτων – και να ανατραπεί ο φαύλος κύκλος της εγκατάλειψης και κοινωνικής αποδιοργάνωσης».
Η ελάχιστη «μαγιά»
Για τον Αγγελο Μπαρμπαλιό, πολιτικό μηχανικό με κατασκευαστική εμπειρία στην περιοχή, και τον Τάσο Χαλκιόπουλο, τον μπλόγκερ πίσω από τον επιτυχημένο αθηναϊκό λογαριασμό στο Instagram (Athensville), η τουριστική μονοκαλλιέργεια δεν αρκεί για να γυρίσει ο τροχός. Ο πρώτος πιστεύει ότι χρειάζεται ένα ολόκληρο «οικοσύστημα» ανθρώπινου δυναμικού, χρήσεων και λειτουργιών, που θα επιτρέψει στην περιοχή να αναπτυχθεί ουσιαστικά. «Επί του παρόντος βλέπουμε σποραδικές επιχειρηματικές προσπάθειες χωρίς καμία ουσιαστική υποβοήθηση από τον δημόσιο τομέα. Επίσης, δεν βλέπουμε φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση επιχειρήσεων μικρής και μεσαίας κλίμακας που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν και να ανανεώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον».
Για τον Τάσο Χαλκιόπουλο, μόνο με την ολοκλήρωση των εν εξελίξει οικιστικών συγκροτημάτων στο Μινιόν, αλλά και σε μεγάλα κτίρια στην οδό Πειραιώς, θα είμαστε σε θέση να κρίνουμε το μέλλον της Ομονοίας. «Χωρίς μια ελάχιστη “μαγιά” κατοίκων, δεν θα δούμε ζωτικές χρήσεις που θα τονώσουν την εμπορική και κοινωνική ζωή της ευρύτερης περιοχής», τονίζει.
Το Fresh Hotel ήταν από τα πρώτα ξενοδοχεία που άνοιξαν (το 2004) σε μια, τότε, πολύ δύσκολη γειτονιά, κοντά στην πλατεία Θεάτρου. Ακολούθησε προ δύο ετών η επέκταση προς την οδό Αθηνάς σε διατηρητέο κτίριο. Στη δική του αποτίμηση ο διευθύνων σύμβουλος του ξενοδοχείου, Λευτέρης Καρυώτης, μας λέει ότι διαχρονικά οι πελάτες του Fresh Hotel αναγνωρίζουν ότι εδώ χτυπάει η καρδιά της Αθήνας –«που δεν είναι μια “αποστειρωμένη” ευρωπαϊκή πρωτεύουσα– και αυτό τους γοητεύει».
Παρ’ όλα αυτά, εκφράζουν συχνά την ανάγκη για περισσότερη καθαριότητα και ασφάλεια στο κέντρο. «Η Αθήνα δέχεται πλέον επισκέπτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Θα πρέπει να επενδύσουμε σοβαρά και συστηματικά στη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων –ανθρωπίνων και υλικών– με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας: ενίσχυση της καθαριότητας, καλύτερος φωτισμός, αυξημένο αίσθημα ασφάλειας».

