Εντυπη έκδοση. Η πρώτη επαφή του μυστικού αστυνομικού με τους επίδοξους πωλητές ενός υποτιθέμενου πίνακα του Πικάσο έγινε στις 30 Μαΐου. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν 45 λεπτά. Από τα 100 εκατ. ευρώ που ζητούσαν αρχικά οι μεσάζοντες, ο εμφανιζόμενος ως αγοραστής έριξε τις απαιτήσεις τους στα 25 εκατ. Του επέτρεψαν να φωτογραφίσει τόσο την μπροστινή όψη όσο και την πίσω πλευρά, όπου υπήρχε επικολλημένο ένα πιστοποιητικό γνησιότητας. Η συμφωνία δεν είχε κλείσει ακόμη.
Εδωσαν νέο ραντεβού τρεις ημέρες αργότερα σε εστιατόριο της Βάρκιζας. Οριστικοποίησαν το ποσό και αποφάσισαν η συναλλαγή να πραγματοποιηθεί στις 10 Ιουνίου στο Ελληνικό. Οταν έφτασε εκείνο το πρωινό, τα στελέχη του Τμήματος Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος συνέλαβαν 13 άτομα σε παράλληλες εφόδους στην Αττική. Στη δικογραφία που σχηματίστηκε εις βάρος τους, μεταξύ άλλων για τα αδικήματα της διακεκριμένης απάτης και της διακεκριμένης προσβολής πνευματικής ιδιοκτησίας, περιλαμβάνεται ακόμη ένας κατηγορούμενος, ο οποίος δεν εντοπίστηκε στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονται οι φερόμενοι ως δημιουργοί πλαστών έργων τέχνης, ιδιοκτήτες παλαιοπωλείων στο Μαρούσι και στα Μελίσσια, καθώς και ο ιδιοκτήτης ενός φωτοτυπείου.
Οι αποθήκες σε Παγκράτι και Μενίδι και η σύνδεση με άλλες έρευνες για πλαστά έργα τέχνης.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, η αστυνομική έρευνα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2025 έπειτα από ανώνυμη καταγγελία για τέσσερα άτομα, εκ των οποίων τα τρία είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι αυτά τα πρόσωπα κατείχαν και πωλούσαν πλαστά έργα τέχνης που αποδίδονταν σε διάσημους ζωγράφους. Ορισμένοι εξ αυτών δεν ήταν άγνωστοι στις Αρχές. Εις βάρος τους είχε σχηματιστεί δικογραφία για παρόμοια αδικήματα τον Νοέμβριο του 2023.
Εκείνη η υπόθεση είχε ερευνηθεί από το τμήμα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος στην Κρήτη, μετά την απόπειρα πώλησης και την κατάσχεση στη Βουλγαρία ενός πίνακα που αποδιδόταν στον Αμερικανό ζωγράφο Τζάκσον Πόλοκ. Ερευνητές που εξειδικεύονται στα έργα του Πόλοκ στις ΗΠΑ είχαν εκφράσει στην «Κ» τις αμφιβολίες τους για τη γνησιότητά του.
Σε έρευνα που ακολούθησε τότε στην Αθήνα, σε δύο διαμερίσματα και μία αποθήκη κατασχέθηκαν πινέλα, σφραγίδες και έργα μικρών και μεγάλων διαστάσεων που αποδίδονταν σε Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες. Κατά τους αστυνομικούς, ο φερόμενος ως δημιουργός τοποθετούσε τα έργα σε φούρνους για να προσδώσει στοιχεία γήρανσης. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάκρισης και εκκρεμούν οι απολογίες των εμπλεκομένων. Στη νέα, πρόσφατη υπόθεση που ερεύνησαν οι αστυνομικοί στην Αθήνα, οι ρόλοι των μεσαζόντων και πωλητών αποδίδονται σε άλλα πρόσωπα και όχι στους φερόμενους ως δημιουργούς των πλαστών πινάκων.
Ο μυστικός αστυνομικός που υποδύθηκε τον αγοραστή για το υποτιθέμενο έργο του Πικάσο πραγματοποίησε επιπλέον διαπραγματεύσεις με άλλους εμπλεκομένους. Τον οδήγησαν στις αρχές Ιουνίου σε μια αποθήκη στο Παγκράτι, η οποία ήταν γεμάτη με πίνακες. Οπως αναφέρεται στη δικογραφία, συμφώνησαν να του πουλήσουν δύο υποτιθέμενους πίνακες του Πόλοκ προς 20.000 ευρώ τον καθένα, έναν πίνακα του Μονέ προς 25.000 ευρώ, καθώς και τρεις θρησκευτικές εικόνες για 35.000 ευρώ. Ενας από τους δύο πίνακες που αποδίδονται στον Πόλοκ, πάντως, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό (παρόμοια χρώματα και τεχνοτροπία) το έργο που είχε κατασχεθεί στη Σόφια.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι δύο κατηγορούμενοι που προσπάθησαν να πουλήσουν τον πίνακα του Πικάσο στον μυστικό αστυνομικό υποστήριξαν ότι ενεργούσαν ως μεσάζοντες και θα λάμβαναν ως προμήθεια το 20% του τιμήματος. Η εμφανιζόμενη ως κάτοχος του πίνακα υποστήριζε ότι τον είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, ιδιοκτήτη γκαλερί. Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις που γίνονταν με τον μυστικό αστυνομικό, φέρεται να ήταν σε εξέλιξη και άλλη προσπάθεια πώλησης του ίδιου πίνακα σε εκπρόσωπο κάποιου εφοπλιστή έναντι 13 εκατ. ευρώ.
