«Είμαστε εδώ από την περασμένη Τρίτη το βράδυ στις 22.00. Ρίξαμε 400 τόνους νερό» λέει στην «Κ» ένας από τους πυροσβέστες που πάλεψαν επί τέσσερις ολόκληρες μέρες να ελέγξουν την πυρκαγιά στον χώρο της ιστορικής Ελληνικής Εριουργίας, βιομηχανικό συγκρότημα που οικοδομήθηκε το 1914. Ηταν η τέταρτη πυρκαγιά στην Εριουργία, μέσα σε έναν μήνα.
Η φωτιά που ξέσπασε την περασμένη Τρίτη, πήρε γρήγορα διαστάσεις με τις φλόγες να γίνονται ορατές από πολλές γειτονιές του κέντρου.

«Η φωτιά έκαιγε πολλά μικρά κτίρια ταυτοχρόνως. Είχαμε 6-7 αυλούς κι βραχιονοφόρο. Ημασταν 25 πυροσβέστες, ομάδα εθελοντών από την Πεντέλη και ήρθαν και βυτιοφόρα οχήματα του δήμου, μεγάλη κινητοποίηση».
Τελικά η φωτιά θεωρήθηκε «λήξαν συμβάν» τέσσερις μέρες μετά την έναρξή της. Η σύντομη βροχή που έπεσε την Παρασκευή το μεσημέρι βοήθησε και αυτή. «Η φωτιά είχε “κλείσει” νωρίτερα, τώρα “κλείσαμε” και τον καπνό» ανέφερε στην «Κ» ένας εκ των πυροσβεστών. Οπως μας εξήγησε: «Κατέρρευσαν οι ξύλινες σκεπές. Στο έδαφος υπήρχαν ήδη ξύλινες τάβλες, στρώματα, διάφορα. Οταν υπάρχουν πολλά υλικά στο έδαφος, δεν μπορεί να γίνει η κατάλληλη προσβολή. Τα υλικά εμποδίζουν το νερό να κατέβει προς τα κάτω.
»Αν δεν γίνει αναμόχλευση των υλικών δεν μπορεί να γίνει και κατάσβεση. Η φωτιά μπορούσε να αναζωπυρωθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή. Κανονικά θα βάζαμε την μπουλντόζα για την αναμόχλευση, όμως θα έπρεπε να γκρεμίσουμε τοίχο, αλλά αυτό απαγορεύεται γιατί πρόκειται για διατηρητέα κτίρια» πρόσθεσε ο πυροσβέστης. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα μικρό ερπυστριοφόρο.


Η Κορίνα Βολονάση, πρόεδρος στο 5ο δημοτικό διαμέρισμα της Αθήνας (όπου βρίσκεται η Εριουργία) περιγράφει πως την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς, ο δήμος έστειλε ένα μικρό εκσκαφικό μηχάνημα για να περάσει από το στενό δρομάκι που οδηγεί στα κτίρια στην πίσω πλευρά του συγκροτήματος, αλλά δεν τα κατάφερε.
«Ο δήμος απευθύνθηκε στον στρατό. Τελικά, έστειλαν ένα μικρό ερπυστριοφόρο από τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, τον φορέα όπου ανήκει η συγκεκριμένη έκταση».

Ο Χρήστος Μπράνης, αντιπρόεδρος του συλλόγου κατοίκων Ριζούπολης, μένει μαζί με τη σύζυγό του, σε μία πολυκατοικία ακριβώς πάνω από την Εριουργία. «Είκοσι χρόνια μένω εδώ, πρώτη φορά βλέπουμε πυρκαγιά. Και όχι μία αλλά τέσσερις μέσα σε έναν μήνα» λέει στην «Κ».


«Οι φλόγες πύρωσαν τα κάγκελα του μπαλκονιού μας» εξιστορεί προσθέτοντας πως «τόσα χρόνια μαραζώνει η Εριουργία, τίποτα δεν έχει γίνει από την Πολιτεία για να φτιαχτεί. Αστεγοι πάντως έχουν να εμφανιστούν σε αυτόν τον χώρο πριν από την πανδημία. Η Εριουργία είναι παραδομένη στη λήθη και υποβαθμίζεται διαρκώς με σκουπίδια, πεταμένα υλικά. Πριν απο την πανδημία έμεναν εδώ κάποιοι άστεγοι».
Το 1993 το Δημοτικό Συμβούλιο Αθήνας αποφάσισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση, με τον χαρακτηρισμό της Εριουργίας ως χώρου πρασίνου και πεζόδρομου. Λόγω μη εκτέλεσης της απαλλοτρίωσης από όλες τις δημοτικές αρχές, το ακίνητο κατέστη πολεοδομικά αρρύθμιστος χώρος με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων αποφάσισε να επανέλθει.

Μετά την πυρκαγιά της περασμένης Τρίτης, o δήμος εξέδωσε ανακοίνωση όπου ανάμεσα στα άλλα ανέφερε: «Η εγκατάλειψη και ο μη καθαρισμός του χώρου έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση τεσσάρων έως τώρα πυρκαγιών σε μικρό χρονικό διάστημα και τη δημιουργία έντονης ανησυχίας και ανασφάλειας στην περιοχή. Hδη έχουμε ζητήσει με επιστολή από το υπουργείο Οικονομικών να περιέλθει το μέρος που ανήκει στα ΕΑΣ στον δήμο, και σε συνεργασία με την ΚΤΥΠ να καταλήξουμε σε οριστική λύση για την ανάπλαση και αναγέννηση του χώρου, προς όφελος των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής».


