Σήμερα, το τζιν παντελόνι είναι πραγματικά παντού: σε μία μεγάλη αλυσίδα σε έναν κεντρικό δρόμο δίπλα μας, ένα συνοικιακό μαγαζί με ρούχα, μια λαϊκή αγορά και, κακά τα ψέματα, σε αμέτρητα eshops που φτάνουν στην πόρτα μας. Κάποτε, βέβαια, όποιος ήθελε να φορέσει το πολυπόθητο μπλου τζιν, αυτό το σύμβολο του στυλ και ένα πειστήριο του κουλ, όπως έφτανε εδώ από διάφορες εικόνες της Αμερικής, έπρεπε να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας.
Για την ακρίβεια, το ραντεβού δινόταν στο 39 της Σταδίου και τη στοά Ορφανίδου, όπου τη δεκαετία του ’60 ξεφύτρωσαν τα πρώτα μαγαζιά με τζιν στην Ελλάδα. Πολλοί έφηβοι και νέοι, μάλιστα, τις εποχές που το ωράριο των καταστημάτων ήταν σπαστό και επέβαλλε κλείσιμο για κάποιες ώρες το μεσημέρι, περίμεναν στα σκαλιά που οδηγούσαν στα τζινάδικα του υπογείου της στοάς και έμπαιναν με το που άνοιγαν το απόγευμα.


Σήμερα, στη Στοά Ορφανίδου κάποια από αυτά έχουν κλείσει προ πολλού, μα άλλα στέκουν ακόμα εδώ για δεκαετίες σαν μικροί ναοί του τζιν που οι μυημένοι εξακολουθούν να προτιμούν. Μέσα στα χρόνια, βέβαια, ήρθαν εδώ και άλλοι μαγαζάτορες, είτε «αυτόνομοι» είτε τελικά φτιάχνοντας νέες μικρές «πιάτσες», όπως είναι αυτή των συλλεκτών γραμματοσήμων και νομισμάτων.
Και όπως οι περισσότερες στοές της Αθήνας, έτσι και η Ορφανίδου προσπαθεί να συνεχίσει να ζει κάπου ανάμεσα στην αναπόληση της δόξας του παρελθόντος, ένα υβριδικό σήμερα και ένα αύριο που ευελπιστεί να είναι καλύτερο, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί για αυτό.
Παλιά τζινάδικα και καπέλα για κάθε γούστο

Ενα από τα πρώτα μαγαζιά με τζιν στη στοά ήταν η Κυπριακή Αγορά που άνοιξε το 1960. Την ίδια εποχή είχε ανοίξει και ο Ναούμ, που όλοι οι παλιοί οι οποίοι πέρασαν κάποτε από εδώ θυμούνται. Και ενώ ο δεύτερος αποτελεί πλέον παρελθόν, η Κυπριακή Αγορά προσφέρει ακόμα κλασικά τζιν στους πελάτες της.
«Levis-Lee-Wrangler, αυτό το τρίπτυχο είναι η ιστορία του τζιν», λέει ο Χρήστος Κρόμπας, που μαζί με τον ξάδερφό του Βασίλη έχουν αναλάβει την Κυπριακή Αγορά από το 1987, τότε που ο παλιός ιδιοκτήτης αποφάσισε να αφήσει το μαγαζί. Παρεμπιπτόντως, ο αρχικός ιδιοκτήτης δεν είχε καμία σχέση με την Κύπρο, το όνομα ήταν απλά ένα εμπορικό τρικ.

Η οικογένεια του Βασίλη Κρόμπα είχε βέβαια ήδη μια κάποια εμπειρία στα ενδύματα και την υπόδηση και τα τζιν. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και είχε ανοίξει το 1955 μαγαζί με παπούτσια στην Ηφαίστου στο Μοναστηράκι τα οποία έφτιαχνε μόνος του. Γύρω στο 1973 άρχισε να ακούει από διάφορους πιτσιρικάδες για τα πολυπόθητα παντελόνια που έρχονταν από την Αμερική. Δεν ήταν μόνο οι εισαγωγές βέβαια, αλλά και τα εργοστάσια στην Καλαμάτα που άρχισαν να φτιάχνουν το νέο αυτό μοδάτο ρούχο. Το χωριό της οικογένειας Κρομπά ήταν κοντά, οπότε σε μια εκδρομή ο τσαγκάρης αποφάσισε να το επισκεφθεί και έκτοτε άρχισε να εμπορεύεται και τζιν.
Ο Κρόμπας θυμάται μια διαφήμιση που κυκλοφορούσε κάποτε και προέτρεπε να μπεις στην μπανιέρα σου φορώντας το τζιν, ώστε να εφαρμόσει καλά στο σώμα.
Στις αποθήκες της Κυπριακής Αγοράς, στο υπόγειο, υπάρχουν ακόμα κάποια παλιά, «σκληρά» τζιν. Οπως υπενθυμίζει και ο ιδιοκτήτης, κάποτε τα αγαπημένα παντελόνια πωλούνταν άπλυτα, δηλαδή με πολύ σκληρό το ύφασμά τους που άρχιζε να μαλακώνει και να ξεβάφει με τα πλυσίματα. Πλέον τα παίρνουμε έτοιμα με όλο αυτό το «στυλιζάρισμα» να έχει προηγηθεί εργοστασιακά. Ο Κρόμπας θυμάται μάλιστα και μια διαφήμιση που κυκλοφορούσε κάποτε και προέτρεπε να μπεις στην μπανιέρα σου φορώντας το τζιν, ώστε να εφαρμόσει καλά στο σώμα.

Θυμάται επίσης εποχές που οι πελάτες συνέρρεαν στη στοά για τζιν. Το δε υπόγειο που σήμερα είναι στο μεγαλύτερο μέρος του αποθήκη ήταν πολύβουο. Είχε μέχρι και καφενείο. Σήμερα ο Βασίλης Κρόμπας παραδέχεται πως κρατιούνται ζωντανοί κυρίως από τους παλιούς πελάτες που τους ξέρουν και τους προτιμούν. «Υπάρχουν και κάποιοι λίγοι νέοι που μπαίνουν εδώ και τρελαίνονται. Τους φαίνεται πολύ vintage», αλλά δεν είναι υπολογίσιμη δύναμη.
Είναι πολλοί οι λόγοι που για τον ιδιοκτήτη της Κυπριακής Αγοράς η κίνηση έχει πέσει τα τελευταία χρόνια και είναι λίγο πολύ γνωστοί για όλη την αγορά. Ενας λόγος όμως που δεν θα περίμενε κανείς, είναι αυτό να συμβαίνει λόγω… του μετρό. «Παλιά ο κόσμος κατέβαινε στην Ομόνοια και περπατούσε μέχρι το Πανεπιστήμιο, οπότε περνούσε και από εδώ. Από όταν άνοιξε το μετρό, όλοι πάνε απευθείας εκεί που θέλουν υπόγεια, οπότε και η κίνηση έπεσε», ερμηνεύει.


Για άλλους, σαν την Ελένη Μεταξά, και τα έργα των τελευταίων χρόνων στην απέναντι Στοά Αρσακείου έκοψαν το πέρασμα που οδηγούσε πολλούς στην Ορφανίδου. Εχει έρθει να δει τον γιο της, Ξενοφώντα Μεταξά, στα καπέλα Μαίρη, που στο μακρινό 1938 άνοιξε στη Μητροπόλεως η πεθερά της με το ίδιο όνομα. «Πήγαινα στα καπελάδικα της Μητροπόλεως. Πού να φανταζόμουν ότι μετά θα έμπαινα σε ένα και ως νύφη», λέει γελώντας, αυτή η οποία έτρεξε με τον άντρα της το μαγαζί στη συνέχεια.
Η οικογενειακή επιχείρηση μεταφέρθηκε στη στοά το 1996. Ο Ξενοφώντας Μεταξάς ήταν «στα καπέλα από μικρό παιδί», ερχόταν εδώ τα καλοκαίρια και πλέον βρίσκεται στο τιμόνι της «Μαίρης». Στα ράφια του μαγαζιού βρίσκει κανείς από κλασικά ανδρικά καπέλα μέχρι φουντωτά μπάκετ που τιμούν δεόντως οι νεότεροι. Οπως λέει, δεν υπάρχει κάποιο καπέλο που διαχρονικά να είναι το δημοφιλέστερο, αυτά αλλάζουν με τις περιόδους: «Κάποτε έφευγαν πολύ οι ανδρικές ρεπούμπλικες, σήμερα δουλεύουμε πιο πολύ το γυναικείο καπέλο».


Τη στοά των παλαιότερων εποχών τη συγκρίνει με ένα εμπορικό κέντρο, όπου ο καθένας προσέφερε κάτι στο είδος του. Το Χρηματιστήριο σε κοντινή απόσταση και το υπουργείο Πολιτισμού ήταν επίσης μία τόνωση για την αγορά της στοάς, αφού υπήρχε πάντα κίνηση. Με την κρίση πολλοί έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, αλλά ήρθαν νέοι, μεταξύ των οποίων και οι συλλέκτες. Υπάρχουν πάντα και οι παλιοί βέβαια που αναζητούν ακόμα «το τυροπιτάδικο με το μενού ζαχαρόπιτα και λεμονάδα».
Τα σοκολατάκια μιας παλιάς εργαζομένης του Χρηματιστηρίου

Οπως και άλλες στοές, η Οπερας λόγου χάρη, έτσι και η Ορφανίδου «σπάει», και από το μέσον και μετά, έως την έξοδο στη Σοφοκλέους, αλλάζει τυπικά όνομα και λέγεται Στοά Αθηνών. Εκεί στα μέσα της στοάς βρίσκουμε και το «Konstantino», μια μικρή «μπουτίκ σοκολάτας» με χειροποίητα γλυκάκια και ευωδιαστά λικέρ.
Μας υποδέχεται η Κούλα Παναγίτσα, που στη γειτονιά βρίσκεται από το 1970. Δούλευε για 42 χρόνια στον χρηματιστηριακό τομέα, έως ότου τα επαγγελματικά σχέδια του αδερφού της την έφεραν εδώ, τη δεκαετία του ’90. Ηταν πωλητής σε μεγάλη ελαιοπαραγωγική εταιρεία και στις συχνές επισκέψεις του σε ζαχαροπλαστεία, ανακάλυψε πως από την αγορά έλειπε το ελληνικό σοκολατάκι. Και έτσι αποφάσισε να το παραγάγει ο ίδιος τη δεκαετία του ’80, όπως κάνει μέχρι και σήμερα και να το διαθέσει στη συνέχεια και για λιανική. Ανοιξε λοιπόν με τη γυναίκα του ένα μαγαζί μέσα στη στοά το 1990, απέναντι από το σημερινό «Konstantino», που από την πανδημία και μετά βρίσκεται στο σημερινό του σπίτι.


Η κυρία Κούλα Παναγίτσα βοηθάει σήμερα ουσιαστικά την κόρη της που τρέχει το μαγαζί. Παρόλο που νιώθει μια πίκρα για την πεσμένη εμπορικά κίνηση της στοάς, συνεχίζει να βάζει σε αυτό την αγάπη της –αλλά και τις συνταγές των λικέρ που έμαθε στον τόπο καταγωγή της, τα Αγραφα.
Αντίκες και γραμματόσημα από όλο τον κόσμο

Από τους νεότερους μα πλέον δραστήριους ένοικους της στοάς είναι ο Μιχάλης Αχταμονώφ, που το 2019 αποφάσισε να στεγάσει και σε έναν φυσικό χώρο την αγάπη του για τις αντίκες. Πλέον έχει δύο μικρούς χώρους, απέναντι τον έναν από τον άλλο στη στοά, στους οποίους θα βρει κανείς από πίνακες και έπιπλα, μέχρι vintage γυαλιά ηλίου και μια παλιά ελληνική έκδοση με στίχους (και μεταφρασμένους) του Ντέιβιντ Μπόουι.
Ο νεαρός συλλέκτης προέρχεται από τη ρωσική μειονότητα της Ρουμανίας και ήρθε στην Ελλάδα στα 12 του. Πριν ανοίξει το μαγαζί του, τριγυρνούσε και αγόραζε αντικείμενα από άλλους εμπόρους στο Μοναστηράκι και εμπορευόταν κυρίως online, όπως συνεχίζει να κάνει. Πλέον, είναι οι άλλοι που έρχονται σε αυτόν για να πουλήσουν παλιά τους υπάρχοντα.
«Δεν μπορεί σε μια στοά να μη σε επηρεάσει ότι ζεις τις ανθρώπινες ιστορίες των άλλων. Σε νοιάζει πώς είναι, γιατί δεν άνοιξαν το μαγαζί, πώς είναι τα παιδιά τους».
Στο πώς θα επιλέξει τα αντικείμενα που θα πάρει τον κινεί καθαρά η αισθητική: θέλει να είναι κάτι που θα του αρέσει. Αυτό όμως που πραγματικά απολαμβάνει στον χώρο της αντίκας είναι να ξέρει αυτό που βρίσκεται πίσω από ένα αντικείμενο. «Θέλω να μαθαίνω όλη την ιστορία του», λέει.


Κάτι που φαίνεται να απολαμβάνει και στη ζωή της στοάς, γι’ αυτό ακόμα και αν είναι από τους νεότερους εδώ, δείχνει να έχει ζεστές σχέσεις με όλους: «Δεν μπορεί σε μια στοά να μη σε επηρεάσει ότι ζεις τις ανθρώπινες ιστορίες των άλλων. Σε νοιάζει πώς είναι, γιατί δεν άνοιξαν το μαγαζί, πώς είναι τα παιδιά τους».



Ο Βελισσάριος Βελισσαρίου, πάλι, ψάχνει από μικρό παιδί τις ιστορίες που του μαθαίνουν για όλο τον κόσμο τα γραμματόσημα. Μεγάλωσε μέχρι τα εννιά του στην Αιθιοπία και επιστρέφοντας στην πατρίδα, το ταξίδι συνέχισε νοητά μέσα από το χόμπι του. Στη Στοά Ορφανίδου βρίσκεται τέσσερα χρόνια τώρα, οπότε και πλέον έκανε το γραμματόσημο τη βασική του δουλειά, αφού έως τότε ήταν κάτι συμπληρωματικό. «Δεν χωρούσα πλέον στο σπίτι», λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου, αφού εκτιμά πως έχει εκατομμύρια γραμματόσημα στη συλλογή του.
Ο χώρος του έχει πραγματικά σε κάθε γωνιά κάποια στοίβα με γραμματόσημα. Οπως εξηγεί, αυτό είναι και μέρος της εμπειρίας σε έναν συλλέκτη: «Αν μπω σε ένα μαγαζί με γραμματόσημα και είναι όλα τακτοποιημένα, για μένα είναι μείον. Ενώ όταν όλα είναι ανακατεμένα, σου προκαλεί το ενδιαφέρον να ψάξεις», λέει. Και εκεί έρχεται και η ανταμοιβή, με τη μεγαλύτερη να παραμένει η χαρά «του να μπορείς να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα».


