Οταν ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον έψαχνε σημείο διαφυγής από το πλήθος μιας διαδήλωσης, σε μια καταδίωξη στην Αθήνα της κρίσης, το βρήκε στις κοίλες εσοχές της στοάς επί της οδού Αριστείδου 10-12. Στη λεγόμενη, δηλαδή, Στοά Ανατολής, που μπορεί να έφτασε μέχρι το Netflix με την ταινία «Beckett» (2021) του Φερντινάντο Τσίτο Φιλομαρίνο, πάντως πολλά από τα μυστικά της μένουν καλά κρυμμένα και αποκαλύπτονται σιγά σιγά σε όποιον τα αναζητήσει. Ακριβώς όπως και τα ανοίγματά της που συνδέονται καμπυλωτά και τα περάσματα που ανεβαίνουν σκάλες και οδηγούν στους ορόφους των λογής λογής γραφείων και των Airbnb. Μα και σε έναν ακάλυπτο που μοιάζει με ένα αθηναϊκό εμπορικό κέντρο το οποίο δεν στραμπούληξε ακόμη η σύγχρονη ομοιομορφία της αισθητικής.


Κάποτε η Αριστείδου ήταν το κέντρο της τυπογραφίας. Πολλά από αυτά τα τυπογραφεία βρίσκονταν μέσα στη Στοά Ανατολής, εκ των οποίων σήμερα αντέχει μόνο ένα. Κάμποσα μαγαζιά μένουν κλειστά, ενώ άλλα, ευφάνταστα και λιλιπούτεια ξετρυπώνουν τα τελευταία χρόνια και μεταμορφώνονται στο σημείο συνάντησης μικρών γυναικείων επιχειρήσεων με τους πελάτες τους. Ανάμεσα σε ακατάστατες αποθήκες και φρεσκοβαμμένα παστέλ παράθυρα, το κενό γεφυρώνουν όσοι ήρθαν στη στοά την τελευταία δεκαετία και αρχίζουν πλέον να λογίζονται ως παλιοί – εφόσον πολλοί από τους πραγματικά παλιούς δεν βρήκαν τους διαδόχους τους.
«Εχω χίλια αφεντικά, όσους και ενοικιαστές», μας είπε χαριτολογώντας ο αεικίνητος θυρωρός της, Βασίλης Τσιχρίνης. Και η Στοά Ανατολής, με τη σειρά της, έχει χίλια πρόσωπα, όπως καταλάβαμε μιλώντας με κάποια από αυτά.
Η αφαλιστική εταιρεία από την οποία άρχισαν όλα

Η ιστορία της στοάς ξεκινά το 1956, οπότε και δόθηκε η πρώτη οικοδομική άδεια για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας Ανατολή, με το κτίριο να χτίζεται δύο χρόνια αργότερα. Από εκεί πήρε και το όνομά της η στοά, μα, όπως σε όλη την ιστορία των πόλεων, κυκλοφορούν διάφορες «ράδιο αρβύλες», που συχνά δεν βγάζουν καν νόημα: όπως ότι το όνομα Ανατολή προέρχεται από την αιγυπτιακή καταγωγή του πολιτικού μηχανικού Σπύρου Βλήσμα, που έφτιαξε το διπλό κτίριο (φυσικά η Αίγυπτος βρίσκεται στην Αφρική και όχι στην Ανατολή).
Αυτό και άλλα πολλά έχει ακούσει στη στοά ο επί 22 χρόνια θυρωρός της, Βασίλης Τσιχρίνης, οκείος στη στοά από πολύ νωρίτερα. Θυρωρός από το 1978 ήταν ο πατέρας του, οπότε ερχόταν εδώ από μικρός. Ονειρό του ήταν όμως να δουλέψει στα τρένα, που αποτελούν μέχρι και σήμερα τη μεγάλη του αγάπη – το κουβούκλιό του είναι γεμάτο με φωτογραφίες σιδηροδρόμων.

Δεν τα κατάφερε και ξεκίνησε κάνοντας διάφορες δουλειές στη στοά: δούλεψε σε αντιπροσωπεία με στιλό, σε άλλη με ανταλλακτικά, αλλά και στη διαφημιστική εταιρεία Victory, που βρισκόταν στον τρίτο όροφο και ήταν ο λόγος που μπορεί κάποιος να πετύχαινε εκεί ηθοποιούς σαν τον Νίκο Απέργη και τον Δάνη Κατρανίδη. Το 2003, οπότε και ο πατέρας του συνταξιοδοτήθηκε, ανέλαβε πλέον το θυρωρείο.
«Εδώ μέσα είναι σαν μια μεγάλη εταιρεία. Στα δέκα άτομα οι δύο θα είναι μυστήριοι, οι τρεις αδιάφοροι, οι δύο καλοί και πάει λέγοντας», λέει ο άνθρωπος, που λόγω θέσης, τους ξέρει όλους και τον ξέρουν. «Κάνεις και τον διαιτητή με τους ενοίκους όταν χρειαστεί», παραδέχεται για τη δουλειά του, που μοιάζει υπό αυτή την έννοια λίγο και με αυτήν του διαχειριστή μιας πολυκατοικίας. Πάντως, μετά από τόσα χρόνια, ειδικά με τους κοντινούς του γείτονες στη στοά, είναι και λίγο «σαν ένα μικρό χωριό» μεταξύ τους. «Θα πιούμε όλοι μαζί τον καφέ μας το πρωί, θα κάτσουμε να πούμε από τα προσωπικά μας, μέχρι για αθλητικά και πολιτική», όπως συμβαίνει και σε κάθε παρέα, σε κάθε καφενείο εκεί έξω.
«Εχει κάτι, είναι πολύ καλτ»

Αλλαξε πολλές φορές η στοά μέσα στα χρόνια, επηρεαζόμενη συχνά και από όσα συνέβαιναν στην ευρύτερη γειτονιά. Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η ασφαλιστική εταιρεία διαλύθηκε, οι χώροι του κτιρίου πέρασαν σε πολλούς μικρούς ιδιοκτήτες. «Με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν γραφεία των 15 τ.μ. που μπορεί να έχουν τρία αδέρφια που τσακώνονται μεταξύ τους», εξηγεί ο Βασίλης Τσιχρίνης. Δεν λείπουν και τα γραφεία με ενοικιαστές-φαντάσματα που παίρνουν έναν χώρο για να τον έχουν ως έδρα και έπειτα εξαφανίζονται και από τις όποιες υποχρεώσεις τους.
Γρήγορα πάντως η στοά συνέδεσε το όνομά της με την τυπογραφία και τη χαρακτική. Υπολογίζεται πως η Αριστείδου έφτασε να έχει 11 τυπογραφεία στις ημέρες δόξας της, πολλά από τα οποία βρίσκονταν στο υπόγειο της στοάς, μια και οι παλιές μηχανές έκαναν πολύ θόρυβο – και εκεί βρίσκονται οι εναπομείναντες τυπογράφοι μέχρι και σήμερα.

Χαζεύοντας τους πίνακες με τις επωνυμίες που φιλοξενούνται στο κτίριο θα βρει κανείς κυρίως δικηγορικά γραφεία, καθώς οι δικηγόροι προτιμούν από παλιά τη στοά. Οι πιο παρατηρητικοί θα βρουν ανάμεσά τους μέχρι και πινακίδες για γραφεία ντετέκτιβ (και όμως, υπάρχουν ακόμη) και ενώσεις βουδιστών. Παλιότερα στεγαζόταν στο όγδοο όροφο και το Γαλλικό Κολλέγιο, ενώ τη δεκαετία του ’90, με την άνοδο του χρηματιστηρίου που βρισκόταν στη Σοφοκλέους, μια ανάσα δηλαδή από την Αριστείδου, τη Στοά Ανατολής προτίμησαν και πολλές χρηματιστηριακές εταιρείες. Εδώ υπήρξε και μια μίνι πιάτσα γραμματοσήμων, κάποτε υπήρχαν πέντε συλλέκτες.
«Εδώ μέσα είναι σαν μια μεγάλη εταιρεία. Στα δέκα άτομα οι δύο θα είναι μυστήριοι, οι τρεις αδιάφοροι, οι δύο καλοί και πάει λέγοντας».
Το μικρόβιο των Airbnb έχει βρει και εδώ τον «ξενιστή» του: τρία διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης λειτουργούν ήδη στη στοά και ετοιμάζονται άλλα τρία, σύμφωνα με τον Βασίλη Τσιχρίνη. Για του λόγου το αληθές, καινούργια λευκά πλακάκια ανεβοκατέβαιναν στα χέρια εργατών με το ασανσέρ, λίγο πριν τα πατήσουν οι επόμενοι ταξιδιώτες της Αθήνας.
Μια στοά, ειδικά αν είναι περίπλοκη σαν αυτή της Ανατολής, μπορεί να γίνει μπέρδεμα ακόμα και για τους «έμπειρους»: «Είναι και άνθρωποι μεγάλοι, πάνω από 70, που μπορεί να έχουν περάσει δέκα φορές, να θέλουν να πάνε δίπλα, στη Στοά Δραγατσανίου και να μπερδεύονται και να έρχονται εδώ», όπως λέει ο θυρωρός. Και είναι και οι τουρίστες των Airbnb, που παρατηρούν τη στοά σαν κάτι εξωτικό και λένε «Εχει κάτι, είναι πολύ καλτ».
Η κινηματογραφική στοά που δεν σταματάει να τυπώνει

Το αγαπημένο σημείο του Βασίλη Τσιχρίνη στη στοά είναι η ταράτσα της – συμπτωματικά, κάμποσα χρόνια πριν αναλάβει ο πατέρας του, εκεί είχαν φτιάξει και ένα σπίτι που προοριζόταν για τον θυρωρό. Κάτι θα είδαν σε αυτήν και διάφοροι σκηνοθέτες που γύρισαν εκεί ανά τα χρόνια πολλά διαφημιστικά (σχεδόν όλα για αναψυκτικά και ποτά, μια ακόμα σύμπτωση).
Ισως το πιο κινηματογραφικό σημείο της στοάς να είναι εκείνη η τρύπα εν είδει μίνι ακάλυπτου που λούζει με φως το υπόγειό της και σκάει πάνω από τα χαρακτηριστικά φυτά στο κέντρο του. Σε αυτό το κομμάτι της στοάς είχαν γυριστεί και κάποιες σκηνές από το «Ο Χαμένος τα Παίρνει Ολα» του Νίκου Νικολαΐδη με τον Γιάννη Αγγελάκα, στον μοναδικό έως σήμερα πρωταγωνιστικό κινηματογραφικό ρόλο του μουσικού.

Την ιδέα να βάλει στο κέντρο του υπογείου γλάστρες την είχε ο Νίκος Μπάρδης, που είναι και ο τελευταίος παλαιάς κοπής τυπογράφος που έχει παραμείνει στη στοά – δίπλα του υπάρχει και ο Στριλιγκάς, ο οποίος όμως κάνει ψηφιακές εκτυπώσεις. Κάτι διαφορετικό, όπως μας εξηγεί σαν άνθρωπος της δουλειάς ο κ. Μπάρδης, που ανέλαβε το ομώνυμο τυπογραφείο το 1986. Από το 1983 ξεκίνησε να μαθαίνει τη δουλειά δίπλα στον θείο του, ο οποίος άνοιξε την επιχείρηση 20 χρόνια νωρίτερα.
«Κάποτε κάναμε ό,τι και ο Γουτεμβέργιος», λέει ο τυπογράφος, ανάμεσα σε πολύβουες μηχανές που δίνουν τον ρυθμό στο υπόγειο, πάκα με επαγγελματικές κάρτες, περισσεύματα από κομμένα χαρτιά. Βρέθηκε στο επάγγελμα χωρίς να το πολυσκεφτεί, είναι σαφές πως το αγάπησε χωρίς να το καταλάβει στην πορεία, με τον τρόπο που εξηγεί τις διαφορετικές φάσεις της τυπογραφίας. Από το «letterpress» που τα στοιχεία έμπαιναν σε τελάρα, κούμπωναν στη μηχανή και τυπώνονταν, μέχρι το «offset», που δεν χρειαζόταν στοιχεία αλλά έπαιρνε φιλμ (πλαστικές διαφάνειες και όχι το γνωστό φιλμ κάμερας). Και φτάνουμε στο σημερινό σύστημα CTP, που «γράφεις κατευθείαν πάνω στον τσίγκο και σου κάνει την εκτύπωση», όπως εξηγεί ο Νίκος Μπάρδης.

Είναι πολλοί οι χώροι στο υπόγειο που δείχνουν εγκατάλειψη. Βγαίνοντας στην πόρτα του τυπογραφείου –το οποίο εκτείνεται σε τρεις χώρους– ο Νίκος Μπάρδης «βλέπει» νοητά τα μαγαζιά που έκαναν κάποτε τα ενδότερα της στοάς να σφύζουν από ζωή. Εδώ υπήρχαν καταστήματα με συσκευές, ωρολογοποιός, αργυροχρυσοχόος, χαράκτης κοσμημάτων, ένας ζωγράφος (ακόμα ο απέναντι χώρος χρησιμοποιείται πού και πού σαν ατελιέ) και στο βάθος το εστιατόριο Υπόγειος Παράδεισος. Η πιο γνωστή θαμώνας του ήταν η Μελίνα Μερκούρη, που έτρωγε εκεί σταθερά όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, εποχές που το υπουργείο ήταν στη γωνία της Πεσμαζόγλου, εκεί που σήμερα βρίσκεται μεγάλη τράπεζα.
Ο Νίκος Μπάρδης έχει καταφέρει να είναι ο «τελευταίος επιζών» αυτής της πάλαι ποτέ πιάτσας της τυπογραφίας –αν και όπως λέει «δεν με ενδιαφέρει να είμαι μονοπώλιο, αλλά αναγνωρίσιμος» για τη δουλειά που κάνει. Και ενώ βλέπει και ο ίδιος πως «ξαναδημιουργείται λίγο το κέντρο» τελευταία, θεωρεί πως αυτό γίνεται με αρκετό κόπο από τους μικρούς επαγγελματίες, που πλέον είναι πολύ δυσκολότερο να επιβιώσουν. «Αλλά, αν είσαι 50-60 χρόνων και ξέρεις μια δουλειά 40 χρόνια, δεν λες εύκολα “το κλείνω”. Τι θα πας να κάνεις, κάτι που δεν ξέρεις;».
Η στοά που δεν σταματά να ανανεώνεται

Χαρακτηριστικό του «κρυφού» χαρακτήρα που έχουν οι στοές είναι ότι ομόφωνα σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι του «νέου αίματος» της Στοάς Ανατολής παραδέχτηκαν πως πριν εγκατασταθούν εδώ δεν τη γνώριζαν καθόλου. Και σε πείσμα των δυσκολιών που ανέφερε παραπάνω ο Νίκος Μπάρδης, έχουν τολμήσει τα τελευταία χρόνια να ξεκινήσουν εδώ νέα εγχειρήματα.
Ο παλαιότερος εξ αυτών είναι ο Γιώργος Παπαδημητρίου, που το 2014 ανέλαβε το πάλαι ποτέ κυλικείο της στοάς. Το Στέκι, όπως λέγεται το μαγαζί του, είναι το σύγχρονο καφενείο της. Από εδώ έρχονται όλοι και παίρνουν τον καφέ τους από τα γύρω μαγαζιά, εδώ κάθονται και οι θαμώνες να πιουν ή να τσιμπήσουν κάτι στα τραπεζάκια έξω στη στοά – τα «εύσημα» του δίνει και ο παλιός ιδιοκτήτης του κυλικείου, που δίνει καθημερινά το παρών, όπως μαθαίνουμε. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του, ακόμα και αν σύχναζε στα πέριξ της γειτονιάς, την έμαθε τυχαία και διάλεξε το μαγαζί γιατί «είναι φωλίτσα», κάτι που του άρεσε – πράγματι, ο εσωτερικός του ξύλινος χώρος θυμίζει χειμωνιάτικο μπαρ.


Δίπλα από το Στέκι βρίσκουμε τη Νένα Κοφσανίδου, που ράβει αδιάκοπα χειροποίητες τσάντες και αξεσουάρ στη ραπτομηχανή της – μια ενασχόληση που έγινε επάγγελμα και ξεκίνησε για την ίδια όταν έφτιαξε μια τσαντούλα για μαγιό για δική της χρήση. Επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη στοά πριν από δώδεκα χρόνια, κι αυτό γιατί εδώ στεγαζόταν μια εταιρεία που διοργάνωνε εκθέσεις και μπαζάρ, στα οποία πουλούσε τις δημιουργίες της. Εδώ εν μέσω πανδημίας αποφάσισε να στήσει και το δικό της μαγαζί. «Είδα και άλλους χώρους πριν έρθω, αλλά ο αέρας και η αίσθηση δεν ήταν ίδια», σχολιάζει για τα συν της στοάς που τους φέρνει όλους κοντά. «Μου αρέσει ότι, αν θέλω να πεταχτώ να πάρω υλικά, θα πω “Γιώργο, φεύγω,” και θα αφήσω κιόλας την πόρτα ανοιχτή».
«Μπαίνοντας εδώ είναι σαν να κατεβάζεις την ένταση του ήχου, χάνεται λίγο και η μυρωδιά του καυσαερίου, είναι σαν να μπαίνεις σε φούσκα».
Η Κωνσταντίνα Ευθυμιάδου γύρισε όλο τον κόσμο ως χορεύτρια. Σε πολλά από τα ταξίδια της αγόραζε διάφορα υφάσματα χωρίς να σκοπεύει να τα κάνει κάτι συγκεκριμένο. Μέσα στην πανδημία άρχισε να τα μεταμορφώνει σε διάφορα πλάσματα, από πολύχρωμες γάτες με φτερά, μέχρι χαριτωμένα πανκ δεινοσαυράκια. Επίσης δεν ήξερε τι θα κάνει με αυτές τις λούτρινες «φυλές» που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν το σπίτι της. Ξεκίνησε να τα ανεβάζει στο Instagram και το «word of mouth» από φίλους και γνωστούς οδήγησε στη δημιουργία του Koka (έτσι τη φώναζαν στο εξωτερικό και έχει σήμα μια ινδιάνικη λιβελούλα, γιατί έτσι την προσφωνούν στο νησί της, την Αμοργό).


Τα πολύχρωμα πλάσματα της Κωνσταντίνας Ευθυμιάδου μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν είχαν το δικό τους ξεχωριστό σπίτι, ώσπου το βρήκαν σε ένα κενό της μαμάς τους: «Εψαχνα για μια έδρα και είδα την αγγελία για αυτόν τον χώρο και ήρθα να τον δω σε ένα διάλειμμα από μαθήματα υφαντικής, που έκανα εδώ κοντά. Το ίδιο βράδυ το έκλεισα», λέει για το μικροσκοπικό της κατάστημα/showroom στον πρώτο όροφο της στοάς.
Δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου ότι «ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει τη στοά, πρέπει να έρθει επί τούτω», λέει η «Koka», που ακόμη δεν βιοπορίζεται από τις λούτρινες δημιουργίες της. Και όμως η στοά έχει τον τρόπο της να εξομαλύνει τα πράγματα: «Μπαίνοντας εδώ είναι σαν να κατεβάζεις την ένταση του ήχου, χάνεται λίγο και η μυρωδιά του καυσαερίου, είναι σαν να μπαίνεις σε φούσκα».
Ταξίδια εντός στοάς

«Είναι πάντως δύσκολο να έχεις πελατεία. Ακόμα και όταν σε βρίσκουν στο Google, μπαίνουν μέσα και χάνονται», θα πει με τη σειρά της και η Νατάσσα Παππά. Οποτε έκανε βόλτες στο κέντρο, έβλεπε τις στοές σαν καταφύγιο και πριν από περίπου 10 χρόνια αποφάσισε να τις μελετήσει και να τις συγκεντρώσει στον οδηγό «Εντός Στοάς». Αν το σκεφτεί κανείς, οι στοές είναι και το μόνο κομμάτι των πόλεων που δεν μπορεί κάποιος να περιηγηθεί νοητά μέσω των online χαρτών – σε παλαιότερους χάρτες, της δεκαετίας του ’80, αντίστοιχα, παρουσιάζονται απλά σαν εμπορικά κέντρα.
Στην πορεία η designer στην ιδιότητα Νατάσσα Παππά άρχισε να κάνει και ξεναγήσεις σε στοές ώσπου εγκαταστάθηκε σε αυτήν της Ανατολής. «Αλλο να κάνεις περιήγηση και άλλο να ζεις στη στοά», λέει γελώντας, από το βιβλιοπωλείο τσέπης που έχει τον τελευταίο έναν χρόνο απέναντι από το τυπογραφείο του Μπάρδη. Εκεί βρίσκει κανείς κάποιες ταξιδιωτικές εκδόσεις και το περιοδικό της «Desired Landscapes», που περιέχει ακαδημαϊκά αλλά και πιο προσωπικά κείμενα για τις πόλεις του κόσμου, τα οποία υπογράφουν διάφοροι επαγγελματίες.


«Αυτό εδώ είναι μια βιτρίνα από την οποία δεν μπορείς να κρυφτείς», λέει πίσω από το τζάμι του χώρου της, που έχει πάνω έναν χάρτη του ποταμιού που διατρέχει τη Βουδαπέστη. Οι γείτονές της την πειράζουν όσο φωτογραφίζεται για το ρεπορτάζ και όντως τίποτα δεν μένει κρυφό στην «οικογένεια» της στοάς. Ούτε και το παρελθόν της: «Οταν πρωτοήρθα έρχονταν διάφοροι περαστικοί και μου έλεγαν “Α, το είχα εγώ πριν το μαγαζί”» κι έτσι κάπως ένωσε το παζλ του χώρου που στεγάζει το πρότζεκτ της.
Πολλά από τα μέρη που φιλοξενούνται στις σελίδες του «Desired Landscapes» τα επισκέπτεται και η ίδια η Νατάσσα Παππά μέσα από τις σελίδες του. Ακόμα και αν δεν τα έχει δει από κοντά, αυτός είναι ένας τρόπος να κάνει το ταξίδι, από τα βάθη του κέντρου της πόλης, που φτάνουν νοητά όπου κανείς μπορεί να φανταστεί. Περνώντας, λόγου χάρη, από το κουβούκλιο του Βασίλη Τσιχρίνη θα μας αποχαιρετήσουν οι ανακοινώσεις του ουγγρικού σιδηροδρέμου. Ακούει ζωντανά από το κινητό του ανακοινώσεις από διάφορα τρένα του κόσμου, μέχρι να καταφέρει να κάνει το ταξίδι της ζωής του: να πάρει τον Υπερσιβηρικό μέχρι το Βλαδιβοστόκ, και από εκεί πάλι με τρένο να φτάσει στην Ιαπωνία.


