«Aν δούμε τα επίκεντρα των σεισμών, είναι στα βορειοανατολικά του νησιού στη ζώνη ρηγμάτων μεταξύ Σαντορίνης και Αμοργού. Ολόκληρη η περιοχή είναι τεκτονικά ενεργή. Εκεί έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αμοργού, το 1956. Hταν 7,7 Ρίχτερ. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν η περιοχή θα δώσει έναν εξίσου μεγάλο σεισμό» λέει στην «Κ» ο ηφαιστειολόγος Μικέλε Παουλάτο, μέλος της επιστημονικής ομάδας του Imperial College, η οποία την περίοδο 2016-2022 μελέτησε εκτενώς το ηφαίστειο Κολούμπο και διερεύνησε την πιθανότητα να εκραγεί ξανά.
«Εχω δει τα μεγέθη των σεισμών, τις τελευταίες μέρες, να φτάνουν τα πέντε Ρίχτερ, ένα μέγεθος που θα μπορούσε να προκαλέσει μικρές ζημιές, ίσως κάποιο ράγισμα σε οροφές. Είναι όμως πολύ δύσκολο να γνωρίζεις τι θα συμβεί τις επόμενες μέρες. Είναι πιθανό να υπάρξουν περισσότεροι και μεγαλύτεροι σεισμοί. Είναι όμως επίσης πιθανό να εκτονωθεί το φαινόμενο και να σταματήσει» εξηγεί.
Οι σεισμοί από 2-4 Φεβρουαρίου
στη ζώνη ρήγματος Σαντορίνης – Αμοργού

Η έρευνα που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό της AGU και στην οποία συμμετείχαν ο κ. Παουλάτο, ο γεωφυσικός Kajetan Chrapkiewicz, η Εμιλι Χουφτ, γεωφυσικός του Πανεπιστημίου του Ορεγκον, η Εύη Νομικού, καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Κωνσταντίνος Παπαζάχος, καθηγητής του ΑΠΘ, είχε δείξει πως η κατάσταση του θαλάμου μάγματος δεν απέκλειε μια έκρηξη με πιθανώς σημαντικές επιπτώσεις.
Οι επιστήμονες πρότειναν τότε τη δημιουργία μιας μονάδας παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο. Κάτι που υλοποιήθηκε με το πρόγραμμα SANTORY και την τοποθέτηση ειδικών επιστημονικών οργάνων στο βυθό του Κολούμπου.
«Να ακούμε προσεχτικά την ανάσα του Κολούμπου»
Οπως δήλωσε στην «Κ» η Εύη Νομικού, καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «είναι σημαντικό να ακούμε προσεχτικά την ανάσα του Κολούμπου. O υποθαλάσσιος χώρος είναι απρόσιτος, ένα εργαστήρι της φύσης μαγικό. Οι νέοι υποθαλάσσιοι σεισμογράφοι που τοποθετήθηκαν χθες το πρωί θα βοηθήσουν τους σεισμολόγους να συνδυάσουν τα δεδομένα. Σε τέσσερις ημέρες τους έχουμε προγραμματίσει να ανασυρθούν αυτόματα για να μας δώσουν τα πρώτα δεδομένα. Χρειαζόμαστε περισσότερα σεισμικά δεδομένα. Τα χρειάζονται και οι σεισμολόγοι και τα δικά μας στοιχεία θα τους βοηθήσουν. Πρέπει να γεμίσει ο τόπος σεισμογράφους και είναι επιτακτική ανάγκη να λειτουργήσει ξανά το εργαστήριο Santory, με νέα χρηματοδότηση για να μας δώσει νέα δεδομένα για τις υδροθερμικές καμινάδες στο Κολoύμπο».
→ Αναλυτικά η παρουσίαση της Εύης Νομικού στη διάρκεια της ενημέρωσης ΕΔΩ.
Η έκρηξη του 1650
«Οπως ξέρουμε, το 1650 μ.Χ. το Κολούμπο είχε εκραγεί, με αποτέλεσμα περίπου 70 ανθρώποι να χάσουν τη ζωή τους λόγω δηλητηρίασης από τα αέρια της έκρηξης. Η έκρηξη είχε πυροδοτηθεί από το συσσωρευμένο μάγμα σε ένα μαγματικό θάλαμο, πιθανώς σε βάθος 3-4 χιλιομέτρων κάτω από τον βυθό» αναφέρει ο κύριος Παουλάτο.
«Γνωρίζοντας το παρελθόν της περιοχής δημιουργήσαμε τη σεισμική απεικόνιση. Χρησιμοποιήσαμε σεισμικά κύματα για να απεικονίσουμε τo υπέδαφος στην περιοχή του Κολούμπου. Ηταν μέρος του έργου για αποτύπωση της εικόνας της Σαντορίνης και της ευρύτερης περιοχής. Δείξαμε ότι υπάρχει αυτή η μικρή δεξαμενή μάγματος κάτω από το Κολούμπο σε βάθος περίπου δυόμισι χιλιομέτρων και πως το μάγμα στον θάλαμο έχει την τάση να φθάσει ξανά σε παρόμοιο όγκο με αυτόν της έκρηξης».
Το θετικό όπως λέει είναι πως «σήμερα καταλαβαίνουμε το ηφαίστειο πολύ καλύτερα από ό,τι το 1956 που είχαμε τον μεγάλο σεισμό, αλλά και σε σχέση με το 2011 που είχαμε την πρώτη ενόργανη καταγραφή διέγερσης του ηφαιστείου. Ξέρουμε λοιπόν πως αυτή η περιοχή, η ζώνη του ρήγματος στην Ανυδρο είναι πολύ ενεργή. Εκεί δηλαδή που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες οι σεισμοί.

Το ηφαίστειο Κολούμπο βρίσκεται πολύ κοντά. Είναι μέρος αυτού του συστήματος. Οι σεισμοί δεν είναι ακριβώς κάτω από το Κολούμπο, είναι όμως κοντά. Εάν η σεισμική δραστηριότητα άρχιζε να συγκεντρώνεται κάτω από το Κολούμπο, τότε μπορεί να αρχίσουμε να ανησυχούμε για μια έκρηξη. Προς το παρόν, αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί κύριο μέλημα, αλλά είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να παρατηρούμε τους σεισμούς, και πώς αυτοί εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου όσον αφορά τα μεγέθη και την τοποθεσία» τονίζει ο επιστήμονας.
«Συνδέονται πολύ συχνά με σεισμούς»
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση απαιτεί προσοχή. «Οι εκρήξεις ηφαιστείων συνδέονται πολύ συχνά με σεισμούς γιατί το μάγμα για να βγει στην επιφάνεια πρέπει να σπάσει τα πετρώματα. Αυτή τη στιγμή, οι σεισμοί είναι τεκτονικοί και σχετίζονται με τα ρήγματα. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει. Αλλά ακόμη και αν υπάρξει έκρηξη, ο κύριος Παουλάτο πιστεύει πως δεν θα είναι πολύ μεγάλη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα είναι και ακίνδυνη.
«Αν υπάρξει έκρηξη, πιθανότατα δεν θα είναι πολύ μεγάλη. Βέβαια πάντα υπάρχει ο φόβος για τσουνάμι, γιατί και στο παρελθόν το Κολούμπο έχει προκαλέσει τοπικά τσουνάμι που είχαν πλημμυρίσει την περιοχή βορειοανατολικά της Θήρας». Ωστόσο όπως υποστηρίζει ο ίδιος, αυτό το σενάριο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, προς το παρόν.
«Ο κόσμος είναι λογικό να ανησυχεί για την πιθανότητα μεγαλύτερων σεισμών – που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές στα κτίρια αλλά και τραυματισμούς- και όχι για το ηφαίστειο. Αυτό που θα έλεγα λοιπόν προς το παρόν είναι ότι όσοι βρίσκονται στο νησί, να γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση ισχυρότερου σεισμού, πού βρίσκονται τα ασφαλή μέρη. Αν πιστεύουν ότι το σπίτι τους δεν είναι ασφαλές, καλύτερα να περάσουν τη νύχτα κάπου αλλού».
Οι νέοι σταθμοί και τα σενάρια
που εξετάζουν οι επιστήμονες
Της Βίκυς Κατεχάκη
Την ώρα που η σεισμική δραστηριότητα ανάμεσα στη Σαντορίνη και την Αμοργό εξακολουθεί να προκαλεί έντονη ανησυχία, μια ομάδα επιστημόνων από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών έφτανε με πλοίο, το πρωί της Τρίτης, στην Αμοργό και την Ανάφη, προκειμένου να εγκαταστήσει, δύο νέους σεισμολογικούς σταθμούς σε αυτά τα νησιά.
Λίγες ώρες νωρίτερα, ένας ακόμη σταθμός είχε εγκατασταθεί από την ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην Ανυδρο. Η ενίσχυση του δικτύου κρίθηκε απαραίτητη, ώστε να μπορέσουν οι ειδικοί αυτές τις κρίσιμες ώρες να παρακολουθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια την εστία των σεισμών στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή.

«Σε αυτή την ακτίνα, το σεισμολογικό δίκτυο δεν ήταν τόσο πυκνό εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης για τη συντήρησή του. Πλέον, με την εγκατάσταση αυτών των τριών σταθμών, ενισχύεται η ακριβέστερη παρακολούθηση της σεισμικότητας», λέει στην «Κ» ο Χρήστος Ευαγγελίδης, διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και επικεφαλής του Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου.
Ο ίδιος είχε επισκεφθεί, ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου, τη Σαντορίνη με ειδικό κλιμάκιο που συστάθηκε από τους ίδιους φορείς μετά από προτροπή της Επιτροπής Εκτίμησης Ηφαιστειακού Κινδύνου για να καταγραφεί η κατάσταση στην περιοχή. Σε εκείνη την πρώτη επίσκεψη έγινε η αναβάθμιση και η συντήρηση των σταθμών, καθώς και η εγκατάσταση επιπλέον οργάνων, ώστε να παρακολουθείται καλύτερα η αυξημένη σεισμικότητα που είχε ήδη ξεκινήσει.

Στο «μικροσκόπιο» μπήκαν από την πρώτη στιγμή τα ηφαιστειακά κέντρα της Καλντέρας και του Κολούμπο. Πόσο μπορεί αυτή η πρωτοφανής σεισμική δραστηριότητα να επηρεάσει την ηφαιστειακή δραστηριότητα;
«Τα συστήματα αυτά δεν είναι εντελώς ασύνδετα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι, εάν γίνει ένας σεισμός της κλίμακας των 6 Ρίχτερ, θα εκραγεί το ηφαίστειο. Το θετικό με τα ηφαίστεια είναι ότι σχεδόν πάντα μάς προειδοποιούν. Επομένως, εφόσον έχουμε λάβει πλέον τα μέτρα μας και τοποθετήσαμε τα απαραίτητα όργανα για να το παρακολουθούμε, εάν ξεκινήσει να γίνεται κάτι, θα το δούμε εγκαίρως ώστε να ειδοποιήσουμε. Το ηφαίστειο είναι πιο αργό από τους σεισμούς», τονίζει ο ίδιος, εξηγώντας πάντως ότι με βάση τα έως τώρα δεδομένα δεν φαίνεται το ηφαίστειο να συνδέεται με τους τεκτονικούς σεισμούς και δεν έχει προκύψει κάποια ανησυχητική ένδειξη.
Ασκήσεις επί χάρτου για τον κίνδυνο εκδήλωσης τσουνάμι
Το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού προκαλεί, όμως, συζητήσεις και για τον κίνδυνο ενός τσουνάμι. Αυτή την περίοδο το Εθνικό Κέντρο Προειδοποίησης για Τσουνάμι που λειτουργεί στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.
«Κάνουμε ορισμένες προσομοιώσεις, ώστε να εντοπίσουμε περιοχές οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να προσβληθούν περισσότερο από τη δημιουργία κάποιου κύματος. Παράλληλα είμαστε σε ετοιμότητα, εάν προκύψει κάτι, να ειδοποιήσουμε άμεσα ώστε να αρχίσει ο μηχανισμός να λειτουργεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα», αναφέρει στην «Κ» ο Μαρίνος Χαραλαμπάκης, εκπρόσωπος του Κέντρου για το Τσουνάμι και ειδικός λειτουργικός επιστήμονας στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο. Ο ίδιος εξηγεί:
«Κάνουμε διάφορα σεισμικά σενάρια, διερευνώντας ποιες ακτές θα μπορούσαν να προσβληθούν και κυρίως σε πόσο διάστημα, ώστε να γνωρίζει η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας πόσος χρόνος θα υπάρξει σε περίπτωση που σταλεί ένα πραγματικό μήνυμα. Προετοιμαζόμαστε και δίνουμε στοιχεία ακόμη και για ακραία σενάρια, ώστε να γνωρίζουμε το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα γίνει κιόλας».
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ωστόσο να προκληθεί ένα τσουνάμι;
«Ενας σεισμός ο οποίος θα είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος από τις δονήσεις της τάξης των 5 Ρίχτερ, δηλαδή αρχίζει και πλησιάζει τα 6 Ρίχτερ, σίγουρα ξεκινά να αποκτά κι ένα δυναμικό δημιουργίας τσουνάμι. Σε αυτά τα σεισμικά μεγέθη, το πιθανότερο είναι ότι θα είναι μικρού μεγέθους τα κύματα που θα δημιουργηθούν. Βέβαια, στην περιοχή της Σαντορίνης υπάρχει και το ενδεχόμενο των κατολισθήσεων, το οποίο θα μπορούσε να ενισχύσει την κατάσταση, γι’ αυτό παρακολουθούμε και από ένα σημείο και μετά, ώστε να δούμε τι θα μπορούσε να συμβεί», τονίζει ο κ. Χαραλαμπάκης.

Ο ίδιος δίνει κάποιες βασικές οδηγίες σε περίπτωση εκδήλωσης ενός ισχυρού σεισμού στην περιοχή της Σαντορίνης.
«Εάν γίνει ένας μεγάλος σεισμός διάρκειας άνω των 10 ή 15 δευτερολέπτων, θα πρέπει κάποιος να απομακρυνθεί άμεσα από τις ακτές, είτε λάβει προειδοποιητικό μήνυμα είτε όχι. Επίσης, σε περίπτωση που παρατηρήσει ασυνήθιστη μεταβολή της στάθμης της θάλασσας, θα πρέπει και πάλι να φύγει από την παραλία και να μετακινηθεί σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Το τσουνάμι είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ώρες, με τη μεγαλύτερη ένταση να εμφανίζεται κατά την πρώτη ώρα».
Ο εκπρόσωπος του ειδικού Κέντρου υπενθυμίζει ότι το τελευταίο καταγεγραμμένο τσουνάμι στη χώρα μας σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2020 στη Σάμο μετά από σεισμό μεγέθους 6,7 Ρίχτερ.
«Τα κύματα στη Σάμο είχαν φτάσει το ύψος των τριών μέτρων, ενώ στα τουρκικά παράλια έφτασαν τα τέσσερα μέτρα, με κάποιες πλωτές εγκαταστάσεις εκεί να έχουν πληγεί. Στη Σάμο, θυμόμαστε ότι το κύμα είχε κατακλύσει τον παραλιακό δρόμο και είχε φτάσει ένα στενό πιο μέσα».
Ο κ. Χαραλαμπάκης εκτιμά πάντως ότι η σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή των Κυκλάδων δεν δείχνει να φτάνει γρήγορα στο τέλος της.
«Ακόμη δεν ξέρουμε αν έχουμε φτάσει στο μέγιστο της εξέλιξης του φαινομένου. Οταν κάποια στιγμή θα έχουμε τον κύριο σεισμό, θα ακολουθήσει μία μετασεισμική ακολουθία η οποία θα είναι εξίσου πλούσια σε δονήσεις και μεγάλη σε διάρκεια».



