Με έναν τρόπο η Στοά Καΐρη αποτελεί το τέλειο παράδειγμα του άναρχου τρόπου με τον οποίο έχει αναπτυχθεί η Αθήνα τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να στριμώξει μαζί ό,τι έχει απομείνει από μια πόλη πιο μικρή, παραδοσιακή, «βαλκανική» και τις ανάγκες ενός απαιτητικά αναπτυσσόμενου τουρισμού που επηρεάζει κυριολεκτικά κάθε γωνιά της πόλης.
Η στοά μοιάζει με κοινό μυστικό: βρίσκεται στην καρδιά του ιστορικού τριγώνου, στο ομώνυμο στενάκι που μετρά μόλις έξι αριθμούς και ενώνει την Αθηνάς με τη Βύσσης, μα είναι πιθανό πολλοί Αθηναίοι να μην την ξέρουν. Και όμως, είναι από τις πιο παλιές στοές της πόλης. Κατασκευάστηκε το 1935 για να στεγάσει εμπορικούς χώρους. Αναπτύχθηκε ραγδαία εμπορικά με καταστήματα στο ισόγειο και βιοτεχνίες ρούχων που γέμιζαν τους ορόφους του κτιρίου, ιδιαίτερα μεταπολεμικά. Εφτασε πριν από δεκαετίες να απασχολεί εκατοντάδες συνολικά εργαζόμενους, με το μπες-βγες και τη βοή του κόσμου να μη σταματά στιγμή μέσα στην ημέρα.


Σήμερα τα πράγματα στη Στοά Καΐρη κυλάνε πολύ πιο αργά. Λίγα από τα παλιά μαγαζιά επιβιώνουν, από τη δεύτερη γενιά τους που μάλλον θα είναι και η τελευταία που θα λειτουργήσει τους χώρους ως έχουν. Δίπλα στους βετεράνους έρχονται και οι νεότεροι που ανακαλύπτουν τη στοά με εγχειρήματα εστίασης που σερβίρουν το παλιό με νέο τρόπο. Και τα πολυάριθμα Airbnb βρίσκονται παντού στο κτίριο: στο ισόγειο, στους ορόφους, με μικροσκοπικά τραπεζάκια εν είδει αυλής/μπαλκονιού που βλέπει στη στοά και άλλα υπό κατασκευή που έπονται. Κάποια, δε, από αυτά τα «τρέχουν» τα παιδιά των παλιών της στοάς, όπως μάθαμε σε μια βόλτα μας εκεί.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου «κληρονόμησε» τη δουλειά του μπαμπά του που ήρθε εδώ πριν από έναν αιώνα

Μοιάζει μια δουλειά βγαλμένη από τα βάθη του χθες: συντηρητής όπλων. Πράγματι, η πατίνα του χρόνου έχει εγγράψει σε κάθε γωνιά του λιλιπούτειου καταστήματος του Κώστα Παπαϊωάννου. Είναι ο πιο παλιός της στοάς, ενώ ο μπαμπάς του, Θεόδωρος Παπαϊωάννου, από τον οποίο έμαθε και «κληρονόμησε» τη δουλειά, βρέθηκε εδώ πρώτη φορά πριν από σχεδόν έναν αιώνα.
Παίρναμε το λεωφορείο από τον Κολωνό, η μητέρα μας μάς έδινε 1,80 δρχ. που είχε η διαδρομή μέχρι εδώ. Κατέβαινα νωρίτερα, στο Δημαρχείο, που είχε 1,50 δρχ., και τα 30 δικά μου.
Το κυνήγι μπορεί να μην είναι το πιο δημοφιλές χόμπι σήμερα, πάντως κάποτε η ευρύτερη γειτονιά της στοάς φιλοξενούσε όλα τα οπλοποιεία και τα οπλοδιορθωτήρια του κέντρου. Ο Καλκαντζάκος βρίσκεται ακόμη στην Αθηνάς. Ο Μπούσουλας βρισκόταν στην είσοδο της στοάς. Ο Θεόδωρος Παπαϊωάννου ήρθε στην Αθήνα από τα Στύρα Ευβοίας και, μόλις στα εννιά του χρόνια, ένας θείος του που δούλευε στο λογιστήριο του Μπούσουλα τον έβαλε στη δουλειά – όλα αυτά, τη δεκαετία του 1920. Αφού μαθήτευσε δίπλα σε διάφορους τεχνίτες της εποχής και συνεργάστηκε με τον Καλκαντζάκο, μετά τον πόλεμο, ο Θεόδωρος Παπαϊωάννου στέγασε όλα όσα ήξερε σε 6 τ.μ. που καταλάμβανε το αρχικό του επιδιορθωτήριο, το οποίο άνοιξε το 1946 στη στοά. Ηταν ένας χώρος που προοριζόταν για ασανσέρ, εγχείρημα που δεν προχώρησε. Το 1961 πήρε και το δίπλα κατάστημα, και στους δύο αυτούς χώρους βρίσκεται μέχρι και σήμερα.


Ο Κώστας Παπαϊωάννου μπαινοβγαίνει εδώ από μικρό παιδί. Υπάρχει ακόμα ένα χαρτονένιο κουτί στο μαγαζί στο οποίο ως έφηβος πρόβαρε τη μονογραφή του. Οταν ήταν μικρός, έφερνε κάθε ημέρα μαζί με τον αδελφό του φαγητό στον πατέρα του από το σπίτι. «Παίρναμε το λεωφορείο από τον Κολωνό, η μητέρα μας μάς έδινε 1,80 δρχ. που είχε η διαδρομή μέχρι εδώ. Κατέβαινα νωρίτερα, στο Δημαρχείο, που είχε 1.50 δρχ., και τα 30 δικά μου», θυμάται.
Τότε κάθε πόρτα ήταν και εργαστήριο.
Ηταν δύσκολες εποχές, όπως λέει. Ο πατέρας του καθόταν εδώ πολλές ώρες – το μεσημέρι, μετά το φαγητό, πάντα διάβαζε την εφημερίδα. Ηταν μία κόπια που είχε περάσει πρώτα από όλη τη στοά και κατέληγε στο μαγαζί του Παπαϊωάννου. Υστερα έκλεινε την πόρτα, άδειαζε τον πάγκο του μαγαζιού, έβαζε για μαξιλάρι δύο τηλεφωνικούς καταλόγους και ένα πακέτο χαρτοπετσέτες και έκανε τη σιέστα του. Πολλές φορές, αν είχε κάτι δύσκολο να επιδιορθώσει, μπορεί να τον έπαιρνε το βράδυ – ο γιος του θυμάται τη μητέρα του να καλεί σε τέτοιες περιπτώσεις την αστυνομία και το πρώτων βοηθειών για να βεβαιωθεί πως όλα είναι εντάξει. Εκείνος απλώς έχανε το τελευταίο λεωφορείο και γυρνούσε με ταξί.
«Τότε κάθε πόρτα ήταν και εργαστήριο», θυμάται ο Κώστας Παπαϊωάννου. Ή κατάστημα. Κάτω ήταν πρατήρια υποκαμίσων, καταστήματα με είδη συσκευασίας που υπάρχουν μέχρι και σήμερα, πρατήριο της θεσσαλονικιώτικης σοκολατοποιίας Γκλόρια, και φυσικά το καφενείο της στοάς, που είχε αλλάξει χώρους μέσα στα χρόνια. Και πάνω στους ορόφους του κτιρίου τής Καΐρη απλώνονταν οι βιοτεχνίες, με τις μηχανές και τις εργάτριες να δουλεύουν αδιάκοπα.



Ο Κώστας Παπαϊωάννου και ο αδελφός του δεν περιορίζονταν μόνο στο να κάνουν… ντελίβερι στον μπαμπά τους, αλλά βοηθούσαν όσο μπορούσαν: αγόραζαν και έφερναν ανταλλακτικά για τα φυσίγγια, έμαθαν και να τα γεμίζουν. «Αλλά, όπως όλοι οι κατοχικοί, ο πατέρας μου ήθελε τα παιδιά του να σπουδάσουν». Και τα δύο παιδιά ακολούθησαν σπουδές, ο αδελφός του έφυγε γρήγορα από το οπλοδιορθωτήριο, αλλά ο Κώστας Παπαϊωάννου έμελλε να μείνει εκεί μια ζωή. Μπήκε και επίσημα στη δουλειά το 1976, ενώ από το 1990 ανέλαβε το τιμόνι της επιχείρησης.
Το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα Παπαϊωάννου υπάρχει ακόμα στον χώρο, σε κάδρο που βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
Το βασικό κατάστημα μοιάζει με ένα πυκνό «δωμάτιο των θαυμάτων» («cabinet of curiosities» όπως έλεγαν τους προδρόμους των μουσείων) γύρω από το κυνήγι. Πίσω από προθήκες βρίσκονται κάθε λογής μικρά ή μεγάλα εξαρτήματα και αντικείμενα που χρησίμευαν σε όπλα προηγούμενων γενεών, μια συλλογή με το παλιό περιοδικό «Κυνηγετικά Νέα», ακόμα και ένα μοντέλο μονόκαννου που είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο πατέρας Παπαϊωάννου, που το άγρυπνο βλέμμα του υπάρχει ακόμα στον χώρο, σε κάδρο που βρίσκεται σε περίοπτη θέση. Ο γιος τα περιεργάζεται και τα εξηγεί όλα με πάθος και έμφαση στην κάθε λεπτομέρεια. Είναι μια δουλειά που τελικά αγάπησε, «γιατί έχει ποικιλία».



Οσο μιλάμε, στο κατάστημα μπαίνει ο γιος του, που έχει το όνομα του παππού του. Δεν σκοπεύει να συνεχίσει την παράδοση της οπλοποιίας, αλλά δραστηριοποιείται ήδη στη στοά. Με δική του προτροπή, πριν από περίπου τέσσερα χρόνια αποφάσισαν να κάνουν τους δύο διπλανούς χώρους, που κι αυτοί τους ανήκουν, δύο επίσης λιλιπούτεια Airbnb. Δύο από τα πολλά που υπάρχουν γενικά στο κτίριο, που όσο ανεβαίνεις, τόσο περισσότερα πινακάκια για κωδικούς εισόδου μετράς.
Ο Αλέξανδρος Δρακόπουλος γύρισε από το Λονδίνο για να συνεχίσει την επιχείρηση της μητέρας του

«Η μαμά ήταν καλύτερη», λέει αστειευόμενος όταν φτάνει στο ταμείο ένας παλιός πελάτης του καταστήματος ειδών συσκευασίας. Η «μαμά» ήταν η Ελευθερία ή Ρίτσα Δρακοπούλου, όπως την ήξερα πολλοί. Διηύθυνε μέχρι πρόσφατα το πρώτο κατάστημα που συναντά κανείς μπαίνοντας και ήταν «μεγάλη φίρμα» της εμπορικής στοάς. Ολοι όταν είχαν κάτι να ρωτήσουν, σε αυτήν πήγαιναν.
Ο γιος της, Αλέξανδρος Δρακόπουλος, είναι συνομήλικος της επιχείρησης, που άνοιξε το 1971, αρχικά πουλώντας υλικά για δάπεδα και, στη συνέχεια, όσο η σακούλα και τα είδη συσκευασίας άρχισαν να μπαίνουν περισσότερο στη ζωή μας, εξειδικεύτηκε σε αυτά και τα εμπορεύεται μέχρι και σήμερα.
Επειδή η μαμά έφυγε απότομα, ένιωσα σαν να διαλύεται χάρτινος πύργος. Δεν ήθελα να το αφήσω έτσι το μαγαζί.
Ο Αλέξανδρος Δρακόπουλος ανέλαβε το κατάστημα ως δεύτερη γενιά πριν από δυόμισι χρόνια, όταν η μητέρα του έφυγε από τη ζωή. Εμενε πλέον στο Λονδίνο και είχε μια καλή δουλειά στον χώρο του καφέ, στον οποίο εργαζόταν από μικρός, όμως το συναίσθημα τον έφερε πίσω: «Επειδή κιόλας η μαμά έφυγε απότομα, ένιωσα σαν να διαλύεται χάρτινος πύργος. Δεν ήθελα να το αφήσω έτσι το μαγαζί», λέει.


Και ο ίδιος έκανε βόλτες από μικρό παιδί στη στοά Καΐρη και με τη σειρά του είδε όλες τις αλλαγές. «Κάθε πρωί εξίμισι η ώρα ήταν εδώ γύρω στα 250 άτομα», θυμάται για τις εποχές που δούλευαν πολλά καταστήματα κάτω και πολλές βιοτεχνίες πάνω. Στη δική τους επιχείρηση, αντίστοιχα, θυμάται πολλές φορές να μην προλαβαίνουν να κατεβάσουν από το φορτηγό το εμπόρευμα που ερχόταν, το αγόραζαν οι πελάτες κατευθείαν.
«Το αστείο εδώ είναι “κάποτε κάναμε τρία τσιγάρα την ημέρα, γιατί δεν προλαβαίναμε, τώρα κάνουμε τρία πακέτα την ημέρα”», λέει ο Αλέξανδρος Δρακόπουλος, για να υπογραμμίσει τη διαφορά, που άρχισε να έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν οι βιοτεχνίες πρώτα άρχισαν να κλείνουν μία μία, τη στιγμή που ξεκίνησαν οι μαζικές εισαγωγές από χώρες όπως η Κίνα.


Στην άνθησή της η στοά ήταν «σαν τις παλιές αυλές», που οι άνθρωποι συναντιόντουσαν, μιλούσαν, πείραζαν ο ένας τον άλλο. «Πλέον θυμίζει περισσότερο πολυκατοικία», λέει ο μαγαζάτορας. Δεν κρύβει πως έχει δεύτερες σκέψεις για την απόφαση που πήρε και έχει στο μυαλό του να φύγει πάλι στο εξωτερικό όταν συνταξιοδοτηθεί.
Ισως βέβαια και να μην το κάνει, αν κρίνουμε από αυτά που λέει: «Βαθιά μέσα μου, η Στοά Καΐρη είναι το σπίτι μου. Θα ήθελα πολύ αντί για το διπλό μαγαζί, να έχω μόνο το μισό και ένα σπίτι εδώ».
O Γιάννης Γεωργιάδης και ο Γιώργος Κώστογλου έδωσαν μια δεύτερη ζωή στο καφενείο της στοάς

Ο Γιάννης Γεωργιάδης, πάλι, μπορεί να είναι από τους νεότερους της στοάς, αλλά έχει σφραγίσει εδώ την παρουσία του με δύο τρόπους. Είναι επιχειρηματίας αλλά και ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος του κτιρίου. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια τη στοά την ήξερε μόνο ως περαστικός, αλλά έγινε τελικά η πιο χρήσιμη ανακάλυψη που έκανε στις βόλτες της καραντίνας. Σε μία από αυτές τις βόλτες, λοιπόν, το 2020 είδε ένα ενοικιαστήριο και θέλησε να δει τον χώρο.
«Ηταν ένας χώρος σε κακή κατάσταση, αλλά με μία αστική ομορφιά που δεν υπάρχει πια», λέει σήμερα για αυτό που έγινε τελικά το σπίτι του, στους πάνω ορόφους του κτιρίου. Οπως εξηγεί ο Γιάννης Γεωργιάδης, αν και στην αρχή η στοά και το κτίριο του φάνηκαν κάπως εγκαταλελειμμένα και πολλοί φίλοι και γνωστοί δεν αντιδρούσαν ακριβώς θερμά στην προοπτική, αποφάσισαν με τη σύζυγό του να μείνουν εκεί το 2022. Λίγο αργότερα ήρθε και ο γιος του, που ήδη έχει αγαπήσει τη γειτονιά του: «Αν δεν περάσει και τους χαιρετήσει όλους στα μαγαζιά το πρωί δεν φεύγει για το σχολείο», λέει γελώντας ο μπαμπάς του.
Μου φαίνεται λίγο σαν καφενείο που θα έκανε ο Αντι Γουόρχολ.
Το 2024 αποφάσισε να πάρει επίσης τον χώρο απέναντι από τα είδη συσκευασίας του Αλέξανδρου Δρακόπουλου –εκεί που κάποτε είχε πρατήρια πουκαμίσων– αλλά και τον μικρό χώρο δίπλα, εκεί που ήταν δηλαδή το μαγαζάκι της σοκολατοποιίας «Γκλόρια». Με πείρα στην εστίαση ο Γιάννης Γεωργιάδης ήθελε στο συγκεκριμένο μέρος να επαναφέρει με κάποιον τρόπο την έννοια του καφενείου. Εδωσε λοιπόν τα χέρια με τον Γιώργο Κώστογλου, φίλο και πλέον συνέταιρό του, επίσης έμπειρο στην εστίαση, και εγένετο το «Καΐρειον».



Το «Καΐρειον», που μετρά μόλις δύο μήνες στη στοά, η οποία έκανε εύκολη την επιλογή ονόματος στους ιδιοκτήτες του, δείχνει αμέσως νεόκοπο στο μάτι. «Μου φαίνεται λίγο σαν καφενείο που θα έκανε ο Αντι Γουόρχολ», λέει ο Γιώργος Κώστογλου. Πράγματι έχει μέσα pop art πίνακες, παλιά τηλέφωνα και παστέλ ζυγαριές. Το μενού επίσης κινείται μεταξύ νέου και παλιού: έχει πιάτα και για τους παραδοσιακούς αλλά και για τους foodies, ενώ φροντίζουν να διαλέγουν κυριολεκτικά μία μία τις πηγές των πρώτων υλών τους.
Ουσιαστικά το καφενείο επιμηκύνει τη ζωή της στοάς. Γύρω στις 16.00, που τα υπόλοιπα καταστήματα κλείνουν, εκείνο ανοίγει μέχρι το βράδυ, και τα ρολά της στοάς δεν πέφτουν πλέον από νωρίς. Οι νέοι της στοάς έχουν γίνει ήδη μέρος της. Οι γείτονές τους θα παραλάβουν λόγου χάρη τη μαναβική που θα έρθει νωρίς και αυτοί αντίστοιχα θα βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα του εμπορεύματός τους όταν χρειάζεται.
Επίσης το «Καΐρειον» φέρνει στη στοά κόσμο που δεν την ήξερε, και μάλλον δεν θα τη μάθαινε αλλιώς. Μα όχι μόνο. Λίγο πριν φύγει, ο κύριος Κώστας Παπαϊωάννου από το βάθος έρχεται και ρωτάει τον Γιώργο Κώστογλου αν έχει ένα τραπέζι. «Σήμερα είμαστε κλειστά», του απαντάει. «Εντάξει τότε, για Πέμπτη», του λέει και το παλιό δίνει τη σκυτάλη στο καινούργιο.


