«Ερχονται φίλοι μου από το εξωτερικό. Κυκλοφορούν στην πόλη. Επιθυμούν να φωτογραφίσουν ένα κομμάτι της Αθήνας, σαν μια καρτ-ποστάλ από την επίσκεψή τους και δεν βρίσκουν εύκολα ούτε ένα σημείο στο κέντρο που να μην είναι βαμμένο, μουτζουρωμένο, γεμάτο αφίσες».

Η ατάκα της Ειρήνης Γρατσία, της ψυχής της Monumenta, μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας για την προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου, στη συνομιλία της με την «Κ», συνοψίζει την εμπειρία των κατοίκων και των επισκεπτών της ελληνικής πρωτεύουσας όσο εκείνοι κυκλοφορούν στους δρόμους και τα στενά του κέντρου της.
Οι τοίχοι-καμβάδες ή οι τοίχοι-πίνακες ανακοινώσεων, προτροπών και επαγρύπνησης ρέουν πλέον στο αίμα της Αθήνας – σαν να μην το παρατηρούμε πλέον, σαν να έχει γίνει μια θεσμοθετημένη πραγματικότητα.
Αυτό είναι ένα το κρατούμενο. Το δεύτερο είναι –όπως συμφωνεί και η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία– ότι οι τοίχοι-καμβάδες ή οι τοίχοι-πίνακες ανακοινώσεων, προτροπών και επαγρύπνησης ρέουν πλέον στο αίμα της Αθήνας – σαν να μην το παρατηρούμε πλέον, σαν να έχει γίνει μια θεσμοθετημένη πραγματικότητα· σαν να έχει πλέον εγγραφεί στο DNA της πόλης και των χρηστών της. Δεν έχει, όμως, εγγραφεί στις συνήθειες των επισκεπτών, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι –εκόντες άκοντες, είτε τους αρέσει είτε όχι– με χιλιάδες λίτρα σπρέι και χαρτιού στις προσόψεις, τις κολόνες, τους ίδιους τους δρόμους της πρωτεύουσας.

Και δεν είναι ότι εμφανίζονται απλώς στα «προφανή θύματα»· στα πανεπιστήμια, στα Εξάρχεια ή στις κεντρικές αρτηρίες για περισσότερη διάχυση της… πληροφορίας, της επαγρύπνησης ή της μουντζούρας, του «ήμουν κι εγώ εδώ». Είναι παντού. Και ξανά: παντού.
Εξι ώρες στο κέντρο της Αθήνας

Επί αρκετές ώρες, με τον φωτογράφο της «Κ» Νίκο Κοκκαλιά περιδιαβάζαμε σε αυτό που λέμε «καράκεντρο» της μητρόπολης του Νότου. Από ένα σημείο κι έπειτα, αναζητούσαμε καθαρούς τοίχους. Δεν υπάρχουν. Ειδικά το τουριστικό κομμάτι –από το Πολυτεχνείο και την Ομόνοια στην Αθηνάς, την Αιόλου, τη Σταδίου, το Εμπορικό Τρίγωνο, μέχρι και του Ψυρρή και την Πλάκα–, εκεί όπου οι εκατομμύρια τουρίστες και επισκέπτες κάθε χρόνο καταλήγουν στις βόλτες τους, δηλαδή στο πιο χαρακτηριστικό, διατηρητέο, αρχιτεκτονικά, ιστορικά και αισθητικά ασυναγώνιστο τμήμα της πρωτεύουσας, τα πράγματα είναι απελπιστικά.
Δεν είναι μόνο οι βανδαλισμοί των τοίχων και οι αφίσες, είναι και εκείνοι του αστικού εξοπλισμού.
Αλλά επιστρέφω στα προλεχθέντα: δεν το βλέπουμε πλέον, είναι αυτό που είναι, το έχουμε δεχθεί ως έχει και συνεχίζουμε τον δρόμο και τις ζωές μας σε μια μεγαλούπολη που παραμένει πολυεπίπεδα απροσπέλαστη – αν όχι δύσκολα βιωτή. Παρεκτός κι αν είμαστε… περίεργοι δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ που θέλουν να αναδείξουν αυτή τη συνήθεια. Διότι περί συνήθειας πρόκειται.

Απευθυνθήκαμε στον καθ’ ύλην αρμόδιο για την επίλυση τοιούτων ζητημάτων· τον Δήμο Αθηναίων. Η αντιδήμαρχος Καθαριότητας και Ανακύκλωσης Ρωξάνη Μπέη κατακυρώνει το πρόβλημα της ρύπανσης των tags –των υπογραφών και του «ήμουν κι εγώ εδώ»–, της αφισορύπανσης και εν γένει των βανδαλισμών. «Δεν είναι μόνο οι βανδαλισμοί των τοίχων και οι αφίσες, είναι και εκείνοι του αστικού εξοπλισμού», λέει στην «Κ».
Οι δράσεις και η… ματαιότης

Η αντιδήμαρχος έχει δίκιο εν προκειμένω. Τα παγκάκια, τα φώτα, τα πάλαι ποτέ διαλάμψαντα καρτοτηλέφωνα, τα ΚΑΦΑΟ, τα αγάλματα και οι βάσεις τους είναι κατά κόρον γραμμένα, αφισοκολλημένα, διαλυμένα εις τα εξ ων συνετέθησαν. Και τι κάνει ο δήμος γι’ αυτό; «Εχουμε ήδη αναπτύξει δράσεις σε επίπεδο δημοτικών διαμερισμάτων –κυρίως πλατειών και αλσών–, τις πέντε εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας, με καθαρισμούς εδάφους, τοίχων και αστικού εξοπλισμού (π.χ., παγκάκια, ρείθρα, ΚΑΦΑΟ), αντι-γκραφίτι, βαψίματα και συντήρηση πρασίνου και παιδικών χαρών, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες και αντιδημαρχίες. Ολα με δικά μας υλικά, μηχανήματα και ανθρώπινους πόρους», επισημαίνει η Ρωξάνη Μπέη στη συνομιλία μας, που επιβεβαιώνει ότι το φαινόμενο της προκείμενης ρύπανσης είναι διευρυμένο, αν όχι απολύτως κυρίαρχο.

Μάλιστα, ειδικά για τα αγάλματα, η αντιδήμαρχος λέει ότι ο δήμος έχει άμεση δικαιοδοσία καθαρισμού των βάσεών τους, αλλά όχι των αγαλμάτων, καθώς εκεί εμπλέκεται και η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων του υπουργείου Πολιτισμού, όπου πρέπει να επιληφθεί του τρόπου καθαρισμού, ώστε να μην αλλοιωθεί το έργο με τη χρήση υλικών, πλην του νερού που δεν επεμβαίνει στο ίδιο το έργο.
Μπορεί να καθαρίσουμε ένα σημείο και να χρειαστεί να το καθαρίσουμε ξανά σε λίγες μέρες. Σπανίως μένει κάτι για πολύ καιρό καθαρό.
Αυτό που, ασφαλώς, επισημαίνει η Ρωξάνη Μπέη είναι ότι «μπορεί να καθαρίσουμε ένα σημείο και να χρειαστεί να το καθαρίσουμε ξανά σε λίγες μέρες. Σπανίως μένει κάτι για πολύ καιρό καθαρό».

«Να τονίσουμε, παρά ταύτα, ότι ο δήμος κατέχει μεν την άμεση αρμοδιότητα καθαρισμού σε κοινόχρηστους χώρους και δημοτικά κτίρια, από την άλλη όμως υπάρχει και η έμμεση αρμοδιότητα, την οποία επιφορτίζονται τα δημόσια κτίρια, τα οποία πρέπει, αφενός, να αναλάβουν πρωτοβουλία ενημέρωσης και, αφετέρου, να μας δώσουν την άδεια να προβούμε σε καθαρισμούς. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να πάμε σε ένα δημόσιο κτίριο και να αρχίσουμε να καθαρίζουμε δίχως τη συμφωνία των διαχειριστών. Το ίδιο συμβαίνει και σε μία συνολική επέμβαση σε έναν δρόμο, όπου υπάρχουν ιδιωτικά κτίρια και χρειάζεται καθαρισμός των προσόψεων», συμπληρώνει η Ρωξάνη Μπέη.
Η «ανάπλαση καθαρισμού» και τα προληπτικά μέτρα


Βέβαια, η συνομιλήτριά μας αντιλαμβάνεται, όπως υπογραμμίζει στην «Κ», ότι, για να αντιστραφεί η κατάσταση και να αποκτήσουμε μία πόλη καθαρή, θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία, αν αυτό συμβεί με ίδια μέσα και προσωπικό του Δήμου Αθηναίων. «Δεν μπορούμε να αφιερώσουμε τον εξοπλισμό και το προσωπικό της δημοτικής καθαριότητας εξολοκλήρου σε αυτό. Kι αυτό, διότι θα πάνε δεκάδες άλλα ζητήματα πίσω».

Προκειμένου να βρεθεί ένας τρόπος, η δημοτική αρχή, όπως μας ενημερώνει η Ρωξάνη Μπέη, είναι σχεδόν έτοιμη –εκκρεμεί η μελέτη των δημοτικών υπηρεσιών– να προκηρύξει διαγωνιστική διαδικασία για εργολαβία, ύψους 300.000 ευρώ, ώστε ειδικά συνεργεία να… ορμήσουν στην Αθήνα, να την καθαρίσουν και, κατά περίπτωση, να περάσουν αντι-γκραφίτι υλικό, το λεγόμενο «φιλμ», σε προσόψεις, λειτουργώντας υποστηρικτικά προς το έργο του δήμου.
Αφορά ολιστική προσέγγιση ενός δρόμου ή μιας γειτονιάς. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, πολύ στοχευμένα στην αρχή: σε κεντρικούς δρόμους, εμβληματικά τοπόσημα κ.λπ., αλλά σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, ώστε να μη μείνει κανένα… απέξω.
«Είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε “ανάπλαση καθαρισμού” και αφορά ολιστική προσέγγιση ενός δρόμου ή μιας γειτονιάς. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, πολύ στοχευμένα στην αρχή: σε κεντρικούς δρόμους, εμβληματικά τοπόσημα κ.λπ., αλλά σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, ώστε να μη μείνει κανένα… απέξω. Αργότερα, μπορεί να γίνει αυτό που ονομάζουμε scaling, δηλαδή να επεκτείνουμε τις παρεμβάσεις μας σε μεγαλύτερη κλίμακα στην Αθήνα».

Η ίδια έχει, ταυτόχρονα, επιμείνει στην έννοια της πρόληψης του φαινομένου. Πέραν της αστυνόμευσης, προτείνει δύο μέτρα που θεωρεί ότι θα συμβάλουν, κατά το μάλλον ή ήττον, στον περιορισμό του προβλήματος: «Η πώληση σπρέι και αντίστοιχων υλικών να γίνει ελεγχόμενη. Το ατού σε μια τέτοια περίπτωση είναι ο ηλικιακός περιορισμός του αγοραστή κατά την προμήθεια ενός σπρέι. Από την άλλη, θα βοηθήσει και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης σε αντίστοιχα προϊόντα· όπως, για παράδειγμα, στα τσιγάρα και το αλκοόλ. Εχει δοκιμαστεί στο εξωτερικό και μοιάζει να αποδίδει». Βέβαια, ουδείς μπορεί να ξέρει αν αυτό μπορεί να ελεγχθεί στις διαδικτυακές αγορές.

Ενα πείραμα στο Εμπορικό Τρίγωνο
Ενα, αν και σε πειραματικό και περιορισμένο στάδιο, παράδειγμα έχει δει η Αθήνα στο παρελθόν. Χάρη στο Πρόγραμμα Πιλοτικής Αναβάθμισης του Εμπορικού Τριγώνου της Αθήνας, με την ιδρυτική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, είχαν καθαριστεί περί τα 7.500 τ.μ. προσόψεων και όψεων από αφίσες και tags, ενώ είχαν περαστεί με υλικό antitagging, το οποίο σημαίνει ότι με λίγο νερό η μουτζούρα φεύγει και ο τοίχος επανέρχεται στα… συγκαλά του – και η πόλη μαζί του.

Επιμένουμε να μιλούμε για tags ή ταγκιές –και να τα χαρακτηρίζουμε μουτζούρες–, καθότι είναι αναγκαία η διαφοροποίησή τους από τα γκραφίτι που αποτελούν τέχνη του δρόμου και, συχνά πυκνά, δημιουργούνται κατ’ ανάθεσιν από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, πρόσωπα και επιχειρήσεις.
Επιμένουμε να μιλούμε για tags ή ταγκιές –και να τα χαρακτηρίζουμε μουντζούρες–, καθότι η street art, που είναι μια μορφή αστικής τέχνης και αυτή, τροφοδοτεί έναν διαρκή διάλογο με την πόλη.
Η street art, που είναι μια μορφή αστικής τέχνης και αυτή, τροφοδοτεί έναν διαρκή διάλογο με την πόλη, είναι μία –τουλάχιστον κατά κανόνα– αισθητική παρέμβαση στο σώμα της πρωτεύουσας, το οποίο έρχεται πάλι κατά κανόνα να ενισχύσει το σκηνικό όπου όλοι και όλες εμείς, οι κάτοικοι και επισκέπτες, ως άλλοι ηθοποιοί ή περφόρμερ, καλούμαστε να παίξουμε τον ρόλο μας. Εναν ρόλο που, για το κοινό καλό (ό,τι κι αν σημαίνει εντέλει αυτό), δεν μπορεί να είναι μονόλογος. Και σίγουρα δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος και επιβαλλόμενος.

Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι οι πάντες, προσώρας τουλάχιστον, σέβονται τον αρχαίο πολιτισμό της πόλης. Κάτι είναι κι αυτό…

Κεντρική φωτογραφία: Το Χημείο από την πλευρά της Χαρ. Τρικούπη. Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς/Καθημερινή

