«Με πιάνει λίγο η ψυχή μου όταν βλέπω αυτήν την πλάκα, γιατί έχουμε μείνει πολύ λίγοι», λέει γλυκόπικρα ο Γιώργος Σπέντζος κοιτώντας τη μαρμάρινη πλάκα που βρίσκεται στο κέντρο της στοάς Πανταζοπούλου, στην Ακαδημίας 96-98-100, μπροστά από την Πλατεία Κάνιγγος. Αυτή είναι η επίσημη ονομασία της, μα το παρατσούκλι της τη σημάδεψε πολύ περισσότερο.
Η πλάκα γράφει τις επωνυμίες όλων των κινηματογραφικών εταιρειών που είχαν την έδρα τους εδώ μέσα στα χρόνια. Τη λεγόμενη χρυσή εποχή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου, αυτή η στοά χωρούσε όλο το σινεμά του κόσμου. Εδώ στεγάζονταν όλες οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής και διανομής ελληνικών και ξένων ταινιών, εδώ έβρισκε κανείς μαγαζάκια για καθετί που αφορούσε το σινεμά, από φακούς και φιλμ μέχρι κινηματογραφικές καρέκλες. Κάπως έτσι, τη δεκαετία του ’60 άρχισε να λέγεται άτυπα στοά Χόλιγουντ, όπως και το ομώνυμο μπαρ που βρισκόταν στην καρδιά της στοάς και φιλοξενούσε στην μπάρα του κάποιους από τους ηθοποιούς της εποχής.

Σήμερα, ολόκληρη η στοά προδίδει το παρελθόν της, αφού έχει καλυφθεί από γκράφιτι, στα οποία ο περαστικός θα δει τον Θανάση Βέγγο να τον αποκαλεί «Καλό του άνθρωπο», τον Κώστα Βουτσά να ζητά από την «Κατίνα, σαλαμάκι», τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να αναρωτιέται «Τι θα το κάνουμε εδώ μέσα, αμέρικαν μπαρ;». Μα ζει και μια νέα ζωή από όλους τους ανήσυχους ανθρώπους της, που ακόμα και αν βρέθηκαν εδώ τυχαία, έμαθαν και αγάπησαν την ιστορία της.
Η στοά που «ανέπνεε» σελιλόιντ

Το δαιδαλώδες κτίριο της στοάς σχεδιάστηκε το 1950 από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Λυγίζο και μέσα στην ίδια δεκαετία άρχισαν να στεγάζονται στους ορόφους του οι πρώτες κινηματογραφικές εταιρείες παραγωγής και διανομής. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 εδώ βρίσκονταν όλοι οι μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς, όπως η Φίνος Φιλμ, η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, η Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Ανάμεσα σε αυτές, ήταν και η Spentzos Film, που ιδρύθηκε το 1946 από τον Χρήστο Σπέντζο και συνεχίζει μέχρι και σήμερα στο κομμάτι της διανομής από τον γιο του, Γιώργο Σπέντζο.
Οταν τη δεκαετία του ’50 η Spentzos Film εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Εβδομης Τέχνης, όπως είναι μια άλλη ονομασία της στοάς Χόλιγουντ, ο Γιώργος Σπέντζος ήταν ακόμη παιδί, μα έχει έντονες μνήμες από την εποχή. Ηταν μια περίοδος που οι παραγωγοί της στοάς δούλευαν κυριολεκτικά όλη μέρα, κάθε μέρα της εβδομάδας: «Ακόμα και τη βραδιά της Ανάστασης, ο πατέρας μου ήταν στο γραφείο του μέχρι τις δώδεκα παρά. Του φώναζε ο φύλακας “Κύριε Χρήστο, σε είκοσι λεπτά είναι η Ανάσταση!” και τα μάζευε να φύγει», λέει ο διανομέας.

Εδώ γινόταν σχεδόν όλος ο κύκλος εργασιών των ταινιών: οι συναντήσεις, τα συμβόλαια, το μοντάζ στις μονταζιέρες που υπήρχαν στο υπόγειο του κτιρίου. H Spentzos Film είχε και μια μικρή αίθουσα προβολής, που σε γκρουπ των 15 περίπου ατόμων έβλεπαν τότε οι δημοσιογράφοι τις νέες ταινίες. Υπήρχε και το μπαρ Χόλιγουντ, στο οποίο σύχναζαν περισσότερο οι μικροί ηθοποιοί, που κολακεύονταν από την προσοχή του κόσμου. Οι γνωστοί σταρ προτιμούσαν να ανεβαίνουν πάνω στο κτίριο, για να μην τους φωτογραφίζουν.
Οποιος περνούσε, λοιπόν, από εδώ τη δεκαετία του ’60 μπορεί να πετύχαινε κάθε «κλιμάκιο» της κινηματογραφικής βιομηχανίας, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι τους φορτωτές που έπαιρναν τις μπομπίνες στην πλάτη τους. Μια δύσκολη δουλειά, καθώς τότε η κάθε ταινία χωριζόταν σε αρκετά καρούλια φιλμ, που μπορεί να ζύγιζαν συνολικά μέχρι και 25 κιλά και έπρεπε να πηγαινοέρχονται σε δόσεις από σινεμά σε σινεμά όσο οι προβολές έτρεχαν. Θυμάται μάλιστα και κάνα δυο κωφάλαλους μεταφορείς ο Γιώργος Σπέντζος, που όταν έρχονταν να πάρουν ταινία τους, έκαναν με τα χέρια τους την κίνηση των φτερών. Ο αετός είναι το σήμα της εταιρείας, αφού ο Χρήστος Σπέντζος ήταν στην Πολεμική Αεροπορία πριν τον κερδίσει η έβδομη τέχνη.


Οποιος ήταν τυχερός, σαν τον Γιώργο Σπέντζο, μπορούσε να ζήσει και σκηνικά βγαλμένα… από ταινίες του Φελίνι: «Ημουν 12 χρονών, ο πατέρας μου έβγαζε μια ταινία με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον “Θανασάκη, τον Πολιτευόμενο”. Θα ερχόταν να τον συναντήσει μια Κυριακή ο Ηλιόπουλος και μου είπε να έρθω να τον γνωρίσω. Στο μεταξύ εκείνο τον καιρό ο Θανάσης Βέγγος, που έκανε τα πάντα στις ταινίες του μόνος του, δεν προλάβαινε να τελειώσει μία ταινία και είχε κανονίσει να την ολοκληρώσει η Spentzos Film, να τη διανείμει και να πάρει ποσοστά. Περιμέναμε με ανοιχτή πόρτα τον Ηλιόπουλο και μπαίνει ξαφνικά ένας αρκουδιάρης με μια αρκούδα. Κάθεται, μισοκάθεται και η αρκούδα και λέει: “Εσεις έχετε την ταινία του Βέγγου; Χρωστάει λεφτά στον Γιωργάκη”. Ο Γιωργάκης ήταν η αρκούδα. Ο πατέρας μου σάστισε και παίρνει τον Βέγγο, ο οποίος του εξηγεί πως όντως, του χρωστούσε δυο μεροκάματα που τα είχε ξεχάσει και τον παρακάλεσε να του τα δώσει. Ο πατέρας μου του τα έδωσε. “Σε ευχαριστώ, είσαι κύριος. Γιωργάκη, ευχαρίστησε και εσύ”, είπε εκείνος, η αρκούδα έκανε μια μικρή υπόκλιση και έφυγαν προς το ασανσέρ».
Η «ευγενής άμιλλα» και η επέλαση του βίντεο

Παρότι οι εταιρείες που συστεγάζονταν στη στοά Πανταζοπούλου ήταν ανταγωνιστικές, η συνθήκη της συνύπαρξης έκανε τις σχέσεις πιο ζεστές: «Αμα με τον άλλο πίνεις καφέ ή πας στο γήπεδο να δεις τον Παναθηναϊκό σε όλο τον κόσμο, ε, μετά τι θα πεις; Εβγαλα εγώ τη μία ταινία και εσύ την άλλη; Οταν αγκαλιαζόμαστε στο γήπεδο; Ξεπερνιούνται και τα μίση και τα πάθη», εξηγεί ο Γ. Σπέντζος, που ανέλαβε την εταιρεία πολύ νέος, το 1968, λόγω του πρόωρου θανάτου του πατέρα του.
«Ο ένας θα είχε μια Βουγιουκλάκη, ο άλλος μια Καρέζη», όπως λέει, και τα πράγματα θα εξομαλύνονταν. Υπήρχαν όμως και οι περιπτώσεις «ανωτέρας βίας»: «Ηταν εδώ και η Κλακ Φιλμ (σ.σ. του Δημήτρη Καράμπελα και του Απόστολου Τεγόπουλου) που έβγαζε τις ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Ε, όταν είχε ταινία του Ξανθόπουλου, πονοκέφαλος. Αλλάζαμε όλα τα προγράμματα για να μη συμπέσει άλλη μεγάλη πρεμιέρα γιατί θα πήγαιναν όλοι να δουν αυτό», παραδέχεται ο διανομέας.

Πολύ απλά, «αυτή η στοά αποτελούσε το κέντρο βάρους του κινηματογράφου τότε. Ελεγαν “Θα σε δω στο Χόλιγουντ” και εννοούσαν το Χόλιγουντ της Κάνιγγος». Ωσπου πια δεν ήταν. Τη δεκαετία του ’80 ήρθε η επέλαση του VHS, ο ελληνικός κινηματογράφος στράφηκε στη φθηνή και εύκολη λύση των βιντεοταινιών και το Μέγαρο της Εβδομης Τέχνης έχασε την αίγλη του. Αρχισαν στο κτίριο να στεγάζονται και πολλά φροντιστήρια και ο χαρακτήρας του να αλλάζει.
Πολλές από τις εταιρείες έφυγαν, όπως και η Spentzos, που πήγε λίγο πιο δίπλα, στο στενάκι της Γραβιάς, που βρίσκεται μέχρι και σήμερα. Είναι μία από τις λίγες εταιρείες που επιβίωσαν από εκείνη την εποχή, «είναι και ο Γιώργος Τσακαλάκης που έχει αίθουσες και ο εγγονός του Γούναρη που έχει τη Summer Classics», απαριθμεί ο Γιώργος Σπέντζος, ενώ οι περισσότεροι από τους τότε διανομείς δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Το σινεμά σκόρπισε στους γύρω δρόμους, που θα βρει κανείς μαγαζάκια κινηματογραφικού ενδιαφέροντος, ενώ στη στοά μένουν οι αναμνήσεις.
Οι θησαυροί του χθες στη στοά του σήμερα

Το μόνο που θυμίζει «με γυμνό μάτι» στη στοά το κινηματογραφικό της παρελθόν –πέρα από τις επιγραφές και τα γκράφιτι– είναι μια μικρή αποθηκούλα με αφίσες, στο κέντρο της, μα και λεπτομέρειες που κρύβουν οι σημερινοί της χώροι, αν τις ψάξεις. Αν κάποιος περάσει τυχαία ένα πρωί, ίσως και να νιώσει έρημη τη στοά, αφού κάποιοι από τους χώρους της ζωντανεύουν αργότερα.
Το Blackbird που βρίσκεται στο τέλος της στοάς, επί της Κλεισόβης, είναι ένα ροκ μπαρ που πλέον ανοίγει κυρίως κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Αποφάσισε να το ξεκινήσει εδώ τον Σεπτέμβριο του 2005 ο Γιάννης Βαρδάκης, που τότε πήρε τον χώρο μαζί με δύο ακόμα συνεργάτες του, που έφυγαν στην πορεία.


Δεν γνώριζε, όπως και σχεδόν όλοι από το «νέο αίμα» της στοάς, το κινηματογραφικό παρελθόν της, το έμαθε στην πορεία. Στην προκειμένη, για τα καλά, καθώς όπως εξηγεί ο Γιώργος Βαρδάκης, «το 2008 ο Γιώργος Μιχαηλίδης (από τη Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης) πούλησε ό,τι είχε στη στοά. Στο υπόγειο είχε τεράστια αρχεία ταινιών που ψηφιοποιήθηκαν σταδιακά και έφυγαν. Υπήρχαν και πολλές αφίσες. Μας έδωσε το κλειδί και τρεις μέρες ψάχναμε τι μας άρεσε και παίρναμε», θυμάται ο ιδιοκτήτης του μπαρ που ευθύνεται για τα μισά γκράφιτι της στοάς, τις κινηματογραφικές και μουσικές φιγούρες που κοιτάνε τον περαστικό.
Κάπως έτσι, ο Γιάννης Βαρδάκης ξεχώρισε διάφορες κινηματογραφικές αφίσες που του άρεσαν, τις εκτύπωσε και τις έβαλε στο υπόγειο που αποτελεί ένα σχεδόν «μυστικό πέρασμα» για το άλλο μαγαζί του, το BUMS. Γίνονται πάρτι αλλά και πολλά λάιβ, κυρίως χιπ χοπ ανερχόμενων ονομάτων. Λόγου χάρη, εδώ παιζε ο Bloody Hawk, πριν γίνει ευρέως γνωστός. Ακόμα πιο κάτω, υπάρχει ένα καταφύγιο, που άνηκε στους αδερφούς Πανταζόπουλους, που είχαν στην μπροστινή, επί της Ακαδημίας, γωνία της στοάς, ένα παιχνιδάδικο.



Από αυτό το αρχείο, ο Γιώργος Μιχαηλίδης χάρισε στον Γιώργο Βαρδάκη και μια ζωγραφισμένη στο χέρι αφίσα της «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη «που την έχει κάνει ένας πολύ ονομαστός παλιός ζωγράφος αφισών, αλλά η συγκεκριμένη ήταν ανυπόγραφη και έτσι δεν είχε μεγάλη αξία», λέει ο ιδιοκτήτης γελώντας. Είναι ένα από τα κινηματογραφικά «τεκμήρια» του μπαρ, μαζί με ένα κάδρο με τους πρωταγωνιστές του «Down by Law» του Τζιμ Τζάρμους, αλλά και μια παλιά θήκη μπομπίνας που έχει κολληθεί στη μπάρα του Blackbird.
Δραματική σχολή, μπουτίκ ρούχων και μπομπίνες παντού

Στην εσωτερική είσοδο των πάνω ορόφων, η παλιά μηχανή προβολής που βρίσκεται πριν τη σκάλα, είναι μια ακόμα υπενθύμιση του πού βρισκόμαστε. Η μόνη καλλιτεχνική πινελιά εντός του κτιρίου σήμερα είναι η δραματική σχολή 10Θ. Το όνομά της είναι ένα οπτικό παιχνίδι του αριθμού 100, από την αρίθμηση της οδού Ακαδημίας και του «Θ» του θεάτρου.
Ο χώρος της σχολής στον τρίτο όροφο «αγκαλιάζει» κυκλικά τον ακάλυπτο και από τα ξύλινα παράθυρα των αιθουσών βλέπει κανείς κινούμενα στιγμιότυπα από τους φοιτητές εν δράσει. Αλλοι προβάρουν στους διαδρόμους, ανάμεσα σε δεκάδες ζευγάρια παπουτσιών που μένουν πάντα έξω από τις αίθουσες.



Μας υποδέχεται η Φρόσω Κορρού, συνιδρίτρια της σχολής μαζί με τον Δημήτρη Κουρούμπαλη, η οποία άνοιξε το 2020, κερδίζοντας τελικά το δύσκολο «στοίχημα» της πανδημίας «με πολλή δουλειά και πολλά Zoom», όπως λέει η ίδια, λίγο πριν μπει να διδάξει κινησιολογία στην απογευματινή τάξη.
Η δραματική σχολή ζωντανεύει το κτίριο από το πρωί μέχρι το βράδυ, από τους ψηλούς ορόφους στους χαμηλούς. Εχει πρωινά και απογευματινά τμήματα και παρότι θεατρική σχολή, χωράει στο πρόγραμμά της και κινηματογραφικά masterclasses, που γίνονται από τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Βούλγαρη. Και τρέχει και δύο χώρους του ισογείου. Στον άδειο τις πρωινές ώρες χώρο που μοιάζει με μπαρ βγαλμένο από πίνακα του Εντουαρντ Χόπερ, είναι το αναγνωστήριο της σχολής, «αλλά έχουμε κάνει εκεί μέχρι και εξετάσεις χορού», εξηγεί η Φρόσω Κορρού. Διαγώνια και απέναντι, βρίσκεται το καφέ της σχολής, που το τρέχον διάστημα είναι κλειστό και θα ξανανοίξει από τη νέα χρονιά. Είναι το πάλαι ποτέ μπαρ Χόλιγουντ.


Δίπλα του είναι και η νεότερη ένοικος της στοάς. Η Εύα Παππά άνοιξε εδώ την μπουτίκ ρούχων της πριν έναν χρόνο, ενώ νωρίτερα διατηρούσε μόνο ηλεκτρονικό κατάστημα με τις πολύχρωμες δημιουργίες της. Την ονόμασε Galiadra και όπως με την κινηματογραφική ιστορία αυτής της στοάς, εδώ η επιλογή του ονόματος έχει συνδέσεις με το προσωπικό παρελθόν της: «Εψαχνα ονόματα και δεν μου έκανε τίποτα. Τότε θυμήθηκα ότι οι παππούδες μου, που δουλεύαν στις πρώτες βιοτεχνίες με υφάσματα, με φώναζαν γαλιάντρα. Εχει διάφορες έννοιες, σημαίνει μεταξύ άλλων χαριτωμένη και δυναμική», λέει η σχεδιάστρια.


Παρότι είχε την ευκαιρία να ανοίξει το μαγαζί της στην πιάτσα των υφασματάδικων, στην Αγίου Μάρκου, επέλεξε τελικά να κάνει το διάβημα σε αυτή τη στοά. Αρχισε να τη μαθαίνει καλύτερα με τον καιρό και «μου αρέσει πολύ η τοποθεσία γιατί είναι ένας χώρος πολύ παλιός, αλλά μπαίνουν και νέες προσθήκες πλέον», λέει. Η ίδια επέλεξε να κάνει εδώ φωτογράφιση για τα ρούχα της, μια φωτογραφική προσθήκη στη στοά, που έχει επιλεχθεί αρκετές φορές και για γυρίσματα.
Πάντως κάτω από τα νέον φώτα της επιγραφής της Galiadra, κρύβεται λίγο ακόμα σινεμά, όπως αποκαλύπτει και η Εύα Παππά: «Οταν έφτιαχνα το μαγαζί, ο ηλεκτρολόγος που ήρθε, μου χάρισε αυτήν την μπομπίνα. Οπως μου είπε, είναι ανιψιός ενός ηλεκτρολόγου κινηματογραφικών παραγωγών και την είχε από αυτόν».


