είμαστε-έτοιμοι-να-μιλήσουμε-για-τον-θ-563357611

Είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε για τον θάνατο;

Στην Ελλάδα η συζήτηση για νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας είναι πρώιμη αλλά αναγκαία, λένε οι ειδικοί

Ηλιάνα Μάγρα

Την προηγούμενη εβδομάδα, οι Βρετανοί βουλευτές πήραν μια ιστορική απόφαση. Το νομοσχέδιο για την υποβοηθούμενη θανάτωση – αυτοκτονία (assisted dying/suicide) ενηλίκων ασθενών τελικού σταδίου, με προσδόκιμο ζωής έξι μηνών και κάτω, πέρασε με 330 ψήφους. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που εισήγαγε στη Βουλή των Κοινοτήτων η βουλευτής των Εργατικών Κιμ Λιντμπίτερ, αφορά τη νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Αγγλία και στην Ουαλλία. Για να γίνει νόμος, θα πρέπει να ξεπεραστούν διάφορα στάδια διαβούλευσης και ψηφοφορίας, τόσο στη Βουλή των Κοινοτήτων όσο και στη Βουλή των Λόρδων. Μπορεί αυτό να είναι το πρώτο νομοσχέδιο που πέρασε, αλλά το θέμα συζητείται στη Μεγάλη Βρετανία εδώ και περίπου έναν αιώνα. Τη δεκαετία του 1930, ένας λόρδος πρότεινε να νομιμοποιηθεί η ευθανασία. Το πρώτο ντιμπέιτ για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1970. Από τότε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον πέντε ακόμα σχετικά νομοσχέδια παρουσιάστηκαν στη Βουλή των Λόρδων. Το 1997 και το 2015, δύο αντίστοιχα νομοσχέδια καταψηφίστηκαν στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Κοινωνική ζύμωση

«Αυτοί οι νόμοι δεν περνούν μια κι έξω», τονίζει στην «Κ» η Ισμήνη Κριάρη, ομότιμη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με εξειδίκευση στη βιοηθική και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής. «Είναι νομοσχέδια που φτάνουν στη Βουλή έπειτα από χρόνιες κοινωνικές ζυμώσεις. Στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, επί 20 χρόνια προσπαθούσαν να πείσουν τον πληθυσμό τους ότι πρέπει να γίνει», σημειώνει. Και οι δύο χώρες νομιμοποίησαν την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, το 2002. «Πρώτα όμως είχαν γίνει ατελείωτες συζητήσεις και κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου κάνουν τακτικούς ελέγχους για να δουν μήπως ο γιατρός σε κάποιες περιπτώσεις παραήταν πρόθυμος να βοηθήσει», εξηγεί.

Προτού μια κοινωνία φτάσει να συζητάει τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, πρέπει πρώτα να έχουν κατανοηθεί οι σχετικοί όροι, συμπληρώνει η κ. Κριάρη. «Στην περίπτωση της ευθανασίας, ο ίδιος ο ασθενής, ο οποίος έχει επικοινωνία με το περιβάλλον, και χωρίς να υποκρύπτεται ψυχιατρική νόσος, το αποζητάει από τον γιατρό του και ο γιατρός χορηγεί το φάρμακο», εξηγεί η Κυριακή Μυστακίδου-Γκίνη, αναισθησιολόγος και καθηγήτρια Ανακουφιστικής Αγωγής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, διευθύντρια του Ιατρείου Ανακουφιστικής Φροντίδας στο ΙΑΣΩ. «Στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία η διαφορά είναι ότι ο ίδιος ο ασθενής χορηγεί στον εαυτό του το φάρμακο που θα οδηγήσει στην άμεση θανάτωση», συμπληρώνει. Δεν θα ήταν κακό να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση στην Ελλάδα και να ενημερωθεί ο κόσμος, λέει η κ. Μυστακίδου-Γκίνη. Αλλά θα είναι πρώιμη, θεωρεί. Ο νόμος για την παροχή ανακουφιστικής φροντίδας πέρασε στην Ελλάδα πολύ πρόσφατα, το 2022, τονίζει. «Πώς μπορείς να τοποθετηθείς για το αν είσαι υπέρ ή κατά της ευθανασίας ή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν στη χώρα εξειδικευμένες δομές ανακουφιστικής φροντίδας, οι οποίες θα δίνουν ποιότητα ζωής στους ασθενείς που υποφέρουν;» υπογραμμίζει.

Τον ίδιο προβληματισμό θέτει και η κ. Κριάρη. Το θέμα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας έχει δύο πτυχές. «Πρώτον, είναι ο ασθενής που σβήνει και δεν υπάρχει δυνατότητα να αναστραφεί η πορεία της ασθένειάς του, και δεύτερον, είναι οι συγγενείς που βλέπουν τον άνθρωπό τους να σβήνει. Αν το νοσοκομείο πει να τον πάρουν σπίτι, μπορεί να μην μπορούν, οπότε εκεί μπαίνει το θέμα της παρηγορητικής αγωγής», αναφέρει. Το ζήτημα είχε απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο το 2016, όταν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλέξανδρος Βέλιος, ο οποίος έπασχε από καρκίνο, είχε γνωστοποιήσει την επιθυμία του να καταφύγει σε κέντρο υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στη Ζυρίχη, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, πράγμα που τελικά δεν έπραξε. «Προς το παρόν δεν επιτρέπεται και νομοθετικά δεν έχει τεθεί στην Ελλάδα το ζήτημα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας – αν ξεκινήσουν οι συζητήσεις, ίσως κάποια στιγμή θα μπορέσει να ωριμάσει σαν σκέψη», δηλώνει στην «Κ» ο δικηγόρος Βασίλειος Χ. Αρβανίτης. «Καλό θα ήταν να αρχίσει να υπάρχει κοινωνική ζύμωση», σημειώνει η κ. Κριάρη, «αλλά χωρίς πίεση, αυτά τα θέματα δεν λύνονται εδώ και τώρα».

«Πώς θα τοποθετηθείς υπέρ ή κατά από τη στιγμή που δεν υπάρχουν εξειδικευμένες δομές ανακουφιστικής φροντίδας;», τονίζει η Κυριακή Μυστακίδου-Γκίνη, καθηγήτρια στην Ιατρική σχολή του ΕΚΠΑ.

Η εμπειρία

«Υπάρχουν ασθενείς τελικού σταδίου που δεν θα έπρεπε καν να διασωληνώνονται», εξηγεί στην «Κ» εντατικολόγος με 25ετή εμπειρία, η οποία επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμη. Αναφέρεται σε ασθενείς που έχουν κάνει όλες τις θεραπείες και βρίσκονται στο σημείο χωρίς επιστροφή. Θα πρέπει να υπάρχει αξιοπρέπεια και στη διαδικασία του θανάτου, τονίζει, σημειώνοντας ότι δυστυχώς η ελληνική νομοθεσία δεν υποστηρίζει οτιδήποτε έχει να κάνει με το τέλος της ζωής. «Αν είχα να επιλέξω εβδομάδες και μήνες βασανιστικής ζωής ή έναν αξιοπρεπή θάνατο που δεν θα βασανιζόμουν», συμπληρώνει, «θα επέλεγα να φύγω με αξιοπρέπεια». Θα έπρεπε και στην Ελλάδα οι ασθενείς τελικού σταδίου να μπορούν να έχουν αυτή την επιλογή, πιστεύει, τονίζοντας όμως πως αυτή είναι η προσωπική της άποψη. «Είμαι σίγουρη ότι μεγάλο μέρος της ιατρικής κοινότητας δεν θα δεχόταν να συνεισφέρει», δηλώνει, ακόμα και αν η υποβοηθούμενη αυτοκτονία ήταν νόμιμη για περιπτώσεις που το άτομο «έχει ξεπεράσει όλες τις πιθανότητες επιβίωσης». Η ίδια πριν από λίγο καιρό φρόντιζε ασθενή με καρκίνο τελικού σταδίου. Οταν διασωληνώθηκε, είχε μεταστάσεις στα οστά, στους πνεύμονες, στον εγκέφαλο. Της είπε πως είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και προτιμούσε να βρίσκεται στο περιβάλλον του σπιτιού, ωστόσο σκεφτόταν ότι θα στενοχωρηθούν οι δικοί του άνθρωποι. Η γιατρός μίλησε μαζί τους, τους πρότεινε να πάρουν τον ασθενή στο σπίτι και ότι θα ήταν καλύτερα εκεί. Τελικά αυτό έγινε και στο σπίτι άντεξε 2,5 μήνες ακόμη. Ρωτάω τη γιατρό αν πιστεύει πως το συγκεκριμένο άτομο, αν είχε την επιλογή, θα ζητούσε υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Απαντάει θετικά. Ομως, δεν θα είχε ζήσει ακόμη δυόμισι μήνες, της λέω. «Αυτό το ερώτημα δεν θα απαντηθεί ποτέ, το “πού ξέρεις”; Μπορεί να είχε λίγες μέρες, εβδομάδες. Πρέπει να εστιάσουμε στο γιατί να θέλει να το κάνει. Στην περίπτωση ενός ανθρώπου που πάσχει, τα αίτια και τα κίνητρα είναι ανθρωπιστικά. Θέλουμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους; Αυτή είναι η ερώτηση».

Ο Χρήστος Λιονής, ομότιμος καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, λέει στην «Κ» ότι είναι πολλά τα υπέρ και τα κατά. Από τη μια είναι οι ανάγκες του ατόμου, η επιθυμία του για αυτονομία, η διασφάλιση του δικαιώματός του για τη ζωή, αλλά και στην ανακούφιση από τον πόνο, αναφέρει. Από την άλλη, η δυσκολία της ανάλυσης των παραγόντων που συμβάλλουν σε μια τέτοια απόφαση. «Ψυχολογικές και μάλιστα σοβαρές διαταραχές όπως η κατάθλιψη, που συχνά συνοδεύουν χρόνια εξελισσόμενα νοσήματα, εξασθενούν την ικανότητα του προσώπου να λάβει τη σωστή απόφαση για την ίδια του τη ζωή», εξηγεί. Υπάρχουν φόβοι για την κατάχρησή της από ευάλωτες ομάδες, λέει, τονίζοντας ότι πρόοδοι στην ανακουφιστική φροντίδα θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαχείριση του πόνου. Και μετά είναι ηθικά ζητήματα – «που έχουν να κάνουν με την ανάγνωση της ζωής ως αξίας», σημειώνει, και αφορούν όχι μόνο τη νομική και την ιατρική επιστήμη, αλλά και θρησκευτικές αντιλήψεις και παραδόσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Λιονής δεν αρνείται ότι η συζήτηση για τη νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας είναι αναγκαία. «Αν μη τι άλλο, θα αναδείκνυε τη σημασία της μεγαλύτερης εστίασης στην ανακούφιση του πόνου», σημειώνει, υπογραμμίζοντας τόσο το έλλειμμα υπηρεσιών ανακουφιστικής φροντίδας, όσο και το ζήτημα της αξιοπρέπειας στον θάνατο.

«Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ποτέ έτοιμη για τίποτα – οι πολιτικές και ηθικές αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται με βάση το τι είναι έτοιμη να αποδεχθεί η κοινωνία, αλλά το τι πρέπει να γίνει», δηλώνει στην «Κ» ο Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης, αναπληρωτής καθηγητής Εφαρμοσμένης Ηθικής του ΕΚΠΑ, και μέλος της ίδιας επιτροπής. Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, τονίζει, ειδικά καθώς οι άνθρωποι πλέον ζουν πολλά χρόνια. «Ο καρκίνος είναι νόσημα φθοράς, τα αυτοάνοσα είναι νοσήματα φθοράς», σημειώνει, «ο πληθυσμός θα υπόκειται σε νοσήματα φθοράς». Θα πρέπει να προσφέρεται ως επιλογή σε όποιον θεωρεί ότι τη χρειάζεται, πιστεύει. «Υπάρχουν πολλές δικλίδες ασφαλείας – ο ασθενής θα πρέπει να την αιτηθεί ο ίδιος, έχοντας πλήρη επίγνωση του τι ακριβώς ζητάει, να είναι σε τελικό στάδιο, η κατάσταση της υγείας του να είναι μη αναστρέψιμη, είναι πολλά κριτήρια», εξηγεί. Σύμφωνα με το βρετανικό νομοσχέδιο, ο ασθενής θα πρέπει να υπογράψει δύο υπεύθυνες δηλώσεις, θα μπορεί να αλλάξει γνώμη ανά πάσα στιγμή, δύο ανεξάρτητοι γιατροί θα πρέπει να επιβεβαιώσουν ότι είναι ικανός να λάβει αυτή την απόφαση, ενώ το φάρμακο που θα οδηγήσει στη θανάτωσή του θα το χορηγήσει ο ίδιος στον εαυτό του.

Το «ευ θνήσκειν»

Για τη Σταυρούλα Τσινόρεμα, καθηγήτρια Σύγχρονης, Νεότερης Φιλοσοφίας και Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, το ζήτημα έχει πολύπλοκες ηθικές και νομικές διαστάσεις, αλλά πάνω από όλα αφορά το «ευ θνήσκειν». «Το να έχει κανείς έναν ήρεμο, ομαλό θάνατο», λέει στην «Κ». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με ιατρική συνδρομή, ακόμα και αν δεν χορηγήσει ο ίδιος ο γιατρός το φάρμακο στον ασθενή. Για την ίδια, αυτό δεν είναι αυτοκτονία. «Ο ασθενής δεν αυτοκτονεί – ούτως ή άλλως πεθαίνει», λέει. Θα προτιμούσε να λέμε «ιατρική υποβοήθηση στον θάνατο» ή «ιατρικώς υποβοηθούμενη θανάτωση», σημειώνει. Είναι μείζον να μην υπάρχει σύγχυση, ούτως ώστε να ξεκαθαριστεί το τι θα μπορούσε να νομοθετηθεί, σημειώνει, και για να είναι θωρακισμένοι νομικά οι γιατροί. «Να ωφελήσει θέλει ο γιατρός, όχι να σκοτώσει – δεν είναι αυτοκτονία», δηλώνει στην «Κ», «είναι επίσπευση θανάτου».

ΑΠΟΨΗ

Το ποινικό δίκαιο και η συναφής διάταξη

Της Ιωάννας Α. Μανέτα

Στο ελληνικό Ποινικό Δίκαιο η ζωή προστατεύεται απολύτως, δεν πρόκειται για έννομο αγαθό δεκτικό διαθέσεως από τον φορέα του, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή άλλου ανθρώπου ακόμη και αν ο τελευταίος συναινέσει στην πράξη αυτή, σε αντίθεση με άλλα έννομα αγαθά, όπως η τιμή, η προσβολή των οποίων δεν είναι άδικη εάν ο φορέας τους συναινέσει (επιτρέψει) σε μια τέτοια προσβολή.

Κατά τον Νικόλαο Ανδρουλάκη (1933-2019), νομικό, καθηγητή στο ΕΚΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ευθανασία είναι η σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας ενός προσώπου που πεθαίνει επώδυνα, σημειώνοντας ότι η σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας συνιστά συγχρόνως και σύντμηση της ζωής, επομένως υπό την έννοια αυτή η ευθανασία συνιστά ανθρωποκτονία. Αντιθέτως, ο Νικόλαος Χωραφάς (1896-1974), από τους πρώτους καθηγητές Ποινικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, σημείωνε ότι η ευθανασία συνιστά πράξη επιχειρούμενη με σκοπό το συμφέρον του προσώπου που θανατώνεται και ότι η ευθανασία θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ανθρωποκτονία μόνο εάν η έννομη τάξη είναι τόσο βάρβαρη ώστε να αξιώνει «όπως ο ετοιμοθάνατος εκμετρήση το ζην αποκλειστικώς συνεπεία των βασάνων του».

Στην ελληνική επικράτεια δεν υπάρχει de lege lata νομική αντιμετώπιση του θέματος της ευθανασίας. Ωστόσο, στο ισχύον ποινικό δίκαιο υπάρχει μια διάταξη απολύτως συναφής με την προβληματική της ευθανασίας. Πρόκειται για το άρθρο 300 Π.Κ. σύμφωνα με το οποίο, υπό προϋποθέσεις η αφαίρεση της ζωής όποιου πάσχει από ανίατη ασθένεια τιμωρείται ελαφρύτερα από την ανθρωποκτονία. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη για την εφαρμογή της είναι το θύμα να πάσχει «από ανίατη ασθένεια», να εκφράζει «σπουδαία και επίμονη απαίτηση» να τερματιστεί η ζωή του και ο δράστης να ενεργεί την πράξη της θανάτωσης «από οίκτο». Δηλαδή, η αφαίρεση της ζωής τιμωρείται και στην περίπτωση που συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις ως ανθρωποκτονία κατ’ απαίτηση με την ποινή της φυλάκισης, πλην όμως ο νομοθέτης προσδίδει μικρότερη απαξία στην πράξη αυτή από την ανθρωποκτονία εκ δόλου (299 Π.Κ.) αναγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρώτης.

Σε κάθε περίπτωση, η ισχύουσα στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα διάταξη της ανθρωποκτονίας κατ’ απαίτηση δεν επαρκεί για τη κάλυψη του ευρύτερου θέματος της ευθανασίας, δεδομένου ότι ευθανασία μπορεί να υπάρξει χωρίς να απαιτείται είτε «σπουδαία και επίμονη απαίτηση» είτε «ανίατη ασθένεια».

* Η κ. Ιωάννα Α. Μανέτα είναι δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών, ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT