«Σημασία δεν έχει να γράψεις μια ερευνητική εργασία με 1.000 σελίδες. Σημασία έχει 1.000 άτομα, επιστήμονες, να σε αναφέρουν σε μία ιστοσελίδα». Αυτό είναι ένα μυστικό της επιτυχίας, όπως εξήγησε χθες στην «Κ» στέλεχος ελληνικού ΑΕΙ, στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης των πανεπιστημίων. Προ ημερών δημοσιεύθηκε η παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων «Webometrics Ranking Web of Universities».
«Η συγκεκριμένη κατάταξη, η οποία φέτος κλείνει 22 χρόνια παρουσίας στα παγκόσμια rankings πανεπιστημίων, καταρτίζεται από τη Cybermetrics (CCHS), μια μονάδα του Ισπανικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών (Spanish National Research Council – CSIC), που αποτελεί και το κύριο ερευνητικό ίδρυμα της Ισπανίας», όπως αναφέρει το ΕΚΠΑ.
Ειδικότερα, στη λίστα Webometrics υπάρχουν αυξομειώσεις στις θέσεις των ελληνικών ΑΕΙ. Αλλα ΑΕΙ χαίρονται, άλλα δυσπιστούν με την κατάταξή τους. Με βάση τα αποτελέσματα της κατάταξης Webometrics, την πρώτη πεντάδα απαρτίζουν το ΕΚΠΑ (στη 237η θέση), το ΑΠΘ (249), το ΕΜΠ (378), το Πανεπιστήμιο Πατρών (524) και το Πανεπιστήμιο Κρήτης στη θέση 573.
«Το Αριστοτέλειο παρουσιάζει βελτίωση στη θέση του, η οποία δείχνει μια θετική δυναμική της ψηφιακής παρουσίας και της ερευνητικής απήχησης του ιδρύματος μεταξύ των παγκόσμιων πανεπιστημίων. Δέσμευση της νέας πρυτανικής αρχής είναι η συνεχής βελτίωση της διεθνούς παρουσίας του ΑΠΘ, πάντοτε επ’ ωφελεία των φοιτητριών και των φοιτητών του», δήλωσε χθες στην «Κ» ο Νικόλαος Χ. Μαγγιώρος, αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Ανάπτυξης του ΑΠΘ.
Βεβαίως, προφανώς και τα μεγάλα ΑΕΙ κάθε χώρας ευνοούνται λόγω της θέσης τους και της ιστορίας τους, αλλά η θέση κάθε ΑΕΙ στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης εξαρτάται και από το πόσο πληροί τα κριτήρια που θέτει κάθε λίστα. Στη Webometrics τα πανεπιστήμια κατατάσσονται με κριτήρια τα οποία αφορούν κυρίως την παρουσία και τη δημοτικότητά τους στον παγκόσμιο ιστό, την επίδραση του ερευνητικού τους έργου όπως αυτή αποτυπώνεται στον συνολικό αριθμό ετεροαναφορών των άρθρων και των δημοσιεύσεων των καθηγητών και των ερευνητών τους, αλλά και στο ποσοστό των δημοσιεύσεών τους που βρίσκεται στο 10% των πλέον «διαβασμένων» και σημαντικών δημοσιεύσεων παγκοσμίως.
Συγκεκριμένα, η κατάταξη κάθε πανεπιστημίου βασίζεται στα εξής τρία κριτήρια:
• Απήχηση κατά 50%: Η ποιότητα του περιεχομένου αξιολογείται από τη δημοτικότητά του, δηλαδή από τον αριθμό των εξωτερικών δικτύων (υποδικτύων) που συνδέονται με τις ιστοσελίδες του ιδρύματος. Η δημοτικότητα του περιεχομένου θεωρείται ότι αναγνωρίζει την αξία του ιδρύματος, την ακαδημαϊκή του επίδοση, την αξία και τη χρησιμότητα της δημοσιευμένης πληροφορίας ή υπηρεσίας που παρέχει το ίδρυμα.
• Ανοιχτό επιστημονικό περιεχόμενο κατά 10%. Αξιολογείται η συμμετοχή του ιδρύματος στα ανοιχτά επιστημονικά πρότυπα του παγκόσμιου ιστού μέσω του πλήθους των εγγράφων που καταλογογραφούνται στο Google Scholar και τον αριθμό των ετεροαναφορών σε αυτά. Πρακτικά, η μελέτη των ετεροαναφορών θεωρείται το εγκυρότερο κριτήριο αποτίμησης του επιστημονικού – ερευνητικού έργου ενός πανεπιστημίου. Ο αριθμός ετεροαναφορών και κατά συνέπεια η βαθμολογία του κάθε πανεπιστημίου υπολογίζεται από το άθροισμα των ετεροαναφορών των πρώτων 310 προφίλ καθηγητών και ερευνητών του πανεπιστημίου, μείον τις ετεροαναφορές των είκοσι πρώτων προφίλ.
• Αριστεία κατά 40%. Ποσοστό των δημοσιεύσεων του ιδρύματος στο 10% των περισσότερο αναφερόμενων δημοσιεύσεων σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Ο δείκτης αυτός προέρχεται από το Scopus και τη SCImago και περιλαμβάνει στοιχεία της πενταετίας 2019-2023 σε 27 διαφορετικά επιστημονικά πεδία.
Οπως ανέφερε στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης, διοικητικός υπεύθυνος της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας του ΕΚΠΑ, τα «μυστικά» της επιτυχίας είναι τα ΑΕΙ να δημιουργήσουν ιστοσελίδες με αγγλικό περιεχόμενο, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμη από ξένους επιστήμονες.
Επίσης, οι καθηγητές του ΑΕΙ πρέπει να κάνουν προφίλ στο Google Scholar, ώστε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερες ετεροαναφορές. «Κάτι τέτοιο βοηθάει ΑΕΙ να εκτιναχθούν στη σχετική λίστα», παρατηρεί ο κ. Μπουρλετίδης. Σύμφωνα με πανεπιστημιακούς, έλλειψη πολλών ετεροαναφορών παρατηρείται σε πανεπιστημιακούς, κυρίως των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, που δημοσιεύουν το έργο τους στα ελληνικά. Βεβαίως, μπορεί μία άνοδος στην κατάταξη να είναι συγκυριακή. Χαρακτηριστικά, η Webometrics δημοσιεύεται δύο φορές ετησίως, τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο. «Τον Ιούλιο οι πανεπιστημιακοί έχουν περισσότερες δημοσιεύσεις λόγω των συνεδρίων και άρα ευκολότερα “ρετουσάρουν” το προφίλ τους», όπως ανέφερε χθες στην «Κ» στέλεχος μεγάλου ΑΕΙ.

