Αντισυνταγματικότητα εντοπίζει στις διατάξεις του νέου νόμου (ν. 4957/2022) για την ακαδημαϊκή αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ αλλοδαπών τίτλων σπουδών το Γ´ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, που παραπέμπει το θέμα στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου για οριστική κρίση.
Το αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ έκρινε ομόφωνα πως οι διατάξεις του ν. 4957/2022, με τις οποίες θεσπίζεται διαδικασία ακαδημαϊκής αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών και ορίζονται τα αρμόδια για τη διενέργεια των σχετικών κρίσεων όργανα, «δεν συνιστούν ρυθμίσεις πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού που συνίσταται στην ανεύρεση της εγγενούς αξίας των τίτλων αυτών και την ουσιαστική σύγκρισή τους με τους αντίστοιχους τίτλους σπουδών που απονέμονται από τα ελληνικά ΑΕΙ».
Οι σύμβουλοι Επικράτειας εξηγούν στο σκεπτικό τους πως τα όργανα του ΔΟΑΤΑΠ, στα οποία ανατίθεται η αρμοδιότητα αυτή, «δεν έχουν, προδήλως, το απαιτούμενο για κάθε υποβαλλόμενο τίτλο σπουδών επιστημονικό υπόβαθρο προκειμένου να εκφέρουν τις αναγκαίες για την αναγνώριση αυτή επιστημονικές και τεχνικές κρίσεις· να αποφανθούν, δηλαδή, σχετικά α) με τις ουσιαστικές διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των αλλοδαπών τίτλων σπουδών με τους αντίστοιχους (“συγκρίσιμους” προς αυτούς) ημεδαπούς τίτλους, β) με τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω διαφορές δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από γνώσεις και δεξιότητες που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο των αλλοδαπών προγραμμάτων σπουδών, γ) με το αν είναι δυνατή η κάλυψη των διαφορών αυτών από την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων και δ) με την επιλογή των κατάλληλων αντισταθμιστικών μέτρων (γραπτή εξέταση μαθημάτων, διπλωματική εργασία πρακτική εξάσκηση ή συνδυασμός αυτών)».
Με την ίδια απόφαση κρίθηκε κατά πλειοψηφία πως οι παράγραφοι 3 και 8 του άρθρου 311 παραβιάζουν το άρθρο 16 του Συντάγματος· η πρώτη, κατά το μέρος που παρέχει το δικαίωμα στους παραπεμπόμενους προς εξέταση από το ΔΟΑΤΑΠ να επιλέγουν ελευθέρως το Τμήμα ΑΕΙ της ημεδαπής, στο οποίο επιθυμούν να εξεταστούν, και η δεύτερη, κατά το μέρος που επιβάλλει στα ΑΕΙ η εν λόγω εξέταση να γίνεται «σε αριθμό τουλάχιστον ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) των εισακτέων στα αντίστοιχα Τμήματα κατά το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό έτος», και μάλιστα, σε περίπτωση παράλειψης της υποχρεώσεώς τους αυτής, με την απειλή επιβολής σε βάρος των αρμοδίων οργάνων ποινικής και πειθαρχικής κύρωσης λόγω παράβασης καθήκοντος.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία, «η συνδυασμένη εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων οδηγεί ουσιαστικώς σε υποχρέωση εξέτασης απεριόριστου δυνητικά αριθμού παραπεμπομένων προς εξέταση σε συγκεκριμένο ΑΕΙ, χωρίς να επιτρέπεται στα όργανα αυτού να εκτιμήσουν αν και σε ποιο βαθμό επιτρέπουν οι λειτουργικές δυνατότητες του ΑΕΙ τη διενέργεια εξετάσεων εντός συγκεκριμένου ορίου, απειλούμενα, άλλως, με επιβολή πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων για διάπραξη του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος».
Στον αντίποδα, η μειοψηφία είχε την άποψη πως οι ρυθμίσεις δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς «εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (αποφυγή υπέρμετρης καθυστέρησης της διαδικασίας ακαδημαϊκής αναγνώρισης και συσσώρευσης μεγάλου αριθμού εξεταζομένων σε μια εξεταστική περίοδο), ενώ, κατά την αληθή έννοια της σχετικής διάταξης, η υποχρέωση αυτή των ΑΕΙ αφορά ποσοστό “μέχρι” το 10% των εισακτέων».

