Η αμφισβήτηση, η απαξίωση και η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη τέθηκαν στο επίκεντρο της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Για κρίση στη Δικαιοσύνη που έχει «ξεφύγει» τα τελευταία χρόνια έκανε λόγο ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, κατά τον χαιρετισμό του στις εργασίες της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. Όπως τόνισε, μέρος του πολιτικού συστήματος επιχειρεί να μεταφέρει τις δικές του αδυναμίες στη Δικαιοσύνη, καλλιεργώντας τοξικότητα και προκαλώντας συστηματική απαξίωσή της.
Ο κ. Φλωρίδης υπογράμμισε ότι, αντί το πολιτικό σύστημα να αναμετρηθεί με τα προβλήματά του, επιχειρεί να τα αποδώσει στη Δικαιοσύνη, φτάνοντας ακόμη και στην προσπάθεια υποταγής της. Προειδοποίησε, μάλιστα, πως η συλλήβδην απαξίωση της Δικαιοσύνης από πολιτικούς παράγοντες συνιστά καίριο πλήγμα για τη Δημοκρατία, καλώντας να αφεθεί η Δικαιοσύνη ανεπηρέαστη να επιτελεί το έργο της, όπως πράττει επί δεκαετίες.
«Μη ικανοποιητική» η αναλογία εισαγγελέων ως προς τον πληθυσμό
Απαντώντας σε σχετική επισήμανση του προέδρου της Ενωσης Εισαγγελέων, ο υπουργός αναγνώρισε ότι η αναλογία εισαγγελέων προς τον πληθυσμό δεν είναι ικανοποιητική, σε αντίθεση με την αντίστοιχη των δικαστών. Παραδέχθηκε ότι το ζήτημα δεν εντοπίστηκε εγκαίρως και δεσμεύθηκε πως θα γίνουν αποδεκτές οι προτάσεις της Ένωσης, ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Ευάγγελος Μπακέλας, περιέγραψε με ιδιαίτερα αιχμηρούς τόνους το κλίμα αμφισβήτησης και στοχοποίησης που, όπως είπε, βιώνουν οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί. Επισήμανε ότι οι επιθέσεις αυτές πλήττουν ευθέως την υπόσταση της Δικαιοσύνης και, κατ’ επέκταση, τη δημοκρατία.
Ο κ. Μπακέλας έκανε λόγο για ευθείες και συχνά οργανωμένες επιθέσεις σε βάρος της Δικαιοσύνης, αλλά και συγκεκριμένων λειτουργών της, οι οποίοι στοχοποιούνται από διαδίκους, συνηγόρους, θεσμικούς φορείς και πολιτικά πρόσωπα μέσω δημόσιων απαξιωτικών δηλώσεων.
«Παρατηρούνται ευθείες επιθέσεις σε βάρος της Δικαιοσύνης γενικά, αλλά και σε βάρος συγκεκριμένων δικαστών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι στοχοποιούνται από διαδίκους, συνηγόρους διαδίκων, θεσμικούς φορείς, πολιτικά ή μη πρόσωπα με δημόσιες απαξιωτικές επικοινωνιακού τύπου δηλώσεις και ισχυρισμούς, που αμφισβητούν νόμιμες και επιβαλλόμενες υπηρεσιακές ενέργειες λειτουργών της Δικαιοσύνης» σημείωσε ο κ. Μπακέλας.
Όπως ανέφερε, οι επιθέσεις αυτές βασίζονται είτε σε ηθελημένη παράβλεψη είτε σε ασυγχώρητη άγνοια του νόμου και της λειτουργίας των εισαγγελικών αρχών, με στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο παράδοξο φαινόμενο να καταγγέλλεται ταυτόχρονα ανύπαρκτη παρέμβαση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και, όταν δεν ικανοποιούνται σχετικά αιτήματα, να καταγγέλλεται εκ νέου —και εντονότερα— η μη παρέμβαση. Στο ίδιο πλαίσιο εντάχθηκε και η κριτική που ασκήθηκε, όπως σημείωσε, για την ταχεία επεξεργασία δικογραφίας στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, παρά το γεγονός ότι αυτή στηρίχθηκε σε πολύμηνη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ενωσης, για πρώτη φορά η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης αντιμετωπίστηκε αρνητικά, γεγονός που γεννά εύλογα ερωτήματα ως προς τις πραγματικές σκοπιμότητες ορισμένων αντιδρώντων. Ξεκαθάρισε, τέλος, ότι η στοχοποίηση των λειτουργών της Δικαιοσύνης δεν πρόκειται να οδηγήσει σε εκφοβισμό ή αποθάρρυνσή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Τηλεοπτικές δίκες
Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του, ο κ. Μπακέλας στάθηκε ιδιαίτερα στο φαινόμενο της υποκατάστασης της ποινικής διαδικασίας από τις λεγόμενες «τηλεοπτικές δίκες». «Καταγράφεται σε πολλές περιπτώσεις συντονισμένη προσπάθεια δημιουργίας υπερβολικής δημοσιότητας και ευρύτερης κοινωνικής συμπαράταξης υπέρ κάποιου διαδίκου σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, με τη χρησιμοποίηση και συνδρομή μέσων μαζικής επικοινωνίας και επιλεκτική παρουσίαση και αξιολόγηση των κατ΄ ιδίαν αποδεικτικών μέσων, αναλυτική παράθεση στοιχείων με ειδικές αναφορές σε αυτά, έμμεση ή και άμεση αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας θυμάτων και κατηγορουμένων ακόμη και ανηλίκων κρίσης και επιχειρήματα κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και της μυστικότητας της διαδικασίας, στο πλαίσιο και υπό τη μορφή «τηλεοπτικής δίκης», υποκαθιστώντας την εκκρεμή ποινική διαδικασία» είπε κάνοντας λόγο για «καταχρηστικές συμπεριφορές που ματαιώνουν τον σκοπό της ποινικής δίκης, που δεν είναι άλλος από την έκδοση δίκαιων και ορθών αποφάσεων σε εύλογο χρόνο».
Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι «πορίσματα» τα οποία εκδίδονται με τη συνεχή και απαράδεκτη συμμετοχή διαδίκων και συνηγόρων, καθώς και με επιλεκτική παρουσίαση στοιχείων, δεν έχουν καμία θέση στην ποινική διαδικασία και δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο τη δικανική κρίση των εισαγγελικών λειτουργών.

