«Το μόνο έγκλημά μου ήταν ότι προσπάθησα να περάσω στην Ελλάδα». Ετσι ξεκινάει η ιστορία του Νταούτ Γκουμένη, πρώην γενικού προξένου της Αλβανίας στην Ελλάδα και πολιτικού κρατουμένου που συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του με την κατηγορία της «προδοσίας κατά της πατρίδας». Για 23 χρόνια έζησε στις φυλακές του κομμουνιστικού καθεστώτος και στα στρατόπεδα εργασίας του Βλόρε, Σπατς και Μπουρέλ.
Από το Τεπελένι
Η «Κ» τον συνάντησε στην Αθήνα, λίγο πριν από την παρουσίαση του βιβλίου του «Αναστενάζει η πέτρα» (εκδ. Manifesto, μτφρ. Κώστας Γιάννης). Γεννημένος στο Τεπελένι, σε περιοχή με πολλούς Ελληνες της μειονότητας, σπούδασε στην Παιδαγωγική Σχολή «Παντελή Σωτήρη» του Αργυροκάστρου, όπου γνώρισε τους Ελληνες συμφοιτητές και μετέπειτα συνοδοιπόρους του, Κώστα Γιάννη και Γιώργο Ζόγκα. Από το 1961 έως το 1967 εργάστηκε ως καθηγητής μαθηματικών και φυσικής.
«Ημουν καλός φίλος με τους Ελληνες, αλλά όχι τόσο καλός στην ελληνική γλώσσα», λέει. «Τα χρόνια του κομμουνισμού και της δικτατορίας ήταν μια δύσκολη περίοδος, όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους τους ανθρώπους στην Αλβανία. Υπήρχε μεγάλη πείνα».

Αντιδρώντας στη στέρηση των ελευθεριών, αποφασίζει το 1967 να φύγει από την Αλβανία για την Ελλάδα, με στόχο να ταξιδέψει στην Αμερική. «Στις 27 Ιουνίου 1967 με συνέλαβαν στα σύνορα Αλβανίας – Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο, καθώς προσπαθούσα να περάσω με τον ξάδελφό μου. Στις 21 Σεπτεμβρίου το δικαστήριο με καταδίκασε σε 20 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων». «Με ποια κατηγορία;», τον ρωτάμε. «Για την απόπειρά μου να πάω στην Ελλάδα, να πάω σε έναν πιο ελεύθερο κόσμο».
Το πρώτο διάστημα κρατήθηκε στο στρατόπεδο εργασίας του Βλόρε. «Ηταν ένας βάλτος», θυμάται. «Δουλεύαμε για να διανοίξουμε το κανάλι της Νάρτα και να αναμείξουμε τη λίμνη με τη θάλασσα. Κατασκευάσαμε ένα πολύ μακρύ κανάλι μεταξύ αυτής της λίμνης και της θάλασσας. Δεν κάθισα όμως πολύ καιρό και με οδήγησαν στις φυλακές Σπατς, όπου οι κρατούμενοι εργάζονταν σε ορυχεία χαλκού και πυρίτη».
Οι μνήμες της απομόνωσης – Αυτό που μου μένει είναι η απομόνωση. Κάθε δύο-τρία χρόνια άλλαζαν τη διοίκηση και έφερναν νέους. Το καθεστώς φοβόταν μήπως οι αξιωματικοί μείνουν περισσότερο και αντιληφθούν ότι οι κρατούμενοι δεν ήταν οι «κακοί άνθρωποι» που τους έλεγαν.
«Οι συνθήκες ήταν τρομερές. Οσοι δεν ξέρουν τι σημαίνει κομμουνιστική πολιτική φυλακή, δεν μπορούν να το καταλάβουν. Δουλεύαμε στα ορυχεία σε τρεις βάρδιες. Οταν τελείωνε η 8ωρη εργασία, οι υπόλοιπες ώρες ήταν γεμάτες προπαγάνδα από τον κομισάριο και άλλους που έρχονταν και έπρεπε να εκπαιδεύσουν τους κρατουμένους να κατανοήσουν τους κανόνες του κομμουνισμού».
«Οι φυλακές», περιγράφει, «ήταν σοβιετικού τύπου, με μικρά κελιά και μας έδιναν 2-3 χάπια».
Φάλαινα από μπετόν
Μετά τα τρία πρώτα χρόνια στα αλβανικά κάτεργα, καταδικάζεται ξανά: «Στις 20 Ιανουαρίου 1970 μου πρόσθεσαν άλλα 15 χρόνια και με έστειλαν στη χειρότερη φυλακή, στο Μπουρέλ, την κεντρική πολιτική φυλακή. Το αποκαλούσαμε “Φάλαινα από μπετόν”. Δεν είχε παράθυρα. Εμπαινες ζωντανός και δεν έβγαινες ποτέ. Μαζί μου φυλακίστηκε και ο μεγαλύτερος αδελφός μου για πέντε χρόνια».
Τον ρωτάμε τι έκανε τη φυλακή Μπουρέλ, φυλακή των «ανθρώπινων ψυχών», όπως τη θυμούνται σήμερα οι πρώην κρατούμενοι του καθεστώτος, «επειδή ήσουν συνεχώς σε απομόνωση». «Πολλοί κρατούμενοι πέθαναν από τις συνθήκες, αλλά δεν γίνονταν εκτελέσεις. Η ίδια η φυλακή ήταν μια μορφή εκτέλεσης. Αν ήσουν σωστός, μπορούσες να βγεις έξω για να πάρεις λίγο αέρα. Υπήρχαν όμως πολλά άλλα πράγματα για τα οποία μας καταπίεζαν κάθε μέρα».
«Με ανάγκασαν να κόψω όλες μου τις δραστηριότητες», συνεχίζει. «Το μόνο που έκανα ήταν να γράφω. Δεν ήταν βιβλία για δημοσίευση. Είχα επινοήσει έναν τρόπο γραφής που ούτε εγώ σήμερα καταλαβαίνω τι είχα γράψει στα τετράδια. Εγραφα κυρίως ποίηση και δύο μυθιστορήματα. Ο διοικητής δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά τα κείμενα. Κάλεσαν κι έναν αξιωματούχο από τα Τίρανα, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “αυτός ο κρατούμενος δεν είναι καλά στο μυαλό”».
«Εκείνη την περίοδο ήμασταν δύο αδέλφια στη φυλακή», συμπληρώνει, «και τότε η εξουσία της εποχής είχε τη δύναμη να καταδικάσει όποιον ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, εγώ συνέχιζα και έγραφα».
Εμεινε στο Μπουρέλ 20 χρόνια. «Αυτό που μου μένει είναι η απομόνωση. Κάθε δύο-τρία χρόνια άλλαζαν τη διοίκηση και έφερναν νέους. Το καθεστώς φοβόταν μήπως οι αξιωματικοί μείνουν περισσότερο και αντιληφθούν ότι οι κρατούμενοι δεν ήταν οι “κακοί άνθρωποι” που τους έλεγαν».
Οταν άνοιξαν οι φάκελοι – Η Αρχή για την πληροφόρηση των πολιτών σχετικά με τους φακέλους τους δεν ήταν τόσο παραγωγική. Ηταν περισσότερο προπαγάνδα από το κράτος, ότι «είμαστε δημοκράτες και θα ανοίξουμε τα αρχεία», αλλά στην
πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετικά.
«Να ξεχάσω»
Τον ρωτάμε αν θυμάται τα ονόματα των διοικητών των στρατοπέδων. Διστάζει, μας εξηγεί πως δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτούς και τη συμπεριφορά τους. «Δεν υπάρχει λόγος. Είναι νεκροί. Προσπαθώ να μη θυμάμαι τι ένιωθα στη φυλακή. Το μυστικό της επιτυχίας στη ζωή είναι να διατηρεί κανείς το πνεύμα της παιδικής ηλικίας».
Ωστόσο, σημειώνει το εξής: «Για να καταλάβετε πραγματικά τι σήμαινε να είσαι φυλακισμένος στο Μπουρέλ, οι ίδιοι οι αξιωματικοί ή άλλοι κομμουνιστές που βρίσκονταν στην ηγεσία των στρατοπέδων εργασίας του Σπατς και του Βλόρε όταν προσπαθούσαν να σε φοβίσουν μας έλεγαν: “Αν δεν κάνεις σωστά τη δουλειά, θα σε μεταφέρουμε στο Μπουρέλ. Η τελική τιμωρία από τη διοίκηση του στρατοπέδου ήταν η μεταφορά στο Μπουρέλ».
Μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο Γκουμένη ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως διευθυντής της εφημερίδας «Populli Po», αλλά ανέλαβε και κρατικές θέσεις, όπως πρέσβης της Αλβανίας στη Σλοβενία και γενικός πρόξενος στα Ιωάννινα.
Το 2017 έγινε μέλος της «Αρχής Πληροφόρησης για τα Αρχεία της πρώην Κρατικής Ασφάλειας», αλλά παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα. «Η Αρχή για την πληροφόρηση των πολιτών σχετικά με τους φακέλους τους δεν ήταν τόσο παραγωγική. Ηταν περισσότερο προπαγάνδα από το κράτος, ότι “είμαστε δημοκράτες και θα ανοίξουμε τα αρχεία”, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετικά».
«Οι φάκελοι και το υλικό αξιοποιούνταν περισσότερο ως μέσον για να ανελιχθείς στην εξουσία». «Δεν μπορείς να δεις το υλικό που συνέλεξε η κρατική ασφάλεια;», τον ρωτάμε. «Μπορεί κάποιος να δει και να διαβάσει το υλικό, αλλά μόνο για εκείνους (συνεργάτες/καταδότες) που δεν έκαναν κακό και που είχαν άλλα ονόματα την εποχή της δικτατορίας».
Σήμερα προσπαθεί να αφήσει το παρελθόν πίσω, καθώς «το μίσος φέρνει ερείπια», μας λέει. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, μιλάει για τον φάκελό του στην Ασφάλεια και τους ανθρώπους που τον κατέδωσαν. «Γιατί; Επειδή έγραψα μερικά ποιήματα. Τα είδαν αυτά και σχεδίασαν να με βάλουν στη φυλακή για “διατάραξη της τάξης” και “προπαγάνδα” και γι’ αυτό αναγκάστηκα να φύγω από τη χώρα».
Καμία συγγνώμη
Σχετικά με το ποιοι τον κατέδωσαν, θυμάται την αναφορά στον φάκελο. «Ηταν μερικοί συνάδελφοί μου, καθηγητές από το σχολείο. Ακτιβιστές υπέρ του κομμουνισμού και θεώρησαν ότι είμαι εχθρός της “λαϊκής εξουσίας”. Μερικοί από αυτούς διάβασαν το πρώτο μου βιβλίο με τα ποιήματά μου». «Σας ζήτησε κανείς συγγνώμη;», τον ρωτάμε. «Οχι», απαντάει. «Αρα πίστευαν ότι αυτό που σας έκαναν ήταν σωστό;». «Ναι», αποκρίνεται. «Και τι τους είπατε;». «Δεν τους είπα τίποτα. Τους κοίταξα. Είναι περήφανοι γι’ αυτό που έκαναν και γι’ αυτό που έγιναν», λέει.
«Κάποια στιγμή με σταμάτησε κάποιος και με ρώτησε: “Ποιο σχολείο τελείωσες εσύ; Και του απάντησα “το σχολείο του κόμματος. Είκοσι τρία χρόνια”».
Πριν πάει στην ομιλία του, μας αποχαιρετάει με τη φράση «ίσως δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι ήταν η “κομμουνιστική δικτατορία”. Ισως είναι καλύτερα να μην ξέρεις αυτά που έχω δει».

