Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Ενα σκρολάρισμα στο TikTok αρκεί. O πασίγνωστος influencer που έχει απομονωθεί σε μια καλύβα στο βουνό είναι εκεί, να μαγειρεύει μια καταφανώς επικίνδυνη στομαχικά συνταγή με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο. Δεν τον ακολουθείς, σου προκαλεί θυμηδία, αλλά στο επόμενο σκρολάρισμα θα είναι πάλι εκεί. Επιστροφή, λοιπόν, στο «παλιό καλό» Facebook;
Κι εκεί, όμως, οι «φίλοι» πια απουσιάζουν από τη ροή των αναρτήσεων. Εχουν δώσει τη θέση τους σε κραυγαλέους τίτλους σελίδων που δεν ακολουθείς – ή που νομίζεις ότι δεν ακολουθείς. Αλλοι κουτοπόνηρα προκλητικοί, άλλοι κραυγαλέοι και εμπρηστικοί. Τους «ταΐζει» στο οπτικό σου πεδίο ο αλγόριθμος. Τους έχει ιεραρχήσει ως «ερεθιστικό περιεχόμενο» και τους ρίχνει ως δόλωμα στη θάλασσα των χρηστών. Το «δόλωμα της οργής».
Κάπως έτσι, η επιλογή του rage-bait (με συνθετικά την «οργή» και το «δόλωμα») ως λέξη της χρονιάς από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δεν εξέπληξε. Η «βιομηχανία», όμως, πίσω από τη διαδικτυακή οργή και το οικοσύστημα που αναπτύσσεται με αυτήν ως καύσιμο, έχουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία.
«Τσίγκλισμα»
«Διχαστικό, προσβλητικό ή εμφανώς λάθος περιεχόμενο με σκοπό την πρόκληση». Ετσι αποδίδει τον όρο «rage-bait» ο Κώστας Καρπούζης, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου. Περιεχόμενο, δηλαδή, που προϋπήρχε του Διαδικτύου, και στα παραδοσιακά Μέσα. Η διαφορά; Οσο πιο εξωφρενικό, ενοχλητικό και λάθος είναι, τόσο πιο εύκολα «τσιμπάει» ο εκάστοτε χρήστης, παράγοντας «κίνηση» για λογαριασμό του εν λόγω «εξοργιστικού περιεχομένου». Κίνηση, άρα δυνητικά και οικονομικά οφέλη, είτε απευθείας από την πλατφόρμα είτε κυρίως από διαφημίσεις.
Από την πλευρά της, η Ιωάννα Βώβου, αναπληρώτρια καθηγήτρια επίσης στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, μας θυμίζει ότι «η δύναμη του να τσιγκλάς τους άλλους» έχει αναλυθεί από τον Αρθουρ Σοπενχάουερ. Το «rage-bait» μοιάζει απλώς να κλειδώνει το θύμα σε μια εικόνα θυμού, όπως εξηγεί. «Ρίχνουμε κάτι που προκαλεί και περιμένουμε αντιδράσεις».
Αυτό το «τσίγκλισμα» δεν είναι κάτι νέο ούτε στην ψηφιακή καθημερινότητα. Αλλωστε, οι περίοδοι κρίσεων καλλιεργούν πάντα ένα έδαφος πιο εύφορο. «Υπάρχουν δυνάμεις που επενδύουν στην οργή για να συσπειρώσουν τον απογοητευμένο κόσμο», παρατηρεί ο κ. Καρπούζης. Στην Ελλάδα, η περίοδος της κρίσης και των μνημονίων και κατόπιν εκείνη της πανδημίας πολλαπλασίασαν το εμπρηστικό περιεχόμενο στα κοινωνικά δίκτυα.
Επενδύουν στην οργή – «Υπάρχουν δυνάμεις που επενδύουν στην οργή για να συσπειρώσουν τον απογοητευμένο κόσμο», επισημαίνει ο Κώστας Καρπούζης, επίκουρος καθηγητής του Παντείου.
Μεθοδολογία
Η «Κ» επικοινώνησε με συντάκτη που για χρόνια δραστηριοποιείται στον σχεδιασμό και τη λειτουργία σελίδων «δολωμάτων». Η μεθοδολογία, όπως μας λέει, βασίζεται στη γνώση του SEO – των μηχανισμών δηλαδή που καθιστούν μια σελίδα πιο «φιλική» στην Google. Δεύτερο βήμα, οι τίτλοι. Οι λέξεις «Σοκ», «Φρίκη» έχουν την τιμητική τους στο αστυνομικό «ρεπορτάζ», το οποίο συνήθως είναι «κλεμμένο» από κάποιο μεγάλο Μέσο. Αντίστοιχες πρακτικές και στις πολιτικές αναρτήσεις: «Δήλωση-πρόκληση», «Η απόφαση κλείδωσε – Αλλάζει όλο το πολιτικό σκηνικό», «Δημοσκόπηση που ανατρέπει τα πάντα». Εάν υποκύψουμε και κλικάρουμε, συνήθως, θα υποστούμε έναν καταιγισμό διαφημίσεων και ένα κείμενο αρκετά πιο πεζό συγκριτικά με τον φαντεζί παραπλανητικό τίτλο.
Αλλη «πατέντα» η φράση «Διαβάστε το λινκ στα σχόλια». Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, επισημαίνει ο κ. Καρπούζης. «Ο αλγόριθμος εντοπίζει τα ενδιαφέροντά μας και στη συνέχεια δίνει προτεραιότητα στις αναρτήσεις που έχουν εικόνες και όχι λινκ». Γι’ αυτό, λοιπόν, ο σύνδεσμος παρατίθεται στα σχόλια, αυξάνοντας το «engagement» της ανάρτησης. Ως προς το τρίτο βήμα: συχνά αυτό είναι η «μεταπώληση» μιας σελίδας ενδεχομένως για την εξυπηρέτηση κάποιας ατζέντας. Ο τίτλος αλλάζει, τα λάικ μένουν. Γι’ αυτό και ενίοτε απορούμε: «Μα, πότε την ακολούθησα;». Η πολιτική σκοπιμότητα, όπως σημειώνει ο κ. Καρπούζης, δεν είναι καθόλου άσχετη με τη «βιομηχανία» του rage-bait. Κρίσιμη παράμετρος, με δεδομένο ότι «ο δημόσιος χώρος δεν νοείται ανεξάρτητα από τον πλατφορμοποιημένο», όπως λέει η κ. Βωβού.
Γιατί, όμως, ακόμη και οι χρήστες που αποφεύγουν τέτοιο περιεχόμενο «σκοντάφτουν» συχνά είτε σε επιδεικτικούς influencers, είτε στις δήθεν αποκαλυπτικές ιστοσελίδες; Ο κ. Καρπούζης δίνει μια απάντηση, καλώντας μας παράλληλα να ξεχάσουμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως τα ξέραμε. «Μιλάμε πια για δίκτυα διανομής περιεχομένου (content delivery networks). Πέφτουμε δηλαδή συνέχεια σε αναρτήσεις που δεν είναι από φίλους, αλλά από δημιουργούς περιεχομένου». Κι ως προς τα φίλτρα; «Ειδικά στο Χ εξαρτιόμαστε εν πολλοίς από το πώς θα ξυπνήσει ο Μασκ», παρατηρεί σκωπτικά ο ίδιος, ενώ το τι θα πει αλήθεια στις πλατφόρμες αυτές «γκριζάρει».
Την «αλήθειά» τους στον ιστοχώρο θέλουν να πουν και οι «influencers» που ενίοτε αξιοποιούν το rage-bait στη λογική τού «κράζεις, θαυμάζεις». Γιατί να μην προβάλλουν τα χλιδάτα ταξίδια τους συνοδεύοντας τις αναρτήσεις με κάποια ελαφρώς προκλητική νότα; Είτε το κοινό εξοργιστεί είτε ζηλέψει, είτε εκφράσει θαυμασμό, τα «νούμερα» και η απήχηση των αναρτήσεων –και των προϊόντων που οι δημιουργοί προωθούν– θα δουν την ανιούσα.
Το τέλος της αθωότητας
Ο Νίκος Μωραΐτης είναι στιχουργός μερικών εκ των πιο δημοφιλών επιτυχιών τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα δημόσια πρόσωπα που συχνά πρωταγωνιστεί σε εστίες ψηφιακής οργής.
Μιλώντας στην «Κ», σημειώνει και αυτός ότι «τα σόσιαλ δεν είναι τα ίδια όπως πριν από 15 χρόνια». Τότε, λέει, παρά την πόλωση και τον διχασμό υπήρχε μια αίσθηση αθωότητας. «Τα τελευταία τρία χρόνια δεν καταλαβαίνει κανείς τι γράφεις. Υπάρχουν στρατοί, αλλά το επίπεδο των χρηστών είναι πολύ χαμηλό και η τοξικότητα διάχυτη».
Κατά μια έννοια, πάντως, και ο κ. Μωραΐτης είχε ως έναυσμα για τη σοσιαλμιντιακή του ενεργοποίηση το συναίσθημα της οργής. «Πραγματικής οργής» όμως, όπως λέει, «σε μια περίοδο χρεοκοπίας». Το τι έμεινε από αυτή τη δεκαπενταετία στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιγράφεται από τον ίδιο, μάλλον, με απογοήτευση: «Η Χρυσή Αυγή νίκησε στα σόσιαλ μίντια. Από την άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά κυριαρχεί η φρασεολογία της», σχολιάζει, εκτιμώντας πως σε αυτή τη μετατόπιση έπαιξε μεγάλο ρόλο τόσο η Ομάδα Αλήθειας, όσο και η εσωτερική σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ το 2023, στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε. «Η προέλευση του λόγου σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, ούτε κεντρώα. Είναι ακροδεξιά», λέει.
Τάσεις συντηρητικής στροφής στη διαδικτυακή οργή εντοπίζει η κ. Βώβου, δίνοντας έμφαση σε έμφυλα ζητήματα. Η ανδρόσφαιρα είναι μια εκδήλωση ενός εσωτερικευμένου ανδρικού θυμού κόντρα στη «woke ατζέντα». Αντίστοιχα, όπως σημειώνει η ίδια, συντηρητικοί κύκλοι αξιοποιούν τη δύναμη του rage-bait για να αμφισβητήσουν κεκτημένα, όπως το δικαίωμα στην άμβλωση, ή για να διαμορφώσουν ένα αρνητικό πρότυπο-καρικατούρα για τις φεμινίστριες. Στην Ελλάδα, δε, περιεχόμενο που παρουσιάζει έναν δήθεν «πατριωτισμό» κόντρα στο ρεύμα ξεχωρίζει ακόμη κι αν κατ’ ουσίαν ο στόχος είναι ένα εύκολο κλικ.
Είναι ενδεικτικοί της «μεθοδολογίας» οι τίτλοι αναρτήσεων σε ιστοσελίδες στις οποίες κανείς δεν συναντά έδρα, διεύθυνση ή ονόματα συντακτών. «Πανέμορφη η τάδε ηθοποιός, τρέλανε τον ανδρικό πληθυσμό», γράφει ο τίτλος, ενώ ο συντάκτης έχει επιλέξει επιτηδευμένα μια φωτογραφία που δεν κολακεύει την ηθοποιό. Το κοινό εξοργίζεται, συγχύζεται, σχολιάζει. «Θα μας τρελάνετε, έχετε βαλθεί να την κάνετε διάσημη;». Το αποτέλεσμα; Να αυξηθεί η «κίνηση» της ανάρτησης, τα δυνητικά έσοδα της ιστοσελίδας από διαφημίσεις και ταυτόχρονα να ενταθεί η ρητορική μίσους απέναντι στην υποθετική ηθοποιό.
Κρίση εμπιστοσύνης
Σε δεύτερη ανάγνωση, η ανάδυση τέτοιων σελίδων δείχνει και μια σαφή τάση των Ελλήνων να στέκονται με αμφισβήτηση απέναντι στα κλασικά, παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σχολιάζει ο κ. Καρπούζης.
Στα στοιχεία για το 2025 του Digital News Report του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που μας αφορούν –τα οποία παρουσιάζει η διαΝΕΟσις–, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είναι οι μόνες δύο χώρες στις οποίες μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτωμένων θεωρεί ότι αφαιρείται περισσότερο περιεχόμενο απ’ όσο θα έπρεπε από τα ΜΚΔ, σε σύγκριση με όσους πιστεύουν ότι χρειάζεται αυστηρότερη εποπτεία.
Οπως αναφέρει η έκθεση, οι Eλληνες που δυσανασχετούν με τις πολιτικές αφαίρεσης περιεχομένου από τα ΜΚΔ είναι πιο πιθανό να είναι νέοι, άνδρες και να αυτοτοποθετούνται στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Η έκθεση της διαΝΕΟσις επισημαίνει ότι «οι ιδιαίτερες απαντήσεις των Ελλήνων συγκριτικά με άλλες χώρες αντικατοπτρίζουν τη διαδεδομένη πεποίθηση στην Ελλάδα πως η αλήθεια αποκρύπτεται είτε από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης είτε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Ξεφόρτωμα και ορατότητα
Μέσα σε αυτό το θολό ψηφιακό τοπίο, ρωτάμε τον Νίκο Μωραΐτη «γιατί συνεχίζει;». Αντί απάντησης ανακαλεί μια φράση που του είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Αν δεν τα έλεγα θα με αγαπούσαν όλοι, αλλά δεν θα ήμουν εγώ». Θέλει, εν ολίγοις, «να τα λέει», «να ξεφορτώνει», χωρίς να τον απασχολούν τα λάικ και η επιδραστικότητά του ως διαδικτυακής περσόνας – παρότι παραδέχεται πως στο παρελθόν είχε πέσει στη «λούπα της τοξικότητας». Η κ. Βώβου παρατηρεί πως πράγματι, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο χρήστης μπορεί να νιώσει πως πια «δεν φιμώνεται» και έχει τον «χώρο να τα βάλει με τις ελίτ». Πώς μπορεί να συμβαίνει, όμως, αυτό όταν εξέχοντα μέλη των ελίτ ελέγχουν αυτές τις πλατφόρμες;
Ο «έμπειρος» στα ΜΚΔ στιχουργός θεωρεί πως, ίσως, σήμερα οι πλατφόρμες οδηγούνται σε τέλμα. Συνεχίζει, όμως, να συμμετέχει για «τις μικρές εκρήξεις», όπως το #MeToo, που καθιστούν, σύμφωνα με το σκεπτικό του, την παρέμβαση του πολίτη-χρήστη άμεση και καταλυτική. Από την πλευρά του, ο κ. Καρπούζης σκιαγραφεί μια, μάλλον, αντιφατική εικόνα. Από τη μία, όπως λέει, «οι αλγόριθμοι δίνουν προτεραιότητα στους δημιουργούς που φτιάχνουν περιεχόμενο σε μεγάλη συχνότητα», με συνέπεια να «γεμίζει το timeline με εικόνες χαμηλού επιπέδου» που προέρχονται από συγκεκριμένους λογαριασμούς. Από την άλλη, ενώ το κοινό φαίνεται πως αντιλαμβάνεται το χαμηλό επίπεδο του περιεχομένου, εξακολουθεί να μένει εκεί, συντηρώντας κάθε είδους δολώματα. Ισως γιατί τελικά το μεγαλύτερο δόλωμα παραμένει αυτή η αίσθηση «ορατότητας», η αίσθηση ότι «έχεις φωνή», που εντοπίζει η κ. Βώβου, μέσα σε έναν κόσμο πραγματικής απογοήτευσης, πραγματικής οργής.

