Στις κάλπες οδηγούνται σήμερα οι δικηγόροι όλης της χώρας για να εκλέξουν τις διοικήσεις των συλλόγων τους. Η αναμέτρηση στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, τον μεγαλύτερο επιστημονικό σύλλογο της χώρας, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο σημερινός πρόεδρος, Δημήτρης Βερβεσός, έχοντας ήδη συμπληρώσει δύο συνεχόμενες θητείες, δεν μπορεί να διεκδικήσει την επανεκλογή του.
Τους τελευταίους μήνες οι ζυμώσεις είναι ασταμάτητες, τα στρατόπεδα έχουν πλέον ξεκαθαρίσει, ενώ η επικαιρότητα στη νομική πραγματικότητα έχει αναδείξει κάποια πρόσωπα ως φαβορί. Το μεγάλο στοίχημα των οκτώ υποψηφίων προέδρων του ΔΣΑ είναι πόσους από τους 23.000 περίπου δικηγόρους θα καταφέρουν να οδηγήσουν στην κάλπη, καθώς στις τελευταίες εκλογές η προσέλευση δεν ξεπέρασε το 55% στον α΄ γύρο.
Η εξίσωση
Σήμερα και αύριο στον ΔΣΑ θα στηθούν δύο κάλπες, με τις αλλαγές που έγιναν στον Κώδικα Δικηγόρων να έχουν προκαλέσει αναστάτωση. Μία είναι η κάλπη των υποψηφίων προέδρων, στην οποία διεκδικούν ψήφο οκτώ δικηγόροι, ενώ θα υπάρχει άλλη μία κάλπη για την ανάδειξη συμβούλων. Γι’ αυτήν την κάλπη υπάρχουν δέκα ψηφοδέλτια, τέσσερα εκ των οποίων έχουν υποψήφιο πρόεδρο και τα υπόλοιπα έχουν μόνο υποψήφιους συμβούλους, ενώ υπάρχει κι ένας υποψήφιος πρόεδρος χωρίς ψηφοδέλτιο συμβούλων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στον Κώδικα Δικηγόρων, ο οποίος εκτός από τις δύο συνεχόμενες θητείες στον πρόεδρο του ΔΣΑ, θέτει όριο τις τρεις συνεχόμενες θητείες στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Αυτό ανάγκασε τους υποψήφιους προέδρους Μιχάλη Καλαντζόπουλο, Αλέξανδρο Μαντζούτσο και Δημήτρη Αναστασόπουλο να θέσουν υποψηφιότητα μόνον ως πρόεδροι, καθώς δεν μπορούν να βρίσκονται στην κάλπη των συμβούλων.
Επίγονοι Βερβεσού
Ο Αρκάς απερχόμενος πρόεδρος του ΔΣΑ, με την πληθωρική προσωπικότητα και τα πολλά χρόνια συνδικαλισμού στην πλάτη του, χρησιμοποίησε ένα συγκεκριμένο μοντέλο εκπροσώπησης του κλάδου του που μετουσιώνεται πλέον στο «ακέφαλο» ψηφοδέλτιο «Ομοδικία – Ενιαίο Ψηφοδέλτιο – Παρίσταμαι υπέρ – Συνένωση». Στο ψηφοδέλτιο αυτό συναντάμε συνεργάτες και συμβούλους που είχαν εκλεγεί με τον Δημήτρη Βερβεσό, όπως ο Γιάννης Αβαρκιώτης, ο Δημήτρης Λυρίτσης και η Χριστίνα Τσαγκλή, αλλά και τον πρώην αντιπρόεδρο του ΔΣΑ Θεόδωρο Μαντά.
Η συμμετοχή – Μεγάλη πρόκληση για τους οκτώ υποψήφιους προέδρους είναι η συμμετοχή, δηλαδή πόσους από τους 23.000 περίπου δικηγόρους θα καταφέρουν να οδηγήσουν στην κάλπη, καθώς στις τελευταίες εκλογές η προσέλευση δεν ξεπέρασε το 55% στον α΄ γύρο.
Εχοντας ήδη δύο αναμετρήσεις για την προεδρία του ΔΣΑ στην πλάτη του και πολιτική καταγωγή από τη Νέα Δημοκρατία, ο Δημήτρης Αναστασόπουλος διεκδικεί ξανά την προεδρία του συλλόγου και θεωρείται ένα από τα φαβορί. Ο ίδιος δεν συμμετέχει σε κάποιο από τα ψηφοδέλτια των συμβούλων, καθώς δεν μπορεί να επανεκλεγεί σύμβουλος, αλλά τρεις από τις δέκα παρατάξεις υποψήφιων συμβούλων τον στηρίζουν.
«Βασική προτεραιότητα είναι η αποκατάσταση του κύρους μας. Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας έχει απολέσει τη σοβαρότητά του, τη δυνατότητα να ακούγεται προς την πολιτεία, να παρεμβαίνει θετικά με προτάσεις και λύσεις και να πετυχαίνει πράγματα», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Αναστασόπουλος, που έχει ως παράδειγμα θεσμικού συνομιλητή της εκάστοτε κυβέρνησης το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. «Ο ΔΣΑ δεν ακούγεται. Σε αυτό έχουμε κι εμείς μεγάλη ευθύνη», λέει ζητώντας από τους συναδέλφους του να συμμετάσχουν συλλογικά στις διαδικασίες για να μπει σε νέα εποχή ο ΔΣΑ.
Σχολιάζοντας τα θετικά αποτέλεσμα του δικαστικού χάρτη, όπως τα παρουσίασε το υπουργείο Δικαιοσύνης, ο κ. Αναστασόπουλος υπενθυμίζει πως «υπήρξαν ειδικά τους πρώτους μήνες πάρα πολλές δυσλειτουργίες, που δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στην καθημερινότητα των δικηγόρων. Και ακόμη δεν έχουν λυθεί πολλά από αυτά. Αν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2026, που είναι ημερομηνία-ορόσημο για την πλήρη εφαρμογή του δικαστικού χάρτη, δεν έχουν υπάρξει κτιριακές και υλικές υποδομές και η ψηφιακή επέκταση σε όλες τις διαδικασίες, δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί πρακτικά».
Την προεδρία διεκδικεί και ο πρώτος σε σταυρούς σύμβουλος στις προηγούμενες εκλογές, και με θητεία στην προεδρία της Ενωσης Εμμίσθων Δικηγόρων, Ανδρέας Κουτσόλαμπρος. Βασικό ζήτημα των δικηγόρων, κατά τον κ. Κουτσόλαμπρο, είναι η ρύθμιση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. «Μεγάλη μερίδα των συναδέλφων κουβαλάει χρέη από παλιά, και στη φορολογική αρχή και στον ΕΦΚΑ, χρειάζεται επειγόντως να υπάρξει βιώσιμη ρύθμιση ασφαλιστικών και φορολογικών χρεών στα πρότυπα των 120 δόσεων, “πάγωμα” ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση των άδικων τεκμηρίων και άμεση επιβολή ανώτατου ορίου για τον ΦΠΑ στις 25.000 ευρώ εισόδημα. Περίπου 13.500 δικηγόροι είχαν υπαχθεί στον νόμο με τις 120 δόσεις για τις ασφαλιστικές εισφορές, είναι το 1/3 των δικηγόρων της χώρας και η μεγάλη πλειονότητα αυτών τις έχει χάσει», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Κουτσόλαμπρος, που κατεβαίνει μόνο στην κάλπη των προέδρων χωρίς παράταξη –φανερά τουλάχιστον– που να τον στηρίζει.
Οι σύμβουλοι – Στην κάλπη για την ανάδειξη συμβούλων συμμετέχουν δέκα ψηφοδέλτια, τέσσερα εκ των οποίων έχουν υποψήφιο πρόεδρο και τα υπόλοιπα
έχουν μόνο υποψήφιους συμβούλους, ενώ υπάρχει κι ένας υποψήφιος πρόεδρος χωρίς ψηφοδέλτιο συμβούλων.
Ιδιαιτέρως υπολογίσιμη υποψηφιότητα είναι και αυτή του Θανάση Καμπαγιάννη, η αναγνωρισιμότητα του οποίου ενισχύθηκε από τη συμμετοχή του ως πολιτική αγωγή των Αιγύπτιων ψαράδων στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Το αουτσάιντερ της κούρσας, στις προηγούμενες αρχαιρεσίες, εκπροσωπώντας την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή, κατάφερε να τερματίσει τρίτο, συγκεντρώνοντας περίπου 15% των ψήφων – ένα αποτέλεσμα πρωτόγνωρα υψηλό για τον χώρο της Αριστεράς εδώ και πολλά χρόνια.
Ο δικηγόρος που κατάφερε στις προηγούμενες εκλογές να αναδειχθεί πρώτος στην κάλπη στους δικηγόρους από 27 έως 40 ετών εξηγεί στην «Κ» πως για εκείνον το μείζον ζήτημα σε σχέση με τις δικηγορικές εκλογές είναι το πολιτικό διακύβευμα. «Αυτή τη στιγμή έχουμε μια κατάσταση στη χώρα που δεν είναι δυνατόν άλλος ένας θεσμός σημαντικός σαν τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας να πέσει και να βρεθεί στον έλεγχο του Μεγάρου Μαξίμου. Αυτό για μένα είναι το μείζον ζήτημα αυτών των εκλογών. Η χώρα δεν έχει θεσμικό αντίβαρο και ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας θα πρέπει να είναι θεσμικό αντίβαρο. Αυτό είναι προαπαιτούμενο προκειμένου οι δικηγόροι να μπορέσουν να ανακτήσουν το οποιοδήποτε κύρος τους και να επιλύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα έχουν και εσωτερικά», σημειώνει ο κ. Καμπαγιάννης.
Στους διεκδικητές που εμφανίζουν σημαντικές πιθανότητες είναι και ο αντιπρόεδρος του ΔΣΑ Μιχάλης Καλαντζόπουλος, που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος είχε ανακοινώσει την υποψηφιότητά του από το καλοκαίρι και θέτει στο επίκεντρο της ατζέντας του τον νέο δικαστικό χάρτη. «Από τον Σεπτέμβριο 2026 η λειτουργία οκτώ Πρωτοδικείων στην Αττική θα πλήξει ιδιαίτερα τα μικρά και μεσαία δικηγορικά γραφεία, ενώ περίπου το 30% της ύλης θα μεταφερθεί από την Αθήνα στον Πειραιά. Δεσμεύομαι, ως υποψήφιος πρόεδρος ΔΣΑ, να αγωνιστώ για τις αναγκαίες τροποποιήσεις, ώστε να μη χαθεί αυτή η κρίσιμη δικηγορική ύλη», λέει ο κ. Καλαντζόπουλος.
Στην οκτάδα των υποψήφιων προέδρων βρίσκονται ο Θωμάς Καμενόπουλος, που έχει θητεύσει στο πλευρό του Δημήτρη Βερβεσού, ο Θέμης Σοφός, ως επικεφαλής της παράταξης των Εργατικών, ο Αλέξανδρος Μαντζούτσος με την παράταξη «Νέα εκπροσώπηση – Εμπρακτα δίπλα στον δικηγόρο», αλλά και ο υποψήφιος του ΚΚΕ Αντώνης Αντανασιώτης με την «Αγωνιστική συσπείρωση δικηγόρων».
Η ανοιχτή κόντρα με την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Το θέμα στο οποίο συγκλίνουν οι απόψεις όλων των υποψήφιων προέδρων είναι αυτό του πολέμου που «μαίνεται» μεταξύ δικηγόρων και Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ). Η σφοδρή δημόσια αντιπαράθεση τους εξελίσσεται με φόντο τα πειθαρχικά τα οποία ζητεί να κινηθούν εις βάρος δικηγόρων η συνδικαλιστική ένωση των δικαστών.
Θρυαλλίδα των εξελίξεων αποτέλεσαν οι δηλώσεις του προέδρου της ΕνΔΕ Χριστόφορου Σεβαστίδη, από το διήμερο συνέδριο της Ενωσης στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος στον χαιρετισμό του ανέφερε μεταξύ άλλων πως η «άσκηση κριτικής, ακόμη και στα ακραία όριά της δεν ταυτίζεται με τη συκοφαντία, τη λάσπη, τη χυδαιότητα», ενώ συμπλήρωσε πως «εάν αρνούνται να αναλάβουν οι ίδιοι οι δικηγορικοί σύλλογοι την ενασχόλησή τους με βαριά πειθαρχικά αδικήματα που τελούν τα μέλη τους (…), τότε η ευθύνη για τον έλεγχο ακραίων και αντιθεσμικών συμπεριφορών δικηγόρων θα πρέπει να περάσει στη δωσιδικία δικαστικών οργάνων».
Οι δικηγόροι απάντησαν πως το δικηγορικό σώμα και τα θεσμικά του όργανα δεν έχουν ανάγκη υποδείξεων και προχώρησαν σε δίωρες στάσεις εργασίας, ενώ η ΕνΔΕ με απόφαση της οριακής πλειοψηφίας (μειοψήφησαν 7 μέλη που διαφώνησαν με τη λήψη μέτρων) ανακοίνωσε μεταξύ άλλων πως θα υποβάλει αίτημα αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον πειθαρχικό έλεγχο ακραίων συμπεριφορών δικηγόρων. «Είναι προφανές ότι ο κύριος Σεβαστίδης και η οριακή πλειοψηφία που εκφράζει το διοικητικό συμβούλιο της ΕνΔΕ έχει υπερβεί τα εσκαμμένα. Επειδή δεν του άρεσε η κριτική κάποιων δικηγόρων, απαιτεί την αλλαγή του τρόπου ελέγχου των δικηγόρων. Αυτό είναι πρωτάκουστο, ανιστόρητο και αντιδημοκρατικό. Δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί και δεν θα συμβεί. Καλό θα είναι η ΕνΔΕ, που είναι αστικό σωματείο για την προάσπιση των συμφερόντων τους, να περιοριστεί στον σκοπό της αυτόν», σχολιάζει ο Δημήτρης Αναστασόπουλος.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, ο οποίος επιμένει πως οι δικηγόροι δεν θα δεχθούν περιορισμό της αυτορρύθμισης του δικηγορικού λειτουργήματος. «Στις περισσότερες περιπτώσεις αφορά κριτική συναδέλφων σε δικαστικές κρίσεις. Δεν θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και ούτε πιστεύω ότι μπορεί η ΕνΔΕ να παρακάμπτει τη νόμιμη διαδικασία που προβλέπουν οι κώδικες για αποστολή του πρακτικού στο πειθαρχικό συμβούλιο των δικηγόρων από το δικαστήριο το οποίο πρέπει να επιληφθεί», σημειώνει και εξηγεί πως σε κάθε περίπτωση «όλες οι πειθαρχικές μας αποφάσεις διαβιβάζονται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, καταχωρίζονται και αν ο εισαγγελέας του Α.Π. κρίνει ότι κάποια δεν συνάδει με τον νόμο ή δεν έχουν εκτιμηθεί ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, έχει το δικαίωμα να την εισαγάγει εκείνος στο ανώτερο
πειθαρχικό συμβούλιο».
«Δυσανεξία» στη δημόσια κριτική των δικαστικών αποφάσεων εντοπίζει ο Θανάσης Καμπαγιάννης στις τελευταίες παρεμβάσεις της ΕνΔΕ. «Κάνει λάθος να κατηγορεί τους δικηγόρους ότι οι ίδιοι με τις παρεμβάσεις τους είναι αυτοί οι οποίοι αμφισβητούν την νομιμοποίηση της δικαιοσύνης αυτή τη στιγμή. Η νομιμοποίηση της δικαιοσύνης αμφισβητείται από τους ίδιους τους πολίτες εξαιτίας του γεγονότος ότι μεγάλες, μείζονες υποθέσεις δυστυχώς δεν προχωρούν. Μεμονωμένες συμπεριφορές δικηγόρων που είναι συκοφαντικές ή εκφεύγουν του θεσμικού μας ρόλου θα πρέπει να τις ελέγχουν τα αρμόδια όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου. Η πειθαρχική διαδικασία δεν είναι δυνατόν να αμφισβητείται ότι ανήκει στους δικηγόρους και φυσικά σε δεύτερο χρόνο ελέγχεται και δικαστικά», καταλήγει ο κ. Καμπαγιάννης.
Για «απαράδεκτη δήλωση» της ΕνΔΕ έκανε λόγο ο Μιχάλης Καλαντζόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι «είναι αντιφατικό να μιλάει κανείς για έλλειψη θεσμικού μέτρου ενώ υιοθετεί ακραία φρασεολογία. Η απαράδεκτη δήλωση ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος “απεμπόλησε την πειθαρχική του ευθύνη” πλήττει την ανεξαρτησία των συλλόγων και παραπλανά την κοινή γνώμη. Αυτό που πραγματικά απεμπολήθηκε ήταν η θεσμική νηφαλιότητα».

