Ολοι μας θυμόμαστε να παίζουμε – να κρυβόμαστε, να τρέχουμε, να γελάμε, να τσακωνόμαστε. Ολοι θυμόμαστε την αδημονία να βγούμε στην πλατεία, την αγωνία να δούμε ποιος θα είναι εκεί, το λαχάνιασμα, το «πέντε λεπτά ακόμα». Ολοι θυμόμαστε το παιχνίδι σαν συναίσθημα, αν και δύσκολα κάποιος μπορεί να δώσει έναν ακριβή ορισμό γι’ αυτό. Και κάπου εκεί… χανόμαστε στη μετάφραση.
«Παιχνίδι είναι αυτό που το παιδί το επιλέγει ελεύθερα, το παίζει όπως θέλει και το κάνει από εσωτερική παρόρμηση. Αυτό είναι το mantra των playworkers», λέει στην «Κ» ο Βρετανός playworker και θεωρητικός του παιχνιδιού Μέινελ Γουόλτερ. Playworker είναι ο επαγγελματίας που εξειδικεύεται στο ελεύθερο, μη κατευθυνόμενο παιχνίδι των παιδιών. Ο ρόλος του δεν είναι να διδάξει ή να οργανώσει δραστηριότητες, αλλά να δημιουργεί ασφαλή, πλούσια και ελκυστικά περιβάλλοντα, όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν όπως εκείνα επιλέγουν – ελεύθερα, αυθόρμητα και με δική τους πρωτοβουλία. Παρατηρεί, υποστηρίζει όταν χρειάζεται και παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο, ώστε το παιδί να οδηγεί το ίδιο το παιχνίδι του. Η ειδικότητα αυτή δεν υπάρχει στην Ελλάδα, πάντως στη Βρετανία αποτελεί πιστοποιημένη επαγγελματική ειδικότητα, με πανεπιστήμια να προσφέρουν πτυχίο Playwork.
Εδώ και 55 χρόνια
Ο Γουόλτερ –ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα καλεσμένος του σχολείου Dorothy Snot– ασχολείται με το παιχνίδι εδώ και 55 χρόνια(!) όντας σε θέση να δει ξεκάθαρα τις αλλαγές που έχει επιφέρει σε αυτό η πατίνα του χρόνου. «Κάποτε τα παιδιά έπαιζαν στον δρόμο και απομακρύνονταν από το σπίτι τους για να βρουν τους φίλους τους. Ακολούθησε η κυριαρχία του αυτοκινήτου. Οι δρόμοι δεν ήταν πια φτιαγμένοι για να παίζουν παιδιά, αλλά για να κινούνται τα αυτοκίνητα». Δεν είναι όμως αυτή η κύρια αλλαγή.

«Το βασικό είναι ότι άλλαξε η στάση των μεγάλων απέναντι στο παιχνίδι. Κάποτε θα έπαιζες με τους φίλους σου σε κάποιο πάρκο ή, αν ζούσες σε χωριό, στην όχθη του ρυακιού και κανείς δεν θα ανησυχούσε. Oμως τώρα φοβόμαστε να αφήσουμε τα παιδιά έξω μην τυχόν κάποιος παιδόφιλος είναι εκεί, λες και υπάρχει ένας παιδόφιλος σε κάθε γωνία. Που δεν υπάρχει».
Oπως λέει, αυτό συνέβη κυρίως λόγω της γρήγορης διάδοσης των ειδήσεων γύρω από εγκλήματα που αφορούν παιδιά. Τα στατιστικά δεν έχουν αλλάξει, αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι τα μαθαίνουμε άμεσα, τα κουβαλάμε στο κινητό μας. «Αυτό όμως που χρειάζεται ένα παιδί είναι να είναι ασφαλές από τη βλάβη, όχι ασφαλές από το ρίσκο. Εδώ μπαίνουμε εμείς. Οι playworkers φτιάχνουν χώρους που τα παιδιά μπορούν να πάνε να παίξουν ελεύθερα και με ασφάλεια».
Αν πούμε στο παιδί τι να κάνει, το πιθανότερο είναι ότι θα σταματήσει και θα προσπαθήσει να συμμορφωθεί με τις οδηγίες και έτσι χάνεται η παράμετρος της εσωτερικής παρόρμησης, τονίζει ο Μέινελ Γουόλτερ.
Και κυρίως χωρίς «άνωθεν» παρεμβάσεις. «Αν πω στο παιδί τι να κάνει, το πιθανότερο είναι ότι θα σταματήσει το παιχνίδι γιατί θα προσπαθήσει να συμμορφωθεί με τις οδηγίες και έτσι χάνεται η παράμετρος της εσωτερικής παρόρμησης. Αν σε ένα παιδί όμως δώσουμε τα μέσα και τα υλικά να παίξει, τότε θα παίξει. Παιχνίδι είναι όταν ένα παιδί ελέγχει τι κάνει, γιατί το κάνει και για πόσο».
Δεν είναι απλό. Η δουλειά του playworkers, λέει ο Μέινελ Γουόλτερ, είναι ίσως η δυσκολότερη που έχει σχέση με παιδιά. «Γιατί δεν έχουμε ατζέντα», εξηγεί. «Δεν προσπαθούμε να τους μάθουμε κάτι, απλά αναγνωρίζουμε ότι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για τα παιδιά είναι η ευκαιρία να παίξουν. Και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συμβεί».
Σήμερα οι ενήλικες παρεμβαίνουμε συστηματικά στο παιχνίδι των παιδιών είτε από ανασφάλεια –«πρόσεχε μη χτυπήσεις», «κατέβα από εκεί», «παίξε με τον Κωστάκη»– είτε από την πεποίθηση ότι μπορούμε να βελτιώσουμε το παιχνίδι τους. «Είναι η μεγαλύτερη παρανόηση που έχουμε γύρω από το παιχνίδι. Δεν γίνεται να βελτιώσεις το παιχνίδι. Είναι αυτό που κάνουν τα παιδιά. Είναι χτισμένο στο DNA τους. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα παιδιά έπαιζαν ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Επιπλέον, η τάση σήμερα είναι τα παιδιά να «παίζουν και να μαθαίνουν». «Υπήρχε μια έρευνα που έθετε το ερώτημα: «Τι παίρνουν τα παιδιά από το παιχνίδι;». Να γίνονται καλύτερα στο παιχνίδι. Ναι, θα πάρουν και πολλά άλλα, το παιχνίδι έχει ένα σωρό αναπτυξιακά, κοινωνικά, ψυχολογικά οφέλη, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που παίζουν τα παιδιά. Τα παιδιά μαθαίνουν πολλά μέσα από το παιχνίδι, αλλά δεν παίζουν για να μάθουν. Παίζουν γιατί το παιχνίδι τους χαρίζει ένα χαρούμενο, ευφορικό συναίσθημα. Oταν παίζουν είναι ευτυχισμένα».
Ο ρόλος της τεχνολογίας
Λογίζονται για παιχνίδια τα videogames; «Ναι και όχι. Πολλοί λένε ότι η τεχνολογία καταστρέφει την παιδική ηλικία. Αλλά υπάρχει ένα απόσπασμα από τα ημερολόγια του Σάμιουελ Πιπς, συγγραφέα του 17ου αιώνα, που έλεγε “από τότε που εμφανίστηκαν τα καφενεία, τα αγόρια δεν παίζουν πια στους δρόμους όπως παλιά”. Ηταν η “τεχνολογία” της εποχής. Αυτό συμβαίνει σε κάθε γενιά. Και όταν ανακαλύφθηκε το ραδιόφωνο, πάλι θα κατέστρεφε τα παιδιά. Η διαφορά με την τεχνολογία σήμερα είναι ότι τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε πληροφορία στην οποία δεν θα έπρεπε να έχουν».
Oπως λέει όμως ο Γουόλτερ, σε μια έρευνα στην Κωνσταντινούπολη που είχε κάνει ρωτώντας τα παιδιά «γιατί είστε συνέχεια σε ένα κομπιούτερ;», απάντησαν «γιατί δεν υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να βγούμε έξω». «Με αυτά τα παιχνίδια τα παιδιά επικοινωνούν με άλλα παιδιά, δεδομένου ότι δεν μπορούν να βγουν έξω να παίξουν γιατί δεν τα αφήνουν οι γονείς στους!».

