Κατεβαίνουν τις σκάλες των πολυκαταστημάτων χαμογελαστοί, κρατώντας στα χέρια πολύχρωμες σακούλες γεμάτες αντικείμενα και δώρα. Λόγω εποχής τα χριστουγεννιάτικα έχουν την τιμητική τους. Κούκλες-τάρανδοι, κούπες με Αγιοβασίληδες, μέχρι και πλαστικά χριστουγεννιάτικα δέντρα στριμώχνονται δίπλα σε απορρυπαντικά, μπουφάν και αμερικανικά πατατάκια. Αγοράζουν ό,τι περισσότερο μπορεί να χωρέσει στα πορτμπαγκάζ των αυτοκινήτων τους ή στις μπαγκαζιέρες των τουριστικών λεωφορείων.
Πρωί Σαββάτου, η εικόνα του πάρκινγκ μπροστά στις αλυσίδες των πολυκαταστημάτων στην έξοδο της Αλεξανδρούπολης είναι χαρακτηριστική του φαινομένου που ξεκίνησε πέρυσι: εκατοντάδες Τούρκοι επισκέπτονται κάθε εβδομάδα την πόλη για να ψωνίσουν. Αγοράζουν από τρόφιμα και ρούχα μέχρι ηλεκτρονικά και διακοσμητικά.
Ειδικές «βάρδιες»
«Σε λίγο θα αγοράσουν και εμάς», λέει χαρακτηριστικά υπάλληλος πολυκαταστήματος, που σύμφωνα με τον υπεύθυνό του έχει προσλάβει προσωπικό ώστε να εξυπηρετήσει την αυξανόμενη κίνηση των επισκεπτών από τη γειτονική χώρα.
Τούρκοι πολίτες επισκέπτονταν ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια τη γειτονική τους και αγαπημένη Δεδέ Αγάτς – τουρκική ονομασία της Αλεξανδρούπολης. Αυτό που έχει αλλάξει είναι πως οι αριθμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι. Αρκετοί έρχονται πλέον και ημερήσιες εκδρομές, με τουριστικά πρακτορεία, με πρωταρχικό σκοπό να αγοράσουν προϊόντα που βρίσκουν φθηνότερα εδώ και δευτερευόντως για να απολαύσουν το φαγητό και τις βόλτες στην πόλη. Είναι ακριβώς αυτό που έκαναν τα προηγούμενα χρόνια οι Ελληνες, επισκεπτόμενοι την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του τουριστικού βαρόμετρου που δημοσιεύθηκε προ ημερών, οι Τούρκοι αποτελούν το 50% των επισκεπτών της Αλεξανδρούπολης. Στο διάστημα της διαμονής τους ξοδεύουν κατά μέσον όρο 1.490 ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα μισά (677 ευρώ) σε ψώνια.
«Επόμενη στάση για λάδι», φωνάζει στα τουρκικά συγκεντρώνοντας το γκρουπ της η Τουρκάλα ξεναγός. «Ολα αυτά τα λεωφορεία είναι γεμάτα με ανθρώπους που ήρθαν να ψωνίσουν», εξηγεί, παροτρύνοντας τους επιβάτες να ανέβουν γρήγορα στη θέση τους. Το γκρουπ που συνοδεύει ξεκίνησε τα μεσάνυχτα από την Προύσα, που απέχει περίπου 400 χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη. «Με την αναμονή στα τελωνεία, 7 το πρωί είχαμε φτάσει και περιμέναμε έξω από το σούπερ μάρκετ να ανοίξει. Ψωνίζουν τα πάντα: μακαρόνια, γιαούρτια, σοκολάτες».
Η Ζάνα, ηλικιωμένη γυναίκα που βιάζεται να καθίσει μπροστά στο λεωφορείο με τις φίλες της, την επιβεβαιώνει. Παρά την κούραση του ταξιδιού, είναι ικανοποιημένη που πρόλαβε να πάρει δώρα και γλυκά για τα εγγόνια της σε τόσο καλές τιμές. Ούσα δημόσια υπάλληλος, έχει πράσινο διαβατήριο που της επιτρέπει να ταξιδεύει στη χώρα μας χωρίς βίζα. Επιβαρύνθηκε μόνο με τα 40 ευρώ που κόστισε η εκδρομή. Ο Μουσταφά και η Γιασμίν ήρθαν με το αυτοκίνητό τους. Τους αρέσουν, όπως λένε, οι διαφορετικές γεύσεις που έχουν τα φαγητά. «Νιώθουμε όμορφα εδώ. Οι λαοί μας ταιριάζουν». Το ζευγάρι, όπως και οι περισσότεροι με τους οποίους μιλήσαμε, κάνει το ταξίδι αυτό στην Αλεξανδρούπολη 4-5 φορές τον χρόνο.

Η αιτία πίσω από αυτό το φαινόμενο είναι ο υψηλός πληθωρισμός που υπάρχει στην Τουρκία και ο οποίος έχει καταστήσει ακριβά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Με όσους μιλάμε, αναφέρουν πως στην Ελλάδα βρίσκουν προϊόντα καλύτερης ποιότητας σε ίδιες ή και χαμηλότερες τιμές. Ειδικά τα προϊόντα που εισάγονται από τη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική μπορεί να είναι τρεις έως και τέσσερις φορές πιο ακριβά στη χώρα τους. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη διασκέδαση. Για έναν κάτοικο της Προύσας, της Αδριανούπολης ή του Τσανάκ Καλέ είναι πολύ πιο οικονομική μια εκδρομή στην Αλεξανδρούπολη, όπου θα μπορέσει να απολαύσει φαγητό και διαμονή σε λογικές τιμές, παρά στην Κωνσταντινούπολη.
«Η ακρίβεια είναι μια πραγματικότητα στην Τουρκία, τόσο στα προϊόντα όσο και την εστίαση. Το αλκοόλ, παραδείγματος χάριν, φορολογείται πολύ, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο το κόστος ενός γεύματος σε ένα εστιατόριο», επιβεβαιώνει ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με μεγάλη γνώση και εμπειρία στην Τουρκία. Σχολιάζει μάλιστα πως το θέμα απασχόλησε και την πολιτική σκηνή του γειτονικού κράτους, όταν ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιτέθηκε στον Ταγίπ Ερντογάν συγκρίνοντας με παραστατικό τρόπο τις τιμές βασικών αγαθών στις δύο χώρες, αποδεικνύοντας πως ήταν φθηνότερα στην Ελλάδα. Βεβαίως, όπως πρόσθεσε ο καθηγητής, αυτοί που επιλέγουν να έρθουν και να ξανάρθουν στη χώρα μας είναι κατά βάσιν οι έχοντες και αποτελούν μικρό μέρος της τουρκικής κοινωνίας.

Γεμάτα πάρκινγκ
Για τη θρακιώτικη, παραθαλάσσια πόλη, ωστόσο, είναι αρκετοί για να φέρουν εισοδήματα και μια πολυαναμενόμενη κίνηση σε καταστήματα και εστιατόρια, που αιμοδοτούνται από τη ροή αυτή. Στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης ακούς συνέχεια τουρκικά, οι δρόμοι έχουν κίνηση και τα πάρκινγκ είναι γεμάτα, συχνά με πανάκριβα αυτοκίνητα, που φέρουν τουρκικές πινακίδες.
«Οση ώρα μιλάμε, έχουν περάσει τουλάχιστον τέσσερα αυτοκίνητα με πινακίδα με αριθμό 34, που δείχνει ότι είναι από Κωνσταντινούπολη». Ο Βασίλης Κασαπίδης, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης, είναι εντυπωσιασμένος από το γεγονός πως το τελευταίο διάστημα οι επισκέπτες από την Τουρκία έρχονται και μεσοβδόμαδα, και όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα όπως παλαιότερα, ενώ ο τουρισμός διαρκεί όλο το 12μηνο και δεν περιορίζεται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εισροή αυτή αποτελεί οικονομική ευκαιρία για την πόλη. Το μόνο του παράπονο είναι πως δεν έχουν επωφεληθεί όλοι οι έμποροι, και κυρίως οι μικρότεροι, από την κίνηση αυτή, καθώς οι Τούρκοι τουρίστες προτιμούν κυρίως μεγάλες αλυσίδες και πολυεθνικά καταστήματα.
Οι αδιαφιλονίκητα κερδισμένοι της τουριστικής κίνησης είναι οι ιδιοκτήτες καταλυμάτων και οι επιχειρηματίες της εστίασης. Μπροστά από το εστιατόριο του Κυριάκου Στόγιου έχει σχηματιστεί ουρά τουλάχιστον δέκα ατόμων, που περιμένουν υπομονετικά να απολαύσουν τα πιάτα με θαλασσινά που σερβίρει ο καλός τους φίλος. «Η υποτίμηση της λίρας στην αρχή μάς προκαλούσε ανησυχία. Θυμάμαι ένας Τούρκος είχε πει “μην ανησυχείς, Τούρκοι είναι, θα βρουν τον δρόμο τους”. Τελικά ίσχυε».

Οπως περιγράφει, φέτος ήταν η καλύτερη χρονιά του από απόψεως επισκεψιμότητας. Οι περισσότεροι επισκέπτες από την Τουρκία είναι κοσμικοί –σπάνια θα δεις γυναίκες να φορούν μαντίλες–, ευγενικοί και καλοί πελάτες. Δεν θα ξοδέψουν απαραιτήτως μεγάλα ποσά, αλλά είναι σταθεροί και επανέρχονται. Βλέποντας την τάση που παγιώνεται, ο επιχειρηματίας ετοιμάζει και ένα μπουτίκ ξενοδοχείο.
Το τουριστικό κύμα έπεισε πολλούς να επενδύσουν είτε ανακαινίζοντας και μετατρέποντας τα διαμερίσματά τους σε Airbnb, είτε χτίζοντας. Σύμφωνα με στοιχεία του δήμου, το 2024 ο αριθμός οικοδομικών αδειών ήταν μεγαλύτερος από το σύνολο της περιόδου 2012-2022, ενώ τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης έχουν υπερδιπλασιαστεί μέσα σε δύο χρόνια, από 294 το 2023 σε 720 το 2025. Παράλληλα, γίνονται και τουριστικές μονάδες που χτίζονται με αφορμή αυτούς τους επισκέπτες.
Κάποιοι δυσανασχετούν με αυτό το γεγονός. «Χαιρόμαστε που έρχεται χρήμα στην πόλη μας, αλλά είμαστε και κάπως επιφυλακτικοί. Oταν μεγαλώνεις εδώ, έχεις μάθει να είσαι κάπως υποψιασμένος με τους Τούρκους», λέει μια νεαρή μητέρα που βγαίνοντας βόλτα στο κέντρο βλέπει ζευγάρια Τούρκων να φωτογραφίζονται μπροστά από τον φάρο. Παράλληλα διαμαρτύρεται πως η ζωή στην πόλη έχει δυσκολέψει εξαιτίας των αλλαγών αυτών.
Ο Γιάννης Ζαμπούκης, δήμαρχος Αλεξανδρούπολης, υποστηρίζει πως όσοι δυσαρεστούνται είναι η μειοψηφία. Tονίζει πως πολλοί δημότες πλέον έχουν αποκτήσει ένα επιπλέον εισόδημα από το Airbnb, ενώ τα έσοδα αυτά έχουν αρχίσει να διανέμονται σε όλους τους κλάδους στην πόλη, καθώς αυξάνεται η αγοραστική δύναμη των κατοίκων. Το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί τώρα, όπως παραδέχεται, είναι να μπορέσει η πόλη να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες που φέρνει ο μεγάλος αυτός αριθμός επισκεπτών, οι οποίοι μέχρι σήμερα δείχνουν ικανοποιημένοι όχι μόνο από τις αγορές τους, αλλά και από το φαγητό και τη φιλοξενία των ντόπιων.
Ο Κυριάκος Στόγιος, που χαιρόταν να εξυπηρετεί τους Τούρκους πελάτες του πριν ακόμη ξεκινήσει η άνοδος αυτή, βλέπει ένα μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα: την αυτοπεποίθηση που έχουν αποκτήσει οι ίδιοι οι κάτοικοι και οι επιχειρηματίες.
«Το κράτος της Αθήνας δεν έδειξε το ενδιαφέρον που έπρεπε σε εμάς και ένας μέσος Ελληνας θα προτιμούσε να πάει στα νησιά ή στη Χαλκιδική παρά να έρθει εδώ. Τώρα, μέσα από αυτούς –και όχι μόνο τους Τούρκους, συνολικά τους γείτονες από τα Βαλκάνια–έχουμε αντιληφθεί πως αυτός ο τόπος αξίζει. Είναι ένας ωραίος τόπος να επισκεφθείς».

