Με την κατάθεση της χήρας του 54χρονου τοπογράφου Παναγιώτη Στάθη, που δολοφονήθηκε στο στο Ψυχικό στις 2 Ιουλίου του 2024 ξεκίνησε η δίκη δύο προσώπων που κατηγορούνται για τη δολοφονία του.
Δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας υπέβαλαν η χήρα του θύματος, τα δύο παιδιά του και οι γονείς του, ενώ με την έναρξη της διαδικασίας οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις πράξεις που τους αποδίδονται.
Η χήρα του 54χρονου τοπογράφου άνοιξε τον κύκλο των μαρτυρικών καταθέσεων εξηγώντας αρχικά στο δικαστήριο τις δραστηριότητες του συζύγου της. «Δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα, στην επαρχία αλλά και στη Μύκονο. Ηταν ένας άνθρωπος καλοπροαίρετος και γενναιόδωρος. Το κίνητρο του στη ζωή και τη δουλειά του ήταν η οικογένειά του» ανάφερε στο δικαστήριο.
Η μάρτυρας περιέγραψε δύο περιστατικά σε βάρος του συζύγου της, πριν τη δολοφονία του, λέγοντας πως το 2021 ο τοπογράφος είχε ένα «μικρό περιστατικό ξυλοδαρμού», αλλά κι ένα πιο σοβαρό τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
«Στο περιστατικό του Μαρτίου δεν δώσαμε σημασία. Μετά είχαμε τον Σεπτέμβριο. Σε αυτό το περιστατικό άκουσα φωνές και είδα μια μηχανή να είναι κρυμμένη κάτω από ένα δέντρο. Ακούστηκε “ένα βοήθεια χτυπήσανε το Παναγιώτη”. Τον βρήκα μέσα στα αίματα. Τον ρώτησα τι έγινε και μου είπε “ήρθε κάποιος και όρμηξε πάνω μου και με χτύπησε”. Του έριξε ο δράστης τις μπουνιές και έφυγε. Ο άνδρας μου πήγε κατευθείαν στην αστυνομία» κατέθεσε η μάρτυρας.
Οπως εξήγησε, μετά τον ξυλοδαρμό του Σεπτεμβρίου, ο σύζυγός της της ανέφερε πως υποπτευόταν κάποιο πρόσωπο, που δραστηριοποιούνταν στη Μύκονο. «Μάθαμε ότι αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη περίοδο ότι δεν μιλούσε με καλά λόγια για τον Παναγιώτη. Ηταν μεσίτης, είχαν μια συνεργασία που δεν προχώρησε. Μετά ο Παναγιώτης σταμάτησε κάθε συνεργασία μαζί του. Ητν κατατρομοκρατημένος. Ενιωθε ασφαλής να πηγαινοέρχεται πάντα μαζί με κάποιον» ανάφερε η μάρτυρας.
Την έκπληξη της εισαγγελέως της έδρας προκάλεσε το γεγονός ότι το 2023, όταν η οικογένεια αναζητούσε σπίτι, μια μεσίτρια «από τις επαφές της Μυκόνου» τους είχε υποδείξει το σπίτι που διέμενε ο πρώτος κατηγορούμενος κατά κατά το χρόνο σύλληψης του.
Εισαγγελέας: Μετά βρήκατε σπίτι (αναφέρεται οδός και αριθμός);
Μάρτυρας: Ναι.
Εισαγγελέας: Στο υπόγειο πάρκινγκ του συγκεκριμένου κτηρίου βρέθηκαν τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στη δολοφονία και διέμενε η αδελφή του κατηγορούμενου! Για αυτό το σπίτι με ποιον μιλήσατε;
Μάρτυρας: Με μια μεσίτρια. Πήγαμε και το είδαμε.
Εισαγγελέας: Είναι μια μεγάλη σύμπτωση πάντως. Ολόκληρη η Αθήνα τόσα σπίτια και εσείς βρήκατε αυτά τα δύο […]
Εισαγγελέας: Από ποτέ ο σύζυγος σας εργάζονταν στη Μύκονο;
Μάρτυρας: Ως βοηθός τοπογράφου αρχικά πριν το 2000 και μετά τον κάλεσαν να βοηθήσει σε ένα μεγάλο έργο και σιγά -σιγά έγινε το νούμερο 1, ένα ταλέντο με μεγάλη γνώση και εμπειρία.
Εισαγγελέας: Δραστηριοποιήθηκε και επιχειρηματικά στη Μύκονο;
Μάρτυρας: Εκανε μια επένδυση των εσόδων μας το 2003 με 2004, πήραμε το πρώτο ακίνητο και μετά το πουλήσαμε και πήραμε ένα άλλο. Τα έσοδα μας πήγαιναν σε επενδύσεις στη γη.
Ειδική αναφορά έκανε η μάρτυρας στη συνεργασία του συζύγου της με τον μεσίτη της Μυκόνου, η οποία έληξε λόγω διαφωνίας.
«Αγόρασαν ένα ακίνητο και δίπλα σε αυτό υπήρχε ένα άλλο. Ο άντρας μου του πρότεινε να το αγοράσουν κι αυτό και να το δώσουν ως ενιαία σε άλλο πρόσωπο. Ο μεσίτης βρήκε τον τρόπο και το πούλησε μόνος του. Οταν το έμαθε ο Παναγιώτης ήταν στη Μύκονο. Με πήρε τηλέφωνο, ήταν έξαλλος μου είπε «τέλος μαζί του».
Εισαγγελέας: Υπήρξε διένεξη;
Μάρτυρας: Οχι ο Παναγιώτης δεν έρχονταν σε ρήξη με κανέναν απλά απομακρύνονταν.
Εισαγγελέας: Μετά ο σύζυγός πούλησε το δικό του ακίνητο;
Μάρτυρας: Ναι το πούλησε.
Εισαγγελέας: Μάθατε μετά αν ο μεσίτης μίλαγε άσχημα για το σύζυγος σας;
Μάρτυρας: Ναι ο Παναγιώτης έρχονται και μου έλεγε ότι μίλαγε άσχημα γι αυτόν.
Ακολούθησε η κατάθεση της ιδιοκτήτριας διαμερίσματος και των θέσεων πάρκινγκ, όπου βρέθηκε η μηχανή που χρησιμοποιήθηκε στο έγκλημα. «Οι θέσεις αυτές ήταν πάντα κενές. Δεν γνωρίζω τους κατηγορουμένους. Εμαθα ότι εκεί ήταν η μηχανή παρκαρισμένη στη δίκη μου θέση όταν έκανε έρευνα η αστυνομία».
Τη σκυτάλη πήρε στο βήμα του μάρτυρα συνεργάτης του θύματος, επίσης τοπογράφος μηχανικός. «Πηγαίναμε μαζί στην αρχή στη Μύκονο. Είχαμε δραστηριότητα εκεί. Μετά άλλαξε αυτό εγώ ανέλαβα τα εσωτερικά της εταιρείας και εκείνος τα εξωτερικά. Τα τελευταία χρόνια μόνο ο Παναγιώτης φαίνονταν, ήταν το πρόσωπο του γραφείου, γιατί εκείνος έβγαινε έξω. Με ανέφερε κι εμένα στη Μύκονο ήμουν γνωστός στους παλιούς μας πελάτες».
Και ο συγκεκριμένος μάρτυρας αναφέρθηκε στα δύο περιστατικά που συνέβησαν πριν τη δολοφονία του συνεργάτη του. «Κάποια μέρα φεύγοντας από το γραφείο είδα δυο πιτσιρικάδες, έγινε ένα επεισόδι, είχαν σπρώξει τον Παναγιώτη. Αυτό το περαστικό το αξιολογήσαμε χαζά δεν δώσαμε κάποια βάση. Είπαμε ότι είναι τυχαίο. Στο επόμενο περιστατικό όμως δεν ήμουν παρών με πήρε τηλέφωνο η σύζυγος και μου είπε χτύπησαν τον Παναγιώτη. Εμαθα ότι ήταν δυο άτομα με μηχανή. Ο Παναγιώτης νόμιζε πως ήταν κάποιος κούριερ. Το καταγγείλαμε το περιστατικό αλλά δεν μάθαμε ποτέ.
Πρόεδρος: Σας είχε πει τίποτα το θύμα για το μεσίτη;
Μάρτυρας: Τον υποψιάζονταν γενικώς υπήρχε κάποια ασυμφωνία με κάποια συνεργασία και διακόψαμε κάθε επαγγελματική σχέση.
Πρόεδρος: Είχε συνοδεία;
Μάρτυρας: Τον πήγαινα εγώ σπίτι ή σύζυγος είχε άγχος. Αυτό όμως περνώντας ο καιρός είχε λίγο χαλαρώσει.
Αναφερόμενος στη στιγμή της δολοφονίας, περιέγραψε στο δικαστήριο πώς άκουσε πυροβολισμούς και κατέβηκε γρήγορα κάτω. «Είδα ένα σκούτερ μαύρο, ο αναβάτης φορούσε άσπρο κράνος και ένα μαύρο τζάκετ. Το μυαλό μου πήγε στη Μύκονο, επειδή το αντικείμενο μας σε μεγάλο βαθμό ήταν εκεί, δεν πήγε το μυαλό μου σε κάποιο συγκεκριμένα. Εμείς δεν είχαμε ποτέ αντιδικίες», ανέφερε κλείνοντας την κατάθεση του.
Η δίκη συνεχίζεται.

